Ένα «τρίπτυχο» δημοσιογραφικής παρουσίας
ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΡΔΑΛΗΣ: Ο αγωνιστής
ΛΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ: Ο πνευματώδης
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ: Ο ευαίσθητος
Μια σκιαγράφησή τους, απ’ τον ΘΥΜΙΟ ΛΩΛΗ
Προλογικά
Σε μια πόλη, που έχουν καταμετρηθεί 115 τίτλοι εφημερίδων και περιοδικών, μετά την απελευθέρωσή της απ’ τους Τούρκους μέχρι σήμερα, και επί δεκαετίες μετά τον πόλεμο και την κατοχή διατηρεί μόνιμα σχεδόν πάνω από δύο καθημερινές εφημερίδες – και σήμερα τέσσερες – είναι φυσικό κι επόμενο, να έχει δημιουργηθεί μια μεγάλη παράδοση στο χώρο του τύπου. Που σηματοδοτούν τα έντυπα, αλλά και οι άνθρωποι, οι οποίοι μοχθούν μέρα – νύχτα για να διατηρούν τα Τρίκαλα, αυτή την αξιοζήλευτη και απλησίαστη, για πολλές άλλες πόλεις του Ελλαδικού χώρου, θέση σ’ ένα τόσο καίριο για το πολιτιστικό μας επίπεδο, χώρο.
Η ιστορία του Τρικαλινού τύπου είναι και μεγάλη και πολυκύμαντη. Όπως εντυπωσιακή και η παρουσία δημοσιογράφων που την δημιούργησαν. Από την εποχή που ο Ευθύμιος Οικονομίδης εξέδωσε στα απελευθερωμένα λίγους μήνες πριν τον «Φάρο του Ολύμπου» (19 Σεπτεμβρίου 1881), από τότε που ο 16χρονος Ιωάννης Γ. Θεοδωρόπουλος κυκλοφόρησε την «Αναγέννηση» (Ιανουάριος 1893), και οι αδελφοί Λεωνίδας και Τάσος Κλειδωνόπουλος, πραγματοποίησαν την εμφάνιση του «Θάρρος» (2 Οκτωβρίου 1908), μέχρι και σήμερα, παρήλασαν από τα δημοσιογραφικά γραφεία εκατοντάδες άνθρωποι, που παράλληλα με την εξασφάλιση ενός επαγγέλματος, φιλοδόξησαν (οι περισσότεροι) να προσφέρουν την δική τους (μικρή ή μεγάλη, άσχετα) υπηρεσία στην κοινωνική εξέλιξη αυτού του τόπου. Δεν είναι εύκολη η καταγραφή. Όμως αξίζει μια μικρή απόπειρα προσέγγισης τριών ανθρώπων των Τρικαλινών εφημερίδων, που πολύ πρόσφατα άφησαν ένα δικό τους δείγμα δημοσιογραφικής γραφής, αλλά και γενικότερης κοινωνικής συμπεριφοράς, δημιουργώντας, για τα μάτια ενός συναδέλφου, που τους έζησε λίγο – πολύ από κοντά, ένα «τρίγωνο», που στη μια του γωνιά μπορεί να τοποθετηθεί ο δημοσιογράφος – λαϊκός αγωνιστής, στην άλλη ο χρονογράφος με το λεπτό χιούμορ και στην τρίτη ο συντάκτης μιας ευαίσθητης προσέγγισης της ζωής.
