Δήμος Τρικκαίων

Ο απάχης, η μπάμπω, ο ξυλοπόδαρος, η χάσκα!

14 Φεβρουαρίου 2018
Στην περίοδο 1900 - 1920 οι αποκριάτικες εκδηλώσεις είχανε καθαρά οικογενειακό χαρακτήρα. Στα αρχοντικά σπίτια των πλουσίων τότε οικογενειών της πόλης μας, ιδιαίτερα των τσιφλικάδων, δίνονταν κάθε Αποκριά χοροεσπερίδες, πού αποτελούσαν μεγάλο κοσμικό γεγονός για την μικρή τότε πόλη μας και άφηναν εποχή για την άρτια διοργάνωσή τους, κυρίως όμως για την πολυτέλεια και τον πλούτο, που επιδεικνύονταν σ’ αυτές.

Πως γλεντούσε ο κόσμος στην παλιά τρικαλινή Αποκριά

Στα παλιά χρόνια η Αποκριά στην πόλη μας γιορτάζονταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα γενικής χαράς και ατέλειωτου κεφιού. Άρχιζε, σαν άνοιγε το Τριώδιο, με τα πρώτα μασκαρέματα, γενικεύονταν την Τσικνοπέμπτη με γλέντια και χορούς, αποκορυφώνονταν την τελευταία εβδομάδα και τελείωνε αργά το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας. Κρατούσε δηλαδή τρεις ολάκερες σχεδόν εβδομάδες! Το τελευταίο Σαββατοκύριακο και την Καθαρή Δευτέρα οι εκδηλώσεις στην πόλη έπαιρναν τη μορφή ενός ομαδικού και ξέφρενου ξεφαντώματος με μασκαρέματα, άφθονα αστεία και πειράγματα, με τρικούβερτα γλέντια και χορούς, που διαρκούσαν ως το πρωί, γενναίο φαγοπότι, πολλές φορές μέχρι… σκασμού κλπ. Με λίγα λόγια οι παλιοί Τρικαλινοί την Αποκριά γλεντούσαν με την ψυχή τους.

Στην περίοδο 1900 – 1920 οι αποκριάτικες εκδηλώσεις είχανε καθαρά οικογενειακό χαρακτήρα. Στα αρχοντικά σπίτια των πλουσίων τότε οικογενειών της πόλης μας, ιδιαίτερα των τσιφλικάδων, δίνονταν κάθε Αποκριά χοροεσπερίδες, πού αποτελούσαν μεγάλο κοσμικό γεγονός για την μικρή τότε πόλη μας και άφηναν εποχή για την άρτια διοργάνωσή τους, κυρίως όμως για την πολυτέλεια και τον πλούτο, που επιδεικνύονταν σ’ αυτές.

Στα μεγάλα σαλόνια των αρχοντικών της τότε αφρόκρεμας της τρικαλινής κοινωνίας, η αριστοκρατία χόρευε και διασκέδαζε ατέλειωτα. Οι μπουφέδες γιομάτοι από υπέροχα σπιτικά γλυκά, όπως κανταΐφι, μπακλαβάδες, δίπλες, μπεζέδες κ.ά. Άφθονη γαλλική σαμπάνια παρακαλώ, και ακριβό κρασί έρρεε στα ψηλά κρυστάλλινα ποτήρια και μετέδιδαν το κέφι σ’ όλους τους καλεσμένους, που ξεπερνούσαν τους εκατό και καμιά φορά τους διακόσιους. Οι κυρίες και δεσποινίδες φορούσαν ακριβές έξωμες τουαλέτες και βραδινά φορέματα με δαντέλλες και ταφτάδες και βαρύτιμα κοσμήματα και οι άντρες ντυμένοι άψογα με σμόκιν, φράκο ή επίσημο κοστούμι. Στο πιάνο έπαιζε η οικοδέσποινα ή η κόρη της και την συνόδευαν άλλοι καλεσμένοι με κιθάρα, μαντολίνο, βιολί και φλάουτο. Μερικοί έφερναν ορχήστρες από την Αθήνα ή αγκαζάριζαν την ορχήστρα του θιάσου, που τύχαινε εκείνες τις μέρες να δίνει παραστάσεις στην πόλη. Ακόμα έφερναν καλλιτέχνες και χορευτικά νούμερα, που αποτελούσαν την ατραξιόν της χοροεσπερίδας.

ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ

Την ίδια περίοδο δίνονταν στην πόλη μας κάθε χρόνο το τελευταίο Σαββατόβραδο της Αποκριάς ο μεγάλος χορός του Γυμναστικού Συλλόγου Τρικάλων, που λέγονταν ο «χορός των Τρικαλινών». Ο χορός αυτός γίνονταν αρχικά στην αίθουσα του παλιού καφενείου «Βασιλικό» ή «Εθνικό», όπου σήμερα το ξενοδοχείο «Αχίλλειο» και αργότερα, μετά το 1918 σαν έγινε το «Πανελλήνιο», στην μεγάλη αίθουσα του. Σ’ αυτόν τον χορό έπαιρναν μέρος οι αστικές τότε οικογένειες της πόλης μας, η αφρόκρεμα δηλ. της πόλης.

Χορεύονταν υπό τους ήχους της φιλαρμονικής, διάφοροι ελληνικοί χοροί, όπως συρτός, καλαματιανός κ.ά., καθώς επίσης βαλς, φοξ τροτ, τσάρλεστον και οι γνωστές τότε καντρίλιες από ζευγάρια ντυμένα με εθνικές και αποκριάτικες φορεσιές, ενώ πολυάριθμα κέρινα ή χάρτινα αυγά έπεφταν, έσπαγαν και σκορπούσαν άφθονο κομφετί. Στη διάρκειά του γίνονταν συχνά και λαχειοφόρος αγορά με πλούσια δώρα, συνήθως εργόχειρα, κεντήματα, υφαντά κ.ά., που πρόσφεραν διάφορες πλούσιες οικογένειες της πόλης.

Στα μετέπειτα χρόνια, μετά το 1930, προστέθηκαν κι’ άλλοι αποκριάτικοι χοροί, όπως της τότε Λέσχης Επιστημόνων, διαφόρων εκπολιτιστικών συλλόγων, όπως της ΕΦΕΤ, φιλανθρωπικών σωματείων και μεταπολεμικά του ΕΜΟΤ, της Λέσχης Τρικάλων, της Αγίας Βαρβάρας, των ποδοσφαιρικών σωματείων «Αχιλλεύς» και ΑΕΤ, των Γαρδικιωτών, των Σαμαριναίων κλπ. Οι χοροί αυτοί γίνονταν αρχικά στην αίθουσα του «Πανελληνίου» και αργότερα στην αίθουσα του καφενείου «Παράδεισος» (πρώην καφενείο Κωστίκα).

Η μασκαράτα την παλιά εποχή έπαιρνε ομαδικό χαρακτήρα. Όλοι οι Τρικαλινοί μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες μασκαρεύονταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα. Περισσότερο όμως η νεολαία. Ο καθένας ή η καθεμία φορούσε ότι παλιό ρούχο εύρισκε σε ντουλάπες και σεντούκια. Οι κοπέλες και οι παντρεμένες γυναίκες ακόμα ντύνονταν απάχηδες ή μάγκες, ή τσιγγάνες ή κύριοι καθώς πρέπει, και οι άντρες, ιδίως οι νεαροί, γυναίκες όλο… τσαχπινιά και… νάζι και με… τσακίρικο μάτι ή γριές, σωστές… μπαμπόγριες και σαν νύχτωνε ξεχύνονταν στους δρόμους, άλλοι κουκουλωμένοι με μαντήλια και… πετσέτες και άλλοι φορώντας μάσκες, με μαγκούρες και μπαστούνια, παρέες – παρέες, έμπαιναν σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια, ακόμα και σε ξένα για να κάνουν την σχετική πλάκα. Πείραζαν τις κοπέλες και τις φιλούσαν και έφευγαν μέσα σε φωνές και τραγούδια. Πότε – πότε σταματούσαν στη μέση του δρόμου και χόρευαν με συνοδεία κιθάρας, ακορντεόν και φυσαρμόνικας. Κάνανε κι’ άλλες τρέλες, όπως πετούσαν στο στόμα περαστικών πολύ κομφετί, κυνηγούσαν με τις μαγκούρες τους όσους συναντούσαν, ιδίως τις γυναίκες.

