Δήμος Τρικκαίων

Τα υδραυλικά έργα της εταιρείας Μπουτ στην περιοχή Τρικάλων

30 Ιουνίου 2022

Ήδη από τον 19ο αιώνα την κυβέρνηση Τρικούπη απασχολούσε το θέμα των υδραυλικών έργων στη Θεσσαλία, από τα οποία θα προέκυπτε μεγάλη ωφέλεια για τη γεωργία.

Τον Μάϊο του 1889 η εφ. «Ακρόπολις» αναγγέλλει ότι οι σχετικές μελέτες έχουν ήδη τελειώσει και ότι «εισήχθη εσχάτως εις την Βουλήν και εψηφίσθη ο οικείος νόμος», έτσι ώστε συντόμως αναμένεται η έναρξη του πρώτου έργου στην περιοχή του Ζάρκου, τη δαπάνη του οποίου θα προκαταβάλει ο γαιοκτήμονας Χριστάκης Ζωγράφος με ευνοϊκούς για το δημόσιο όρους. Κατά την εφ. «Ακρόπολις» ο Ζωγράφος θα δαπανούσε 230.000 δρχ. ποσό που το δημόσιο θα του το επέστρεφε σε 7 χρόνια, σε δύο δόσεις και χωρίς τόκο.

Η σχετική σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, παρουσία του X. Τρικούπη και του Υπουργού Εσωτερικών Στ. Δραγούμη και του δικηγόρου Ν. Φιλάρετου, πληρεξούσιου του Ζωγράφου, υπογράφτηκε στις 27 Μαΐου 1889. («Ακρόπολις» 28-5-1889)

Η καταψήφιση της κυβέρνησης Τρικούπη, τον Οκτώβριο του 1890, είχε ως συνέπεια να ματαιωθούν τα έργα. Μάλιστα ο εργολάβος Πετρόχειλος, στον οποίο η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αναθέσει την εκτέλεση των υδραυλικών έργων Θεσσαλίας, απαίτησε αργότερα από το δημόσιο να του δοθεί αποζημίωση. («Ακρόπολις» 17-6-1901)

Το 1900 η κυβέρνηση Θεοτόκη υπέβαλε στη Βουλή νομοσχέδιο για σύσταση επιτροπής προς μελέτη των υδραυλικών έργων Θεσσαλίας. Προς εξεύρεση πόρων επιβλήθηκε στα δημητριακά, τα μεταφερόμενα εκτός της Θεσσαλίας ή τα εξαγόμενα στο εξωτερικό, φορολογία ¼ του λεπτού κατ’ οκά , στα καπνά, τα εξαγόμενα ή μεταφερόμενα σε άλλες αγορές 1 λεπτό κατ’ οκά και στα εμπορεύματα, τα εισαγόμενα από το εξωτερικό στη Θεσσαλία 2%.

Η φορολογία αυτή διατηρήθηκε επί χρόνια. Οι Κυβερνήσεις έρχονταν και παρέρχονταν αλλά η επαχθής φορολογία του ΠΑΣ (Πανθεσσαλικός Αναγκαστικός Συνεταιρισμός) παρέμενε. «Τι είδους εφεύρεση είναι ο περίφημος αυτός Οργανισμός του ΠΑΣ; Εισπράττει εκατομμύρια και δεν κάμνει τίποτα.[…] Ως πότε θα συνεχίζεται η πανάθλια αυτή κατάστασις και ως πότε θα πληρώνη ο εργαζόμενος λαός εις τους επιτηδείους λοβιτουρατζήδες της κομματικής συναλλαγής και εξαχρειώσεως;» θα γράψει, τον Φεβρουάριο του 1936, η τρικαλινή εφ. «Θάρρος».