Υπάρχουν πάρα πολλοί επώνυμοι πια Τρικαλινοί δημοσιογράφοι, που ο καθένας τους θα μπορούσε να αξιολογηθεί περισσότερο και καλύτερα από τους τρεις – αείμνηστους πια – συναδέλφους, που επιχειρείται σε τούτο το σημείωμα, η σκιαγράφησή τους. Μια παλιότερη όμως αναφορά και η «διαφορετικότητα» του καθένα τους, ίσως να δικαιολογήσουν τούτη μου την επιλογή στα πρόσωπα του Αλέκου Κορδαλή, του Λάκη Κυριακού και του Αποστόλη Μπακοβασίλη. Με όσες ατέλειες και παραλείψεις, είναι βέβαιο, ότι δημιουργεί η αναγκαιότητα του μικρού χώρου και η στενότητα του λίγου χρόνου. Αλλά με την πεποίθηση πως αυτή η τριάδα των νεώτερων Τρικαλινών δημοσιογράφων καλύπτει, με την έντονη παρουσία της, την πολυτάραχη εποχή του πολέμου και της κατοχής, και μετέπειτα τις μέρες, που οι Τρικαλινοί προσπαθούσαν να κλείσουν τις πληγές ενός εμφύλιου. Επισημαίνοντας, τέλος, προλογικά και την συγκυρία, πως και οι τρεις τους ξεκίνησαν τη δημοσιογραφική τους καριέρα από την ίδια τοπική εφημερίδα, την «Αναγέννηση» για να εξελιχθούν πολύ σύντομα, ο μεν πρώτος σε διευθυντή της «Ελευθέρας Γνώμης» (πρώτα) και των «Τρικαλινών Νέων» (έπειτα) οι δε δύο άλλοι σε διευθυντές της εφημερίδας «Η Έρευνα».
ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΡΔΑΛΗΣ: Ο δημοσιογράφος – λαϊκός αγωνιστής
Ο Αλέκος Επαμ. Κορδαλής βρέθηκε, ώριμος νέος πια, απ’ τα ψηλά της Πίνδου, όπου γεννήθηκε, στα «χαμηλά» της δημοσιογραφικής πρακτικής, που ήθελε τα γραφεία και τα τυπογραφεία των τοπικών εφημερίδων να στεγάζονται, μέχρι και πριν μερικά χρόνια, σε ανήλιαγα υπόγεια. Έτσι στην πενηντάχρονη και πάνω δημοσιογραφική του καριέρα, άλλαξε τρία υπόγεια και πέθανε, όταν η εφημερίδα, που δημιούργησε και διηύθυνε, βγήκε στην επιφάνεια της Τρικαλινής γης! Όμως ποτέ του δεν έπαψε να στοχεύει από εκεί μέσα, ν’ ανεβάσει τον κόσμο λίγο ψηλότερα. Και η προσφορά του είναι διπλή: Και ως δημοσιογράφου, αλλά και ως ενεργού κι επώνυμου μέλους της εθνικής μας αντίστασης. Οι λαϊκοί αγώνες του Αλέκου Κορδαλή, και με την πένα και με το όπλο, του εξασφάλισαν μια αναμφισβήτητα ευρύτερη κοινωνική καταξίωση. Αφού σ’ όλη του τη ζωή αγωνιζόταν μέσα στο λαό και μαζί με το λαό. Που του ανταπέδωσε, πέρα απ’ την εκτίμησή του και τοποθέτησή του στο βάθρο ενός θρύλου του αντιστασιακού αγώνα, κάνοντάς τον και τραγούδι, που για χρόνια αντηχούσε στα γύρω βουνά, τον καιρό που η καρδιά της ελληνικής περηφάνειας ανέπνεε στο καθαρό οξυγόνο τους. Δουλεύοντας χρόνια κοντά του, σχημάτισα την εντύπωση πως είχα να κάνω με ένα ακαταπόνητο έργο της πένας, που έγραφε με τις ώρες, αλλά και μ’ ένα μετριόφρονα λαϊκό αγωνιστή, που απέφευγε όμως συστηματικά να μιλά για τη δράση του.
Στη δημοσιογραφική δουλειά, η απλότητα της γραφής έβαζε τη δική της σφραγίδα στα κείμενά του, και η προσήλωσή του στην ορθογραφία του Σχολαρχείου ήταν σχεδόν παροιμιώδης. Δεν του ξέφευγε τίποτα και δεν επέτρεπε την παράλειψη, ούτε της υπογεγραμμένης. Σωστό ζωντανό ορθογραφικό λεξικό. Όμως πιο πολύ τον χαρακτήριζε η αγάπη του για τους νέους λογοτέχνες ή ποιητές, που φιλοδοξούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους απ’ τις στήλες της εφημερίδας, και αφιέρωνε ώρες διαβάζοντας ή διορθώνοντας τα πρωτόλειά τους. Προσπαθούσε να μην απορρίψει κανένα.
