Το δημοτικό τραγούδι είναι μια πηγαία έκφραση των συναισθημάτων του λαού. Ένα μέρος των τραγουδιών αυτών είναι τα κλέφτικα τραγούδια, που υμνούν την παλληκαριά, τη λεβεντιά, την ελευθερία, την περηφάνια, την περιφρόνηση στο θάνατο που έδειχναν οι κλέφτες. Τα Τρίκαλα αναφέρονται σε αρκετά κλέφτικα τραγούδια και τούτο οφείλεται στην επίκαιρη θέση που είχαν κατά την Τουρκοκρατία ως έδρα του Βαλή Ηπείρου & Θεσσαλίας.
Όπως αναφέρει ο Σπ. Ζαμπέλιος που είχε συγκεντρώσει 200 περίπου δημοτικά τραγούδια, τα περισσότερα από αυτά είναι κλέφτικα. Ο Ζαμπέλιος αναφέρει χαρακτηριστικά πως τα τραγούδια αυτά καταγράφουν «… τους αγώνας, τας νίκας δι’ων σπείρας της κατά των βαρβάρων κατακτητών αντιδράσεως, προετοίμασαν την Ελληνικήν Αναγέννησιν». Παράλληλα, τα τραγούδια αυτά προσλαμβάνονται από τους μελετητές και τους πρώτους λαογράφους του 19ου αιώνα ως ακραιφνή ελληνικά δημιουργήματα.
Θεωρείται, δε, ότι φέρουν όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού έθνους, λειτουργώντας ακόμα και ως «η πραγματική ιστορία της Ελλάδας από όταν σκλαβώθηκε», όπως αναφέρει ο φιλέλληνας Γάλλος συλλογέας του δημοτικού τραγουδιού Claude Fauriel.
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ
Ιδού ορισμένα αποσπάσματα αυτών των κλέφτικων τραγουδιών που αναφέρονται στα Τρίκαλα.
1ο – Ο Τόσκας
Εψές προψές επέρασα το κλέφτικο λημέρι
κι’ άκουσα που δασκάλευε Τόσκας τα παλληκάρια
παιδιά μην προσκυνήσητε σ’ αυτόν τον Δελβικότση
πούναι βαλής στα Τρίκαλα και βοεβόδας στη Λάρισα.
(Ο Τόσκας κατάγονταν από τον Όλυμπο ήταν αρματολός Γρεβενών και ήταν λήσταρχος τρομερός επί Αλή Πασά, σκοτώθηκε δε το 1809).
2ο – Χρήστος Τσάρας Μπαλωμένος:
Εγώμ’ ο Χρήστος ξακουστός, ο Χρήστος ξακουσμένος
μένα με ξέρουν τ’ Άγραφα, με ξέρουν τα βιλαέτια
έχω αδέλφια ξακουστά, αδέλφια αντρειωμένα
με ξέρουν και τα Τρίκαλα με ξέρουν και τα Χάσια.
μένα με ξέρ’ ο βασιλιάς, με ξέρει κι ο βεζίρης
εγώμ’ ο Τσάρας ξακουστός, ο Τσάρας Μπαλωμένος.
(Ο Χρήστος Τσάρας ήταν αδελφός του φημισμένου Νίκου Τσάρα και είχε και άλλον αδελφό τον Κων)νο).
3ο.– Ο Καταραχιάς:
Δεν είν’ ο περσινός καιρός δεν είναι ο Ταφίλ Μπούζης
φέτο το λεν Καταραχιά το λένε Καραμήτσο
το λεν παιδιά Τσαπόπουλα Δημήτρη και Γεωργάκη
Γράφουνε οι κλέφτες γράμματα στα Τρίκαλα τα στέλνουν
σε σέ κυρ Νάσο προεστέ σ’ εσάς κοτζαμπασήδες
να στείλητε την ξαγορά μια εκατοστή πουγκί άσπρα
να μη καούνε τα χωριά Φανάρι και Καρδίτσα
κι’ εμπούνε και στα Τρίκαλα και κάμωμέ σας σκλάβους.
4ο – Του Καταραχιά (1838)
Τρία πουλάκια κάθονται στη Λούτσα στα κριθάρια
τόνα τηράει τα Τρίκαλα το άλλο το Γαρδίκι
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέγει:
Νάταν η μέρα βροχερή κι’ η νύχτα χιονισμένη
που κίνησε ο Σεμσόμπεης να πάει στα Βλαχοχώρια
να πιάσει τον Καταραχιά και τ’ άξια του συντρόφια.
5ο – Του Καταραχιά:
Τρεις περδικούλες κάθονταν στην ράχη στα κριθάρια
η μια τηράει τα Τρίκαλα η άλλη προς την Λάρσα
κι η τρίτη η καλλίτερη μοιρολογάει και λέγει:
ακούστε μπρε Καταραχιά και σεις παιδιά του Τσάπου
σας πλάκωσε ο Σεμσόμπεης με χίλιους πεντακόσιους.
(Ο Καταραχιάς ήταν ανεψιός του Σαρακατσάνου Κατσαρού που ήταν αρματολός στον Ασπροπόταμο από το 1827 — 1836).
6ο – Κώστας και Δήμος Λάζος (Λαζαίοι):
Ήλιε μ’ τι βγήκες κόκκινος μαυραμελανιασμένος
εψές όντα βασίλευα και έγειρα στη ράχη
αγνάντεψα στα Τρίκαλα κι’ ανάμεσα στα Χάσια
άκουσα μαύρα κλάματα γυναικεία μοιρολόγια
πως κλαίν’ οι καπετάνισσες για τους καπεταναίους
πως κλαίει η μαύρη Κώσταινα το δόλιο της τον άντρα
στα Τρίκαλα τους πήγανε στες μούλες καβαλλάρους
στες μούλες και στα σίδερα και πισταγκωνιασμένους.