Τρεις μήνες αργότερα, οι πλημμύρες που έπληξαν τη Δυτική Θεσσαλία, απειλώντας να εξαφανίσουν το σύνολο της παραγωγής, στάθηκαν αφορμή να οργανωθεί στην Καρδίτσα αγροτικό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας για την καθυστέρηση έναρξης των υδραυλικών έργων. Θα ακολουθήσει συνέδριο των Γεωργικών Οργανώσεων με το ίδιο θέμα. («Θάρρος» 1 και 25-5-1936)

Να υπενθυμίσουμε ότι στον διεθνή διαγωνισμό για την εκτέλεση των υδραυλικών έργων Θεσσαλίας είχαν υποβάλει μελέτες τρεις μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού: Η Νόμπιλε, η Τζάκσον και η αγγλική εταιρεία Χένρυ Μπουτ και Υιοί Λίμιτεδ. Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε επιλέξει τη μελέτη της εταιρείας Μπουτ και ήδη από το 1929 είχε υπογράφει μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Μπουτ η σχετική σύμβαση. Όμως η έναρξη των έργων αναβλήθηκε, λόγω αδυναμίας της Κυβέρνησης να τα χρηματοδοτήσει.

Τα έργα άρχισαν να εκτελούνται μόνο όταν, το 1936, η Κυβέρνηση Μεταξά διέθεσε από τον προϋπολογισμό ένα μεγάλο κονδύλι. Τα εγκαίνια έναρξης των αντιπλημμυρικών έργων έγιναν στη Λάρισα στις 19 Δεκεμβρίου 1936, παρουσία του βασιλιά Γεωργίου και του πρωθυπουργού I. Μεταξά.

Η μελέτη της εταιρείας Μπουτ προέβλεπε να εκτελεστούν στον νομό Τρικάλων έργα υδραυλικά και έργα αρδευτικά, συνολικής δαπάνης 102.851.700 δρχ. («Θάρρος» 10-7-1937) Η διευθέτηση των ποταμών Πηνειού, Ληθαίου, Πάμισου (Μπλιούρη), Καράμπαλη, Ενιππέα, Φαρσαλίτη, Σοφαδίτη, Νεοχωρίτη και Αλή Φακά και η αποξήρανση του μεγάλου έλους της Βούλας θα προστάτευαν, όπως μας πληροφορεί η εφ. «Θάρρος», 700.000 στρέμματα γης. Συνολικά υπολογιζόταν ότι, μετά το πέρας των έργων, θα υπήρχε ωφέλεια 1.000.000 στρεμμάτων. Από αυτά τα 535.000 στρέμματα κατακλύζονταν από την υπερχείλιση των ποταμών, τα 65.000 ήταν έλη και τα 500.000 στρέμματα υφίσταντο ζημιές από την εκροή των λόφων και δεν αποστραγγίζονταν εύκολα. («Θάρρος» 9-7-1937)

Παράλληλα με τα έργα, τα οποία με εντατικούς ρυθμούς άρχισαν στον νόμο Τρικάλων, η εταιρεία Μπουτ οργάνωσε στα Τρίκαλα, στην περιοχή των Σαραγίων, εργοτάξιο για την επισκευή των μηχανημάτων της. Το εργοτάξιο εγκαταστάθηκε σε οικόπεδο 22 περίπου στρεμμάτων, το οποίο ανήκε στην ιδιοκτησία του γαιοκτήμονα Ιωάννη Τσιπουλάκου και το οποίο είχε απαλλοτριωθεί από την Κυβέρνηση Βενιζέλου. Διευθυντής του εργοταξίου ήταν ο Αναστασιάδης, μηχανικός ελέγχου των εκτελουμένων έργων ο Κοτοπούλης και μηχανολόγος ο Βλαδίμηρος Στρεγλός.

Η εφ. «Θάρρος» μας πληροφορεί ότι το εργοτάξιο της Μπουτ είχε τέλειες μηχανικές εγκαταστάσεις, όπου κατασκευάζονταν όλα τα βοηθητικά εργαλεία για την εκτέλεση των αποστραγγιστικών έργων και επισκευάζονταν οι βλάβες των εκσκαφέων, των τρακτέρ, των αυτοκινήτων κλπ. Διέθετε τέλειο μηχανουργείο με τόρνους, πλάνες, κοπτήρες, ψαλίδια, χυτήριο σιδήρου και υψικάμινο, ηλεκτροσυγκολλητήρες τάσεως 2000 βολτ και ξυλουργείο. Για το φωτισμό του συγκροτήματος και την κίνηση των μηχανημάτων υπήρχε εγκατάσταση παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο αποτελείτο από δύο πετρελαιομηχανές ντήζελ, 115 και 55 ίππων και δύο ηλεκτρογεννήτριες τριφασικού ρεύματος.