Ο Αλέκος Κορδαλής γεννήθηκε το 1909 στη Μεσοχώρα και αποφοίτησε απ’ το Σχολαρχείο της πόλης μας, το 1927. Υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως Γραμματέας της Αγροφυλακής Τρικάλων, αλλά από το 1928 άρχισε να δημοσιογραφεί, στέλνοντας ανταποκρίσεις από το χωριό του, στις τοπικές εφημερίδες. Κι αυτό στάθηκε ο μοιραίος δεσμός για την παραπέρα επαγγελματική σταδιοδρομία. Και μετά την κατοχή, από το 1945 έγινε επαγγελματίας δημοσιογράφος, συντάκτης πρώτα στο «Θάρρος» και από το 1947 στην «Αναγέννηση» τις δυο παλιότερες Τρικαλινές εφημερίδες, που δεν κυκλοφορούν σήμερα.
Από το 1954 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Ελευθέρα Γνώμη» και έπειτα από 10 χρόνια, το 1964, υπήρξε συνεκδότης και διευθυντής της εφημερίδας «Τρικαλινά Νέα». Σ’ όλη του αυτή τη δημοσιογραφική πορεία, μισού περίπου αιώνα, ο Αλέκος Κορδαλής καταπιάστηκε πετυχημένα με πολλά είδη γραφής: την είδηση, το σχόλιο, το άρθρο, την έρευνα, το χρονογράφημα. Μα εκείνο, που τον καθιέρωσε πιο πολύ, ήταν η σχεδόν καθημερινή προσωπική του στήλη με τον τίτλο «Σε λίγες γραμμές», που υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Άργος», το όνομα δηλαδή του πιστού σκύλου του Οδυσσέα, που τάβλεπε όλα. Και πράγματι δεν του ξέφευγε τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν στον Τρικαλινό περίγυρο, δίνοντας έτσι και το στίγμα της τοπικής επικαιρότητας, μ’ ένα ιδιότυπο και χαρακτηριστικό λεκτικό τρόπο, που λίγο – πολύ θύμιζε Αδαμάντιο Κοραή – βάζοντας δηλαδή το ρήμα στο τέλος κάθε φράσης. Αυτές τις «Λίγες γραμμές» έγραφε και μετά τη συνταξιοδότησή του το 1978, αλλά και λίγες μέρες πριν τον απροσδόκητο θάνατό του, στις 5 Ιουλίου 1982.
Και να ένα μικρό απόσπασμα απ’ τις στερνές «Λίγες γραμμές» του, που δημοσιεύτηκαν στα «Τρικαλινά Νέα» της 25ης Ιουνίου 1982, δέκα δηλαδή μέρες πριν εγκαταλείψει την επίγεια ζωή:
«Στούς πιό ζεστούς μήνες τού καλοκαιριού μπήκαμε. Στούς μήνες αυτούς, πού τό πυροφόρο του ήλιου άρμα τόσο χαμηλά πάντα μας βρήσκεται καί μέ τή λάβα του μάς έξουθενώνει. Πού ή θερμοκρασία όλο καί πιό πάνω ανεβαίνει καί στόν άνυπόφορα καί βασανιστικό καύσωνα θά φθάσουμε. Πού καί τά πιό δροσερά στέκια, φωτιά καί λάβα αποπνέουν. Πού οί τοίχοι των τσιμέντινων πολυκατοικιών καί τής βεράντας τά μάρμαρα, σέ ύπεθερμαίνουν. Ευτυχισμένοι όσοι βρήσκονται καί θά βρεθούν στίς δροσερές άκρογυαλές καί μέ τό κύμα παίζουν καί από τόν μπάτη άπαλό χαϊδεύοντας. Καί μακάριοι είναι όσοι τά γραφικά ορεινά μας θέρετρα έπιασαν καί κάτω από τόν έλατο καί τό πεύκο δροσίζονται κι όσοι στήν πυραθολούμενη πόλη παραμένουν είρωνεύοντας».
Και συνεχίζοντας καταγράφει τα θέρετρα του Νομού μας, αλλά και πιο κάτω τα εξοχικά και τα καφενεία της πόλης και της περιοχής, που δεν υπάρχουν πια. Αξιολογώντας κανένας σήμερα αυτές τις – έστω πρόχειρες κι αποσπασματικές – καθημερινές αναφορές, μπορεί να πει ότι αποτελούν πλούτο ιστορικών και παραδοσιακών στοιχείων, πολύτιμων για κάθε μελετητή και συγγραφέα της τοπικής μας ιστορίας.