Άλλες παρέες μασκαράδων εμφανίζονταν στις πλατείες και στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, ιδιαίτερα όμως στην Ασκληπιού. Εκεί γίνονταν το μεγαλύτερο αποκριάτικο ξεφάντωμα των Τρικαλινών, ένας πραγματικός πανζουρλισμός. Συγκεντρώνονταν τα βράδια όλοι οι μασκαράδες και κάνανε τον περίπατο τους μέσα σε μια αληθινή θύελλα κομφετί και σερπαντίνας, με πειράγματα, κωμικές σκηνές, τραγούδια και εκκωφαντικούς κρότους από βαρελότα, φωτοβολίδες και καψούλια. Μια κόλαση, πού όμως ήτανε ευχάριστη και πολύ διασκεδαστική. Ο χαρτοπόλεμος στην Ασκληπιού κάθε αποκριά την παλιά εποχή, μα και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ήτανε ένα θέαμα πολύ γραφικό, συνάμα και φαντασμαγορικό, καθώς τα εκατομμύρια μικρά πολύχρωμα χαρτάκια σύννεφα – σύννεφα πέφτανε και οι μακριές κορδέλες των σερπαντίνων, πού ξετυλίγονταν, ανέμιζαν στον αέρα και σχημάτιζαν στην άσφαλτο ένα παχύ μαλακό στρώμα, που έκανε τα παπούτσια των περιπατητών να βουλιάζουν σ’ αυτό!…

Ορισμένοι τύποι μασκαράδων, που συνηθίζονταν εκείνη την εποχή ήταν ο απάχης και ο μάγκας με την τραγιάσκα και το… ζωνάρι στη μέση, που ήταν συνήθως κοπέλες. Ο γαμπρός και η νύφη με το συμπεθεριό να… κλαίει, ο παπάς ή ο δεσπότης με τα ράσα, το θυμιατήρι και τις… λεμονόκουπες στα μάτια, η Καραγκούνα με τα σιγκούνια και τα άφθονα φλουριά στο μέτωπο και στο στήθος, ο μάγειρας με την κουτάλα, ο γιατρός με το… κλύσμα, ο νέος ντυμένος κοπέλα με προκλητικό στήθος, φτιαγμένο με… μπαλώματα και γάμπες γιομάτες πυκνές… τρίχες κ.ά. Ακόμα ο ξυλοπόδαρος, ο γύφτος, η γύφτισσα ή η τσιγγάνα με κουδούνια, χαβάνια, σήτες, ντέφια, κοφίνια ή η… μπάμπω με το τσεμπέρι και τη ρόκα να γνέθει.

Γραφικό θέαμα παρουσίαζε η αναπαράσταση του καραγκούνικου γάμου, με τη νύφη και τον γαμπρό πεζή ή πάνω σε κάρο με απλωμένες τις… βρακοζώνες και πίσω να ακολουθούν ο κουμπάρος, οι συμπέθεροι, οι βλάμηδες και οι βλάμισσες. Ακόμα η… τρομερή αρκούδα, να χορεύει με το ντέφι στο χέρι. Τέλος και το πολυθρύλητο γαϊτανάκι, πού στήνονταν στην κεντρική πλατεία και ξεσήκωνε τον κόσμο, πού έτρεχε να το απολαύσει.

Προπολεμικά στο Καραγάτσι, όπως λέγονταν τότε η συνοικία του Αγίου Αθανασίου στην Μπάρα γίνονταν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς μεγάλος υπαίθριος χορός μασκαράδων. Συνήθως μετά το μεσημέρι συγκεντρώνονταν στον περίβολο της Εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου πολλοί Τρικαλινοί, μικροί και μεγάλοι, μασκαρεμένοι, και χόρευαν διάφορους χορούς ελληνικούς (δημοτικούς) και ευρωπαϊκούς με τη συνοδεία της φιλαρμονικής της πόλης ή λαϊκών οργάνων. Ο χορός κρατούσε αρκετές ώρες και προτού νυχτώσει διαλύονταν, και οι μασκαράδες τραβούσαν παρέες – παρέες για την κεντρική πλατεία και την Ασκληπιού για το αποκριάτικο σεργιάνι.

Οι παλιοί θα θυμούνται και τη «χάσκα», ένα παιχνίδι με μικρά κομματάκια άσπρου σκληρού χαλβά από σουσάμι και καρύδι, πού δένονταν σ’ ένα σχοινί. Ένας το κουνούσε και ο άλλος προσπαθούσε να πιάσει τον χαλβά με το στόμα για να τον φάει. Ήταν ένα παιχνίδι, πολύ διασκεδαστικό πού προκαλούσε άφθονο το γέλιο εκείνων, πού το παρακολουθούσαν, καθώς βλέπανε τον έναν από τους δύο παίκτες να προσπαθεί με κωμικές γκριμάτσες και κουνήματα πέρα – δώθε του κεφαλιού του, να χάψει τη… χάσκα και να πασαλείβεται με την κρέμα του χαλβά.