Στη Β.Δ. πλευρά του εργοταξίου λειτουργούσε αναρρωτήριο με 8 κρεβάτια και όλα τα απαιτούμενα φάρμακα, ενώ στη Ν.Δ. πλευρά στεγάζονταν τα γραφεία ελέγχου του προσωπικού και οι αποθήκες υλικού και ανταλλακτικών. («Θάρρος» 28-10-1939)

Το 1939, το εργοτάξιο απασχολούσε 130 τεχνίτες όλων των ειδικοτήτων.

Το καλοκαίρι του 1938, με χρηματοδότηση της Μπουτ, ανοίχτηκε στον χώρο του εργοστασίου αρτεσιανό. Λόγω της πολύ καλής ποιότητας του νερού και της μεγάλης ποσότητας —έδινε 300 κυβικά μέτρα την ώρα— υπήρξαν, την εποχή εκείνη, σκέψεις να το χρησιμοποιήσει ο Δήμος Τρικκαίων για την ύδρευση της πόλης.

Στις αρχές Δεκεμβρίου 1938 και ενώ βρίσκονταν ήδη σε λειτουργία τρεις εκσκαφείς, εκ των οποίων οι δύο κατασκεύαζαν το δεξιό ανάχωμα στον Πηνειό και ο τρίτος την κοίτη και το ανάχωμα στον Νεοχωρίτη ποταμό, η Μπουτ προμηθεύτηκε επτά νέους εκσκαφείς.

Τον Μάρτιο του 1939 η εφ. «Θάρρος» μας πληροφορεί ότι η Κυβέρνηση Μεταξά θα χρηματοδοτήσει εντατικότερα την εκτέλεση των υδραυλικών έργων στη Θεσσαλία διότι, με τον τρόπο αυτό, θα αυξηθεί η παραγωγή και η χώρα θα καταστεί αυτάρκης. (19-3-1939)

Στις 17 Οκτωβρίου 1939 —παρουσία του Νομάρχη Τρικάλων Π. Κριμπά και του μηχανικού Κοτοπούλη— άρχισε η αποξήρανση του έλους της Βούλας, το οποίο κάλυπτε έκταση 12.000 στρεμμάτων.

«Το έργο της Μπουτ από τεχνικής απόψεως παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της υψομετρικής διαφοράς, η οποία υφίσταται μεταξύ της στάθμης των υδάτων, τα οποία σχηματίζουν τον βάλτο της Βούλας και της στάθμης του Πηνειού ποταμού και των πέριξ παραποτάμων και χειμάρρων», έγραφε η εφ. «Θάρρος», η οποία και μας πληροφορεί ότι για να δοθεί διέξοδος στα νερά του βάλτου προς τον Πηνειό ποταμό θα ανοιχτεί μια μεγάλη τάφρος μήκους 10 χιλιομέτρων. Επειδή η τάφρος, λίγο μετά το χωριό Κλοκωτός, θα διασταυρωνόταν με τον ποταμό Νεοχωρίτη (η στάθμη του οποίου βρισκόταν σε υψηλότερο επίπεδο) η μελέτη προέβλεπε να κατασκευαστεί στο σημείο της διασταύρωσης υπόγειο σιφώνι από μπετόν αρμέ, μέσω του οποίου να διέρχονται τα νερά του έλους. Μετά τη διάνοιξη της τάφρου, θα άρχιζε να κατασκευάζεται γύρω από τη Βούλα μία περιφερειακή τάφρος πλάτους 3½ μ. και βάθους 5½ μ., η οποία θα ήταν ο συλλεκτήρας των πηγαίων υδάτων που ανάβλυζαν στις παρυφές της δημοσίας οδού Τρικάλων-Λαρίσης. («Θάρρος» 21-10-1939)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με την αποξήρανση του έλους της Βούλας επήλθε οικολογική καταστροφή. Χιλιάδες ψάρια, χέλια, καραβίδες, νερόκοτες και άλλα υδρόβια πτηνά βρήκαν το θάνατο.