Όμως, η δημογραφική παρουσία του Αλέκου Κορδαλή στάθηκε παράλληλη με την έντονη κι επώνυμη παρουσία του, στην οργανωμένη ένοπλη αντίσταση του λαού μας κατά των κατακτητών. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τον βρήκε υποψήφιο της Σχολής Ευελπίδων. Υπηρέτησε στο στρατό ως έφεδρος υπολοχαγός πεζικού και διοικητής λόχου και πέρασε από τους πρώτους στην εθνική μας αντίσταση κάνοντας την εμφάνισή του στις αντάρτικες ομάδες στα βουνά της περιοχής μας, πρώτα με την ομάδα του Γεωργίου Κωστόπουλου και μετά τον αφοπλισμό της, από το 1942, στον ΕΛΑΣ, με το αξίωμα του λοχαγού. Έτσι, ζωσμένο με φυσεκλίκια και πάνω σ’ άλογο, τον θυμούνταν για πολλά χρόνια μετά οι κάτοικοι της ορεινής μας υπαίθρου. Η δράση του ενέπνευσε και την λαϊκή αντάρτική μούσα – αν μπορεί να χαρακτηρισθεί έτσι – με το παρακάτω τραγούδι, που αντηχούσε κάποτε στα γύρω βουνά:
Κατέβηκε ο «Κόζιακας»
Ψηλά απ’ τα βουνά
παρέλαση να κάνει
με τα ανταρτικά.
Διάλεξε παιδάκια
με μάτια γαλανά
που ξέρουνε και πολεμάν
για την ελευθεριά.
Θέλουμε τον «Κόζιακα»
«Μουριά» και τον Κοραή,
τον φίλο μας τον Φούντα
κι Αλέκο Κορδαλή.
Όλοι τους οι παραπάνω υπήρξαν καπεταναίοι στον ΕΛΑΣ στην περιοχή μας. Κι ανάμεσά τους και ο δημοσιογράφος, που δικαιολογημένα θαρρώ του προσδίδεται και ο τίτλος του λαϊκού αγωνιστή με την πένα και το τουφέκι….
ΛΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ: Η δύναμη της καλής σάτιρας
Εκείνο, που χαρακτηρίζει πιο πολύ τη δημοσιογραφική παρουσία του Λάκη Κυριακού, ήταν η έμμετρη σάτιρα, το πηγαίο χιούμορ και η σκωπτική θεώρηση των σοβαρών πραγμάτων.
Ένα είδος δημοσιογραφίας, που περνούσε τη δική της κριτική, στα γεγονότα και τις κοινωνικές καταστάσεις. Και μια ευχάριστη, θάλεγε κανένας σοβαρότητα, που έκανε την αυστηρή κριτική πηγαίο γέλιο. Αφού έδινε μέσα σε δυο γραμμές ότι άλλοι θα ήθελαν ολόκληρες σελίδες για να αναπτύξουν. Κι αυτό ήταν το αναμφισβήτητο ταλέντο του Λάκη. Χάρη στο οποίο έγραψε μια αξιοζήλευτη πνευματική και κοινωνική πορεία, πάντα μέσα απ’ την δημοσιογραφική παρουσία, μιας τριακονταετίας και πλέον. Είχε τη δύναμη να περνά τα μηνύματά του, όχι απ’ τη γέφυρα της σοβαροφάνειας, αλλά με τα ευχάριστα σκαλοπάτια των τετράστιχων και των «Σκίτσων της ζωής», που έγραφε παλιότερα στην «Αναγέννηση» και μετέπειτα στην «Έρευνα», με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο «Πόκο Μόκο».
Όμως έτσι όπως εμφανίζονταν απ’ τις στήλες της εφημερίδας, ήταν και στη ζωή του. Και με τη χιουμοριστική και φιλοσοφημένη θεώρησή της κατόρθωνε να ξεπερνά τα όποια μειονεκτήματα του δημιουργούσε ο εκ γενετής ραχιτισμός του. Ο Λάκης Κυριακός, με ευρύτερη μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια, απέπνεε αγάπη και σεβασμό γύρω του. Κι ήταν περιζήτητος στις παρέες και για το χιούμορ, αλλά και για την ορθοφροσύνη του πάνω στα καυτά κοινωνικά προβλήματα και τα επίκαιρα πολιτικά γεγονότα.