Σαν ξημέρωνε η Καθαρή Δευτέρα πολλοί Τρικαλινοί προμηθεύονταν από την αγορά της πόλης τα νηστήσιμα τους και εξέδραμαν οικογενειακά στην εξοχή για τα πατροπαράδοτα «Κούλουμα». Γέμιζαν οι κοντινές και οι μακρινές τοποθεσίες, όπως οι Στεφανουσαίοι (Δροσερό), το Ριζαριό, η Αγία Μονή, ο Πύργος, ο Πυργετός, οι Ζαπσαίοι (Άγιοι Απόστολοι), η Κερασιά, ακόμα και το Καστράκι, η Πόρτα κ.ά. από Τρικαλινούς, πού πήγαιναν εκεί με λαντώ ή άλλα μέσα της εποχής.

Μέσα σε κοφίνια είχανε τις σαρακοστιανές λιχουδιές, ταραμά, τουρσιά, ελιές, χαλβά, θαλασσινά, λαγάνες, σκόρδα και κρεμμύδια, και την απαραίτητη κεχριμπαρένια και πιπεράτη ρετσίνα μέσα σε νταμιτζάνες, γιατί, όπως έγραφε μια εφημερίδα της εποχής εκείνης, «ο βασιλεύς ταραμάς δεν χωνεύεται άνευ γενναίου οίνου…»!

Όσοι μένανε στην πόλη επιδίδονταν σε άγριο… γανοπόλεμο. Γανώνονταν όλοι, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες. Άλλοι με φούμο από μπουχαριά και φουφούδες, και άλλοι με λιγδιασμένη γάνα από παλιά τηγάνια και καπνισμένα τσουκάλια ή κατσαρόλες. Ακόμα και με χρώματα και λαδομπογιές, που αγοράζονταν από τα σιδηροπωλεία.

Όλοι γάνωναν και όλοι γανώνονταν. Να βγεις έξω στην πόλη την Καθαρή Δευτέρα ήτανε μεγάλο πρόβλημα. Έπρεπε πρωτίστως να φορέσεις τα πιο παλιά ρούχα που είχες. Γινόσουνα μαύρος σαν… αράπης, κίτρινος σαν… Κινέζος, πράσινος, γαλάζιος κ.ά. Πιότερο υπέφεραν οι γυναίκες και οι κοπέλες ιδιαίτερα, που γίνονταν ο στόχος όλων των γανωτήδων.

Γανωμένοι όλοι οι μασκαράδες συγκεντρώνονταν στα παντοπωλεία – ταβέρνες του Αγίου Κωνσταντίνου, του Καραμαλή, στα εξοχικά καφενεδάκια του σιδηροδρομικού σταθμού, στους Στρατώνες, κι’ αλλού και τραγουδούσαν, χόρευαν, έτρωγαν σαρακοστιανά κι’ έπιναν τσίπουρο και κρασί. Και όλοι τους λίγο ή πολύ ήτανε μεθυσμένοι.

Η… γκαμήλα σεργιάνιζε αδιάκοπα στους δρόμους και κομπανίες μασκαράδων χόρευαν, πείραζαν, αστειεύονταν και γάνωναν όποιον εύρισκαν μπροστά τους…

Όλα τα παντοπωλεία της πόλεως είχανε αραδιασμένα στο πεζοδρόμιο στη σειρά βαρέλια και γκαζοτενεκέδες με λογιών – λογιών τουρσιά και πάνω σε ξύλινους πάγκους κουτιά και δοχεία με χαλβά, ταραμά, κονσέρβες νηστήσιμες κι’ ένα σορό άλλα.

Αλλά το πιο εντυπωσιακό και συνάμα γραφικό θέαμα παρουσίαζαν κάθε Καθαρή Δευτέρα τα λαχανοπωλεία στα «Χασάπικα», την παλιά, δημοτική αγορά της πόλης μας, όταν ανοίγονταν σ’ αυτά τα δεκάδες μεγάλα και μικρά βαρέλια με τα λογιών – λογιών τουρσιά και το λαχανόζουμο, την περίφημη λαχαναρμιά που έπιναν άπληστα και με ιδιαίτερη ευχαρίστηση αρκετοί συμπολίτες, μασκαρεμένοι και μη, μέσα σε νεροπότηρα με μπόλικο κόκκινο πιπέρι.