Το άλλο μεγάλο έργο, που εκτελέστηκε από την Εταιρεία Μπουτ στην περιοχή Τρικάλων, ήταν η εκτροπή του Ληθαίου ποταμού.

Ο Ληθαίος, ερχόμενος από την περιοχή της Θεόπετρας, ήταν αρχικά ξεροπόταμος αλλά στην περιοχή της Σωτήρας εμπλουτιζόταν από φυσικές πηγές. Σύμφωνα με τις μετρήσεις η ροή του νερού ήταν 120 κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο.

Η πρώτη εκτροπή του ποταμού έγινε στη Θεόπετρα, πριν από τις κύριες πηγές του ποταμού, ώστε τα νερά, τα οποία πολλαπλασιάζονταν με τις βροχές, να μη διοχετεύονται δια της κοίτης του Ληθαίου αλλά να χύνονται κατευθείαν στον Πηνειό. Για να επιτευχθεί αυτό δημιουργήθηκε μια τεχνητή κοίτη με αναχώματα από τη Θεόπετρα ως το Τσιάσι (Περιστέρα), μήκους 6 χιλιομέτρων. Μέσω της τεχνητής αυτής κοίτης, τα 2/3 των όμβριων υδάτων αποχετεύονταν στον Πηνειό και μόνο το 1/3 περνούσε, δια του Ληθαίου, μέσα από την πόλη των Τρικάλων.

Η δεύτερη εκτροπή του Ληθαίου έγινε στην έξοδο του ποταμού από τα Τρίκαλα, λίγο μετά τη γέφυρα του Αγίου Κωνσταντίνου. Τα νερά του Ληθαίου διοχετεύτηκαν στο ποτάμι της Αγίας Μονής και από εκεί στον Πηνειό.

Με την εκτροπή του Ληθαίου η πεδιάδα μεταξύ Τρικάλων και Κλοκωτού, έκτασης 76.000 στρεμμάτων, απαλλάχτηκε από τις πλημμύρες.

Τον Οκτώβριο του 1939 εργάζονταν στην περιοχή Τρικάλων οκτώ εκσκαφείς και αναμενόταν να έρθει ακόμα ένας μεγάλος του εργοστασίου Κρουπ. Η συναρμολόγηση του εκσκαφέα αυτού, όπως και όλων των άλλων που ήδη εργάζονταν στην περιοχή Τρικάλων-Καρδίτσας, έγινε στο εργοτάξιο της Μπουτ, στα Σαράγια.

Μετά τον Οκτώβριο του ΐ939, η Εταιρεία Μπουτ προγραμμάτισε να εκτελεστούν στην περιοχή Τρικάλων τα παρακάτω έργα:

1) Κατασκευή του αριστερού αναχώματος του Πηνειού από το Κουτσόχερο-Ζάρκο μέχρι το Γλύνος. (Το δεξιό ανάχωμα είχε ήδη αποπερατωθεί).

2) Κατασκευή του αναχώματος του Πηνειού από Στεφανουσαίους μέχρι το Διαλεκτό. (Το ανάχωμα από την Καλαμπάκα μέχρι το Διαλεκτό είχε ήδη αποπερατωθεί).

3) Αποπεράτωση της διευθέτησης του Νεοχωρίτη και κατασκευή του αναχώματος του Ενιππέα από τη γέφυρα Αλή Εφέντη ως πέρα από το χωριό Βλοχός.