Υπήρξε, στην κυριολεξία, ένα περιζήτητο και καθαρό μάτι της Τρικαλινής νύχτας, που φώτιζε τα πράγματα, είδε και κατέγραψε πολλά. Και μέσα από ένα αλλιώτικο πρίσμα. Γι’ αυτό και θεωρείται ως πρωτοπόρος στο είδος της σατυρικής δημοσιογραφίας για τα Τρικαλινά δεδομένα. Ένας Τρικαλινός ίσως Σουρής. Που καθημερινά, αλλά ιδιαίτερα με τις αμίμητες πρωτοχρονιάτικες παρλάτες του, πετύχαινε βαθιά τομή στην τοπική μας επικαιρότητα και κοινωνία.
Ο Λάκης Κυριακός, ήταν ο δευτερότοκος γιός του συμπολίτη μας συμβολαιογράφου Αναστασίου Κυριακού. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1926 κι αποφοίτησε απ’ το Γυμνάσιο της πόλης μας. Και πέθανε στην Αθήνα, στις 25 Μαρτίου 1980, σε ηλικία 54 χρόνων. Αφού επί 14 ολόκληρα χρόνια νοσηλεύονταν σε νοσοκομείο νοσημάτων θώρακος της πρωτεύουσας. Κι από εκεί μέσα, έστελνε και τις τελευταίες – μα πάντα εμπνευσμένες εργασίες του, ποιητικές ή χρονογραφικές. Η αρρώστια μπορεί να τον καθήλωσε για πολύ στο κρεβάτι, δεν μπόρεσε όμως να παγιδεύσει και το σπινθηροβόλο πνεύμα του. Ούτε να τον απομακρύνει, νοερά τουλάχιστον, απ’ τα αγαπημένα του Τρίκαλα. Στους δρόμους των οποίων τριγυρνούσε αθέατος, πολλές φορές, με το αυτοκίνητο φίλων του, φορτωμένος την μποτίλια οξυγόνου, απαραίτητη για το αναπνευστικό πρόβλημα του ραχιτισμού. Η πόλη αυτή, ήταν η μεγάλη του αγάπη. Κι αυτή τον στήριζε στην πετυχημένη του προσπάθεια να ξεπερνάει το πρόβλημα, με το οποίο η μοίρα τον σημάδεψε. Δείχνοντας, μέχρι την τελευταία του πνοή, την ψυχική δύναμη και τον ρεαλισμό, με τον οποίο αντιμετώπιζε τα πράγματα. Ήταν, θάλεγε κανένας, ένας μικρός το δέμας γίγαντας της ψυχής, του πνεύματος και της πένας.
Παραθέτοντας ένα δείγμα της ποιητικής, σατυρικής και σοβαρής δημοσιογραφικής δουλειάς του Λάκη Κυριακού, πιστεύω πως πείθει για το πηγαίο του ταλέντο, που το καθιέρωσε στην κοινωνία και τη δημοσιογραφία. Σημειώνοντας ότι κατά τραγική σύμπτωση, την ημέρα που άφηνε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο της Αθήνας, στην εφημερίδα του, την « Έρευνα» δημοσιευόταν το τελευταίο τετράστιχο, που είχε γράψει 48 ώρες πριν. Το τιτλοφορούσε «Ο Θεσσαλός βάρδος του ’21, Ρήγας ο Βελεστινλής», μια και θα δημοσιευόταν ανήμερα της επετείου της εθνικής μας παλιγγενεσίας.
Στο σάλπισμα, αντήχησαν βαρειά τα καρυοφύλια
κι ο Θούριος σαν έγινε φωτιάς τραγούδια χίλια,
κι αν έχυσες το αίμα σου ως τις στερνές σταγόνες
ο σπόρος όπου έσπειρες, βλαστάνει στους αιώνες.