(Οι Λαζαίοι ήταν βλάχοι από το Βλαχολείβαδο Ολύμπου. Ο γέρο-Λάζος ο έξαρχος (1761—1770) είχε τέσσερα παιδιά μεταξύ των οποίων τον Κώστα και τον Δήμο).
7ο – Λιάκος Κόντουβας
Παιδιά να σιάστε τα σπαθιά γυαλίστε τα ντουφέκια.
ο Ίμήν Πασσιάς μας έρχεται, και θε να μας βαρέσει
θα λα μας πιάσει ζωντανούς για να μας παλουκώσει
τα παλληκάρια φώναζαν όλα με την αράδα
«Λιάκο μου μην τους σκιάζεσαι, στο νου σου μη τους βάνεις»
Κι’ ο Λιάκος όλο αγνάντευε στον κάμπο του Τρικάλου.
8ο – Των Ψειραίων:
Ποιος είδε τους περήφανους, ποιος είδε του Ψειραίους;
Σε τι χωριό απέρασαν, σε τι τόπο κονεύουν;»
«Εμείς εψές τους είδαμε, μέσα στη Ντεμενίτσα,
οπού ‘χαν σκόρπια τα παιδιά, σκόρπια τα παλικάρια».
Σαν πήγαν και τους βρήκανε, μια μπαταριά τους ρίχνουν
και ζωντανούς τους έπιασαν, στα Τρίκαλα τους πάνε.
Στα Τρίκαλα τους έσφαξαν τους τρεις μες το παζάρι,
κομμένο το κεφάλι τους κι γλώσσα ματωμένη,
ψιλή φωνίτσα έβγαλαν, ψιλή λαλίτσα βγάνουν.
(Οι αδελφοί Ψειραίοι δρούσαν στα Χάσια άλλοτε σαν αρχηγοί κλεφτών και άλλοτε αρματολών, τους πρόδωσε ο Μαντζαφλάρας για να πάρει το αρματολίκι αλλά και αυτός εις ανταμοιβή της προδοσίας του δολοφονήθηκε απ’ τους Τούρκους).
9ο – Του Δημάκη (1770)
Ένας πασάς διαβαίνει κι’ άλλος έρχεται
στα Τρίκαλα πηγαίνουν μεσ’ τον κασαμπά
γυρεύουν τους γερόντους από τα Τρίκαλα
γυρεύουν τον Δημάκη απ’ τ’ Ασπροπόταμο
αυτός τρέχει και πιάνει τα ψηλά βουνά
στου Κρίκη τα σαράγια μες το Μέτσοβο.
(Ο Δημάκης ήταν αρχιπροεστός Ασπροποτάμου αντίπαλος του Τρικκαίου αρχιπροεστού των Τρικάλων, Κατά το 1770 που έγιναν οι πρώτες σφαγές και αρπαγές στη Θεσσαλία, ο Δημάκης πήγε στο Μέτσοβο, αλλά οι Τούρκοι που τον θεωρούσαν συνεργάτη των επαναστατών μόλις επέστρεφε στα Τρίκαλα τον σκότωσαν με το γιό του. Κατάγονταν από το Χαλίκι και οι εγγονές του ήταν η μεν μητέρα του Ιωάννη Κωλέττη πρωθυπουργού της Ελλάδος, η δε του Γεωργίου Τουρτούρη και η τρίτη του υποστρατήγου Χριστοδούλου Χατζηπέτρου).
10ο – Η ενέδρα
Εκίνησαν χαρούμενα τα τέσσερα τ’ αδέλφια
κι’ επήγαν κατά τ’ Άγραφα πέραν απ’ τοπ ποτάμι
κι’ εκεί σε ,μια κρυόβρυση, κρύα καταπαγωμένη
εκάτσαν κ’ έξουσηστήκαν και στο γυαλί τηριώνται
τήρα κεφάλια στρογγυλά, τήρα μουστάκια μαύρα
τι πρέπουν για τα Τρίκαλα, τί πρέπουν για την Λάρσα
τι λες μωρέ μικρέ ζουρλέ, τι λες μωρέ κεφάλι;
φωτιά να μπει στα Τρίκαλα και Λαύρα μεσ’ τη Λάρσα
μπροστά στα κεφαλάκια μας τα μορφοκαμωμένα
το λόγο δεν απόσωσαν, το λόγο δεν απόειπαν
κι’ έπεσε μαύρη μπαταριά κι’ οι τέσσερες στον τόπο
και τα κεφάλια των κλεφτών τα κρέμασαν στη Λάρσα.
11ο – Ελεύθερος Κλέφτης
Πέτρα σε πέτρα έτρεχα λιθάρι σε λιθάρι
για ναύρω σύντροφον καλόν, άξιον κι’ εμπιστευμένον
σαν το τουφέκι που βαστώ, σαν το σπαθί που σέρνω
τον εύρηκα τον πίστεψα, σαν αδελφόν τον είχα
και το σκυλί με επρόδωσεν εις των Τουρκών τα χέρια
μ’ επιάσανε, μ’ εδέσανε, στα Τρίκαλα μ’ επήγαν
και μ’ έβαλαν στα σίδερα όσο να με κρεμάσουν
την αλυσίδαν έκοψα, τη σιδεριά τσακίζω
και πέφτω κάτου στην αυλή και τρέχω και πηδάω
κι’ ό ήλιος με εξαγνάντιψε στα πρώτα μου λημέρια.