4) Αποπεράτωση της τάφρου στη Βούλα. («Θάρρος» 25-10-1939)

Στα τέλη Ιανουαρίου 1940 σημειώθηκαν στην περιοχή Τρικάλων μεγάλες βροχοπτώσεις. Στις 25 Ιανουαρίου ο Πηνειός ποταμός και οι παραπόταμοι αυτού πλημμύρισαν, προξενώντας ζημιές στην πόλη της Καρδίτσας και στους Σοφάδες καθώς και σε πολλά χωριά. Τα Τρίκαλα, μολονότι τα έργα δεν είχαν ακόμα αποπερατωθεί, απέφυγαν την πλημμύρα.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Μπουτ, όσα έργα είχαν αποπερατωθεί λειτούργησαν καλά. Ιδιαίτερα, χάρη στο ανάχωμα στον Πηνειό, προστατεύθηκε η πεδιάδα στο Κουτσόχερο.

Τον Απρίλιο του 1941, μετά την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των γερμανών και ιταλών στην Ελλάδα, τα έργα διακόπηκαν. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1941, η Ελληνική Κυβέρνηση —παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε— αποφάσισε να συνεχιστούν οι εργασίες και για τον σκοπό αυτό διέθεσε το ποσό των 48.000.000 δρχ. Λόγω όμως ελλείψεως πετρελαίου1 τα έργα αποφασίστηκε να εκτελεστούν μόνο από εργάτες. («Αναγέννησις» 14-8-1941)

Η έκκληση που απηύθυνε η Κυβέρνηση προς τους Θεσσαλούς, μέσω των Δημάρχων, να επανδρώσουν τα συνεργεία δεν βρήκε μεγάλη ανταπόκριση, επειδή το ημερομίσθιο των 100-120 δρχ. δεν θεωρήθηκε ικανοποιητικό. Έτσι για κάποιες εργασίες προσελήφθησαν γυναίκες, οι οποίες και κάλυψαν το 30% των αναγκών.

Τον Σεπτέμβριο του 1941 είχαν συσταθεί στην περιοχή Τρικάλων οκτώ συνεργεία, τα οποία καταγίνονταν με τις παρακάτω εργασίες:

Στην περιοχή Τσιάρας-Λέστινο 100 εργάτες, μεταξύ των οποίων και μικρός αριθμός γυναικών, κατασκεύαζαν το ανάχωμα στην αριστερή όχθη του Πηνειού.

Στην περιοχή του Φλαμουλίου-Αγίας Κυριακής δύο συνεργεία κατασκεύαζαν επίσης το ανάχωμα στην αριστερή όχθη του Πηνειού και αποπεράτωναν τα ημιτελή έργα του φράγματος.

Στην περιοχή του χωριού Γλύνος ένα συνεργείο καταγινόταν με την κατασκευή του αναχώματος στην αριστερή όχθη του Πηνειού.

Στην περιοχή του χωριού Κριτσίνι (Ταξιάρχες) ένα άλλο συνεργείο κατασκεύαζε το κανάλι δια του οποίου θα διοχετεύονταν τα νερά του έλους των Ζαβλανίων (Παλαιόπυργου).

Στην περιοχή του Μουζακίου 150 εργάτες κατασκεύαζαν το προστατευτικό ανάχωμα του ποταμού Πάμισου (Μπλιούρη).

Στην περιοχή Πύλης-Καρδίτσας 85 εργάτες αποπεράτωναν το ανάχωμα στον ποταμό Καράμπαλη.

Το όγδοο συνεργείο, το οποίο είχε συσταθεί για να συνεχίσει τα αντιπλημμυρικά έργα στην περιοχή Βάνιαρη-Βαλέσι-Κοσκινά, λόγω ελλείψεως εργατικών χεριών, παρέμενε ανενεργό. («Αναγέννησις» 16 και 17-9-1941)

Στα μέσα Οκτωβρίου 1941, ο Νομάρχης Τρικάλων Χώτζης, μεταβαίνοντας στην Αθήνα, έπεισε τον Δρ. Χαίνιγκεν, υπεύθυνο του Ράιχ για τα καύσιμα στην Ελλάδα, να αυξήσει την ποσότητα πετρελαίου που προοριζόταν για τον νομό Τρικάλων από 40 τόνους σε 80. (14-10-1941) Ύστερα από την ευνοϊκή αυτή εξέλιξη τέθηκαν σε λειτουργία δύο εκσκαφείς με 8ωρη βάρδια, οι οποίοι έσκαψαν την τάφρο που διερχόταν από το Κριτσίνι (Ταξιάρχες) και τους Τουρναβούς. Να σημειωθεί ότι «η ιταλική Μηχανική Υπηρεσία παρείχε πάσαν δυνατήν διευκόλυνσιν διά την συνέχισιν των έργων». («Αναγέννησις» 6-11-1941)