Όμως το Λάκη Κυριακό χαρακτήριζε πιο πολύ ο σατυρικός κι έξυπνος στίχος. Όπως το ποίημά του για τις Απόκρεω, με τον τίτλο «Ξεφάντωμα»:
«Με τρέλλας ξεφαντώματα
κι εφέτος ξεπροβάλλει
στον κόσμο του ταλαίπωρο,
ξανά το καρναβάλι.
Κι από την Πάτρα, τη γνωστή
ως τ’ ακουστό, το Ρίο,
μασκαραλίκια γίνονται
με κέφι και με μπρίο.
Με τέτοια ξεφαντώματα
περνούν αυτές οι νύχτες
κι αν έχεις, εργαζόμενε
σκοτούρες, τώρα πνίχτες.
Φοράς τη σκούφια σου στραβά,
χορεύεις και μια γύρα
και λες ότι ωργίασες,
με δυό μπουκάλια μπύρα.
Και τέλος απ’ το φύλο της 21ης Φεβρουάριου 1964, της « Έρευνας» κάτι πολιτικό και διαχρονικά επίκαιρο. Τίτλος του ο «Θεοδωράκης»:
Με τους άλλους τους πατέρες
που ψηφίστηκαν πολύ
και ο Μίκης Θεοδωράκης
θα εισέλθει στη Βουλή.
Με καϋμούς και με τραγούδια
και με τέχνη ζηλευτή,
συγκεντρώθηκαν οι ψήφοι
και τον βγάλαν βουλευτή.
Κι απ’ το βήμα της Βουλής μας
με μπουζούκια και βιολιά
θα γνωρίσουν νέες δόξες
τα στενά του Σακαφλιά.
Ολοκληρώνοντας αυτήν τη σκιαγράφηση της δημοσιογραφικής δουλειάς του Λάκη Κυριακού, σημειώνω ότι επί πολλά χρόνια εξέδιδε την σατιρική εφημερίδα «Ο φανός», που γίνονταν ανάρπαστη κάθε Πρωτοχρονιά.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ: Μια πολύπλευρη ευαισθησία
Αν η μορφή του αγωνιστή της εθνικής αντίστασης ήταν η άλλη όψη της δημοσιογραφικής καριέρας του Αλέκου Κορδαλή κι αν η δύναμη του πηγαίου σατυρικού λόγου (πεζού και έμμετρου) καθιέρωσε τον Λάκη Κυριακού στην τοπική δημοσιογραφία, η ευαισθησία, σ’ όλες της τις πτυχές και εκφράσεις, στάθηκε το χαρακτηριστικότερο στοιχείο, στη δημοσιογραφική παρουσία – αλλά και όλη του τη ζωή – του Απόστολου Μπακοβασίλη. Αφού, μέσα στην καθημερινότητα και το άγχος του δημοσιογράφου, εκείνος έβρισκε πάντοτε την ευκαιρία να μετουσιώσει σε ποίηση ή σε ευαίσθητο λόγο, πράγματα και καταστάσεις της επικαιρότητας, αλλά και των διανθρώπινων σχέσεων. Είναι δύσκολο να προσδιορίσει τώρα κανένας, τι και ποιο ποιητικό έργο – παράλληλα με τη δημοσιογραφική του δουλειά – θα είχε αφήσει ο φιλοσοφημένος, ο ρομαντικός κι ο ευαίσθητος αυτός άνθρωπος, αν η σκληρή μοίρα, δεν του έκοβε το νήμα της ζωής, τόσο γρήγορα και τόσο ανεπάντεχα, εκείνο το απόβραδο της 20ης Αυγούστου 1973, σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα κοντά στον Παραπόταμο, ένα γεγονός που συγκλόνισε πριν 30 περίπου χρόνια την Τρικαλινή κοινωνία κι όχι μόνο. Σαν συνάδελφος, στα πρώτα μαθήματα, αλλά και σαν φίλος του, έζησα όλο το μεγαλείο της ευαίσθητης ψυχής του, μιας ευαισθησίας και φιλοσοφίας που είχε κάνει βίωμα και πράξη ζωής.
Κι αν σ’ αυτό το αίσθημα, που πλημμύριζε τη σκέψη του και καθοδηγούσε την πένα και τις πράξεις του, προσθέσει κάποιος και μια επαγγελματική ευαισθησία, έχει την ολοκληρωμένη μορφή ενός λεπτού ανθρώπινου χαρακτήρα και του πληθωρικού δημοσιογράφου, που έδινε έντονη καθημερινή παρουσία στην τοπική επικαιρότητα.