Παραθέτω τις αναμνήσεις της Ευανθίας Παπακυριαζή, όπως δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Έρευνα» τον Μάρτιο του 1967:

«Τα ωραία μας Τρίκαλα, μικρά τότε σε έκτασι, έκλειναν το αποκριάτικο γλέντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό έως τον περίβολο της εκκλησίας του Αγ. Αθανασίου. Σαν είχες κέφι να βρεθής και συ μέσα στον πανζουρλισμό της αποκριάτικης Κυριακής, θάβλεπες τον οδοντογιατρό με το σκληρό κολάρο και το ημίψηλο στο κεφάλι να στέκει ολόρθος σε ένα στολισμένο με σερπαντίνες αμάξι, να βγάζει το δόντι ενός μασκαρά με την τανάλια, πατώντας τον τυχερό πελάτη του με το γόνατο στο στήθος, θα αντίκριζες την γριά καμπουριασμένη να γνέθει τη ρόκα της, έχοντας για σφοντύλι στο αδράχτι της ένα κρεμμύδι. Θα συναντούσες ένα μπουλούκι με βιολιά να πάνε τη νύφη στο γαμπρό, που σκούπιζε τα μάτια της με ένα μανδήλι πού το βουτούσε και τόστιβε μέσα σε ένα κουβά. Τόσα δάκρυα έχυνε, γιατί την πήγαιναν εκεί που δεν ήθελε, στον γαμπρό! Θάβρισκες ποιό κάτω το γαϊτανάκι, που το τύλιγαν και το ξετύλιγαν χορεύοντας και τραγουδώντας τα νιάτα. Θα ξεχώριζες τον αρχηγό με το πλατύγυρο χάρτινο καπέλο να κρατεί τη μαγκούρα για φοβέρα και τον δίσκο για την δεκάρα. Αργά και καμαρωτά θα αντίκριζες τη γκαμήλα, με το ασταμάτητα κινούμενο κεφάλι και τα λασπωμένα ανθρώπινα πόδια, να κτυπάει το κουδούνι για τον ίδιο σκοπό, θα είχες ακόμη την τύχη να ίδεις τον υποψήφιο βουλευτή να τον ακλουθούν οι οπαδοί του, να χαιρετά με το σκληρό καπέλο στο χέρι και τα γάντια όλους, να τάζει λαγούς με πετραχήλια, για να φωνάζουν άσπρο, άλλοι μαύρο και να τον σηκώνουν στα χέρια. Όλος αυτός ο ανθρώπινος χείμαρρος, ακολουθούμενος από τον παιδόκοσμο και τους διαφόρους άλλους μασκαράδες, που δεν άφηναν στο μπαούλο τραπεζομάντηλο, σεντόνι, κουρτίνα, φέσι, φουστάνι παλιό, κάπα με λαγκιόλια, τσαρούχια μα και δέρματα ακόμη ζώων, έφθαναν στον περίβολο του Αγίου Αθανασίου, το καθιερωμένο στέκι για τον αποκριάτικο χορό και εκεί χορεύανε με βιολιά και με τραγούδια, τις περισσότερες φορές νυχτοξημερώνονταν στις ταβέρνες πίνοντας και σπάζοντας. Όλα επιτρέπονταν, γιατί το απαιτούσε η τρελή αποκριά.

Η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω ήταν ένα τρελό για τότε ξεφάντωμα για τους μασκαρεμένους. Ημείς προσπαθούσαμε να εξασφαλίσουμε μια θέση σε ένα μπαλκόνι της οδού Ασκληπιού ή της τωρινής Κονδύλη, για να απολαύσουμε την παρέλαση αύτη την διασκεδαστική. Για μας ήτο αρκετό να πετάξουμε λίγο χαρτοπόλεμο, για να τρυγήσωμε λίγες ματιές άγνωστες ή κανένα τρελό χαιρετισμό κάποιου, που τον έκρυβε η μάσκα και υποκλίνονταν βαθύτατα μπροστά στο παράθυρο ή το μπαλκόνι, που ήταν φορτωμένα με νιάτα, νιάτα, πού για αυτούς ήταν άπιαστα».