Στο μεταξύ το συνεργείο της Μπουτ, το οποίο από τον Σεπτέμβριο του 1941 προσπαθούσε να ανασηκώσει και τοποθετήσει στη θέση της τη γέφυρα του Κουτσόχερου (την είχαν ανατινάξει οι εγγλέζοι κατά την οπισθοχώρηση) τελείωσε την εργασία του.

Με τον ερχομό του νέου χρόνου, λόγω και πάλι ελλείψεως πετρελαίου, οι εργασίες στα υδραυλικά έργα καρκινοβατούσαν. Επτά εκσκαφείς παρέμεναν ενεργοί και ένας αριθμός εργατών είχαν ήδη εγκαταλείψει τις θέσεις τους.

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εργασίες για την αποξήρανση του έλους των Ζαβλανίων δεν προχωρούσαν. Η εφ. «Θάρρος» θεωρούσε ζωτικής σημασίας την αποξήρανση του έλους διότι, όπως έγραφε, «αν στα 8.000 στρέμματα καλλιεργηθεί αραβόσιτος θα καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής μας». Έτσι παρότρυνε τις τοπικές ελληνικές Αρχές να διαθέσουν μία ποσότητα από το πετρέλαιο που οι Αρχές Κατοχής τους είχαν παραχωρήσει, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι εκσκαφείς της Μπουτ. (25-3-1942) Στο μεταξύ οι κληρονόμοι του Πίχτου, στον οποίο προπολεμικά ανήκε όλη η περιοχή της Βούλας, είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη, ζητώντας να αναγνωρισθούν τα δικαιώματά τους επί των αποστραγγισθέντων αγρών. Το Συμβούλιο Επικρατείας με την υπ’ αριθ. 642 του 1942 απόφαση απέρριψε την προσφυγή τους. Διεκδικήσεις επί των αποστραγγισθέντων αγρών είχε και η Κοινότητα της Μπάγιας (Πετρωτού). Η εφ. «Αναγέννησις» μας πληροφορεί ότι η Γεωργική Υπηρεσία Τρικάλων προτίθεται να καταρτίσει μελέτη, η οποία να καθορίζει τους αγρούς που θα περιέλθουν στο δημόσιο, ώστε στη συνέχεια να διανεμηθούν σε ακτήμονες αγρότες. (12-5-1943)

Λόγω του ελλιπούς αρχείου των τρικαλινών εφημερίδων δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς διακόπηκαν τα υδραυλικά έργα. Το βέβαιο είναι ότι επαναλήφθηκαν τον Αύγουστο του 1945.

Δυο μήνες αργότερα η εφ. «Λαοκρατία» θα κατηγορήσει την εταιρεία Μπουτ ότι ελέγχει τα πολιτικά φρονήματα των εργατών που προσλαμβάνει. Η εταιρεία διαψεύδει τον ισχυρισμό της εφ. «Λαοκρατία» τονίζοντας ότι τα πολιτικά φρονήματα και οι πεποιθήσεις των εργατών ούτε την απασχόλησαν, ούτε πρόκειται να την απασχολήσουν. Παραδέχεται ωστόσο ότι απαγορεύει στους εργαζόμενους να συζητούν πολιτικά κατά την ώρα της εργασίας τους. (12-10-1945).