Και βέβαια δεν έχω το δικαίωμα ούτε, άλλωστε, είναι στις προθέσεις μου να παραβιάσω ανοιχτά μυστικά ή να αναπαλαιώσω κάποιες δύσκολες στιγμές του Τρικαλινού δημοσιογράφου. Όμως ένα απ’ τα ανέκδοτα ποιήματα του – απ’ τα τόσα που έγραψε σε κάποια περίοδο της πιο όμορφης για αυτόν δοκιμασίας, νομίζω ότι αναδεικνύει την προσωπικότητα του Απόστολου Μπακοβασίλη και ρίχνει φως σ’ ότι άφησε πιο πολύτιμο, φεύγοντας τόσο γρήγορα απ’ τη ζωή. Το τιτλοφορεί «Δίπτυχο» και θα μπορούσε νάναι αφιερωμένο από ένα Ρωμαίο σε μια Ιουλιέττα, δίχως χρονικά καλούπια και προσδιορισμούς:
Η μέρα σιγά παραδέρνει
στο δείλι που ’ρχεται και να,
προβάλλουν δυο μάτια αιθέρια
καθάρια, γλυκά, φωτεινά.
Αγάπη, γλυκειά, σε προσμένω
νάρθεις και στηλώνω ομπρός
στου ήλιου τις αχτίδες μου φτάνει
των δυό των ματιών σου το φως.
Απόψε ένα γύρο θα κάνω
στης νύχτας την μαύρη ερημιά
κι αγάπης τραγούδια θα ψάλω
σε σένα μικρούλα, ξανθιά.
Λουλούδια, ανοιξιάτικα κάλλη
σε σένα θα στείλω πολλά
μονάχη να πλέξεις στεφάνι,
στεφάνι, του γάμου χαρά.
Μια χαρά που ήλθε τελικά, αλλά δεν κράτησε πολύ, με τον τραγικό θάνατό του.
Ο Απόστολος Μπακοβασίλης γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1927 σε συνοικισμό του Δήμου μας, το Φλαμούλι, και αποφοίτησε το 1945 από το Γυμνάσιο Τρικάλων. Εμφανίστηκε στη δημοσιογραφία το 1953 από τις στήλες της «Αναγέννησης», όπου εργάστηκε μέχρι το 1958, χρονολογία που, μαζί με τους συναδέλφους του Λάκη Κυριακό και Λάμπρο Κατσιάμπα, πήραν την υπευθυνότητα της έκδοσης και τη διεύθυνση της εφημερίδας «Έρευνα». Χειρίζονταν με πολύ άνεση τον γραπτό λόγο και μαζί με τη δημοσιογραφία και την ποίηση τον διέκρινε και το πάθος για το κυνήγι. Έτσι. που, αν δεν βρισκόταν στο γραφείο ή το σπίτι του, ασφαλώς τριγύριζε σε κάποια εξοχική περιοχή, με το δίκαννο στο χέρι. Και τα αισθήματα και τις σκέψεις να τρέχουν αχόρταγα μαζί του. στον καθαρό αέρα της υπαίθρου. Άλλωστε, στο χόμπι του για το κυνήγι βρίσκεται και η αφορμή του τραγικού του θανάτου, που διέκοψε βίαια μια λαμπρή δημοσιογραφική πορεία κι έσπασε με σκληρότητα μια ευαίσθητη ανθρώπινη χορδή, στο πρόσωπο του 46χρονου μόλις Απόστολου Μπακοβασίλη.
Θα κλείσω αυτό το σημείωμα μ’ ένα ακόμα ανέκδοτο τετράπτυχο του, ίσως λίγο – πολύ προφητικό.
… Και στο πανί εγύριζε γοργά – γοργά η ταινία
και στον καθένα σκόρπιζε βαρειά μελαγχολία
γιατί δυό νιοί, που είχανε τρελλά αγαπηθεί
η μοίρα τους, τους πρόσταζε αμίλητα τη σκληρή
να χωριστούν για πάντα.
Για την αντιγραφή: Σ.Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