Με την είσοδο του χειμώνα το εργατοτεχνικό προσωπικό της Μπουτ υποβάλλει στη διεύθυνση της εταιρείας υπόμνημα, ζητώντας αύξηση των ημερομισθίων κατά 100%, διανομή τροφίμων, 13ο μισθό και είδη ιματισμού. Η εταιρεία απορρίπτει όλα τα αιτήματα με το επιχείρημα ότι εργάζεται για λογαριασμό του Δημοσίου και επομένως δεν μπορεί αυτεπαγγέλτως να προβεί σε αυξήσεις μισθών.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1945 το εργατοτεχνικό προσωπικό της Μπουτ, εμμένοντας στα αιτήματά του, κηρύσσει απεργία. Οι προσπάθειες του Νομάρχη να βρεθεί μια ικανοποιητική λύση πέφτουν στο κενό. Τις επόμενες ημέρες η Εταιρεία Μπουτ δημοσιεύει στον τοπικό Τύπο την παρακάτω ανακοίνωση:

«Η εταιρεία Χένρυ Μπουτ θεωρεί την απεργίαν του προσωπικού της τελείως αδικαιολόγητον, καθόσον τα ημερομίσθια καθορίζονται υπό του Κράτους.[…] Είναι εγκληματικόν να παρεμβάλλωνται δυσκολίαι εις την εκτέλεσιν έργων κοινής ωφελείας, καθ’ ην στιγμήν η εταιρεία καταβάλλει μεγάλας προσπαθείας διά να διαφυλάξη τα κατακλυζόμενα χωρία και πεδιάδας εκ των υδάτων.[…] με τα τελείως πενιχρά εναπομείναντα μηχανήματα, άτινα περιεσώθησαν από την τετραετή περίοδον. Καλούμεν άπαν το εργαζόμενον προσωπικόν […] όπως προσέλθη και αναλάβη πάραυτα υπηρεσίαν, καθόσον η εταιρεία θα ευρεθή εις την δύσκολον θέσιν να διακόψη τα έργα και να θεωρήση άπαν το απουσιάζον προσωπικόν αυτοδοκαίως απολυθέν επί εγκαταλείψει θέσεως». («Αναγέννησις» 21-12-1945)

Παρά την αυστηρή αυτή προειδοποίηση, οι εργαζόμενοι δεν επέστρεψαν στις θέσεις τους παρά μόνον όταν η εταιρεία υποσχέθηκε να τους καταβάλει τον 13ο μισθό, για την καταβολή του οποίου υπήρχε ήδη δικαστική απόφαση.

Δυο εβδομάδες αργότερα ο διευθυντής της Μπουτ Αναστασιάδης, επικαλούμενος οικονομικές δυσχέρειες, θα απολύσει 85 εργαζόμενους, οι οποίοι θα ζητήσουν την παρέμβαση του Νομάρχη ώστε να επαναπροσληφθούν. («Αναγέννησις» 3 και 27- 2 1946). Μετά την καταβολή του 13ου μισθού και την εκ νέου πρόσληψη ενός μικρού αριθμού εργατών τα έργα συνεχίστηκαν.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο 1946-1947 είχαν διατεθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό για τα έργα της Θεσσαλίας και Ηπείρου 4.800.000.000 δρχ.

Στις αρχές Αυγούστου 1947 ανακοινώθηκε ότι επίκειται η διάνοιξη του Ληθαίου ποταμού εντός της πόλης των Τρικάλων και ότι θα σκαφτεί όγκος χωμάτων 60.000 κυβικών μέτρων. Το έργο αυτό, μολονότι θα κατέστρεφε όλες τις παλιές λίθινες γέφυρες, θεωρήθηκε αναγκαίο, διότι σε πολλά σημεία η κοίτη του ποταμού ήταν ανεπαρκής για την παροχέτευση των 115 κυβικών μέτρων νερού ανά δευτερόλεπτο. (27-8-1947)

Στις 27 Αυγούστου δύο εκσκαφείς άρχισαν να διαμορφώνουν την κοίτη του Ληθαίου. Το έργο, το οποίο υπολογιζόταν να ολοκληρωθεί μέσα σε δύο μήνες, καθυστέρησε, αρχικά λόγω βλάβης του ενός εκσκαφέα και στη συνέχεια λόγω ελλείψεως πιστώσεων.

Το φθινόπωρο του 1947 η αύξηση των ημερομισθίων κατά 100% και των υλικών κατά 60% καθιστούσε πλέον προβληματική τη συνέχιση των υδραυλικών έργων. Όταν τις επόμενες μέρες η Μπουτ ανακοίνωσε ότι διακόπτει επ’ αόριστον τις εργασίες, οι δυτικοθεσσαλοί αναστατώθηκαν διότι 700 εργατοτεχνίτες θα έμεναν άνεργοι. Να σημειωθεί ότι από τη σύμβαση δεν προβλεπόταν για τους απολυόμενους εργάτες καμία αποζημίωση.

Εκτός όμως από την ανεργία, που θα έπληττε τον νομό Τρικάλων, κινδύνευαν να μείνουν ημιτελή ή ανεκτέλεστα τα παρακάτω έργα: Η προπαρασκευή της εκτροπής του Πάμισου ποταμού, που θα έσωζε από τις πλημμύρες 100.000 στρέμματα γης, η κατασκευή συλλεκτήριας τάφρου, η οποία θα προστάτευε εκτάσεις των χωριών Φαρκαδόνας και Ζάρκου, η αποπεράτωση της συλλεκτήριας τάφρου ορεινών υδάτων, η οποία θα προστάτευε το χωριό Ζαβλάνια, η κατασκευή συλλεκτήριας τάφρου πεδινών υδάτων, η οποία θα προστάτευε τα χωριά Κριτσίνι (Ταξιάρχες), Κουρμπαλί (Φανερωμένη) και Πετρόπορο, η συμπλήρωση των κενών στο ανάχωμα του Πηνειού και η συντήρησή του και η επανεκσκαφή του Νεοχωρίτη ποταμού. («Αναγέννησις» 14 & 15-10-1947).

Ευτυχώς η διακοπή των πιστώσεων ήταν προσωρινή. Έτσι οι εργασίες στον Ληθαίο συνεχίστηκαν και, μετά τις 15 Νοεμβρίου, άρχισε η ευθυγράμμιση της κοίτης του ποταμού από τη γέφυρα της Γούρνας ως την Ηλεκτρική Εταιρεία. Κατά την εργασία αυτή κόπηκαν πολλά πλατάνια και η Ηλεκτρική Εταιρεία υποχρεώθηκε να κλείσει το πηγάδι που είχε ανοίξει στην κατωφέρεια της κοίτης του Ληθαίου για να αντλεί νερό και να ψύχει τις μηχανές της. («Θάρρος» 26-11-1947).

Ως τον Δεκέμβριο του 1949 στην πεδιάδα Τρικάλων-Καρδίτσας είχαν εκτελεστεί τα παρακάτω χωματουργικά έργα:

1) Το αριστερό ανάχωμα στον Πηνειό από Καλαμπάκα ως Ζάρκο και το μεγαλύτερο του δεξιού από Μεγάρχη ως Βελέσι. Τα αναχώματα αυτά προστάτευαν έκταση 300.000 στρεμμάτων καθώς και πάνω από δεκαπέντε παρόχθια χωριά. Με την κατασκευή στο Κουτσόχερο του δεξιού αναχώματος του Πηνειού, τη διάνοιξη της νέας κοίτης και τον εγκιβωτισμό του χειμάρρου Αλή Φακά προστατεύτηκαν 28.000 στρέμματα και αποξηράνθηκε μεγάλη ελώδης έκταση.

2) Το φράγμα στη Θεόπετρα και τα έργα εκβάθυνσης, διαπλάτυνσης και εκτροπής του Ληθαίου στον Πηνειό. Το έργο αυτό προστάτευε τα Τρίκαλα από τις πλημμύρες καθώς και τις καλλιέργειες στα χωριά Βασιλική, Ράξα και Σωτήρα.

3) Οι κατασκευές της νέας κοίτης του Νεοχωρίτη ποταμού και της τάφρου ορεινών υδάτων, που προστάτευαν εκτάσεις 40.000 στρεμμάτων στα χωριά Γεωργανάδες, Κλοκωτός και Φαρκαδόνα καθώς και τη δημόσια οδό Τρικάλων-Λαρίσης.

4) Η κατασκευή τάφρου πεδινών υδάτων και η τάφρος στο Κουρμπαλί, που προστάτευαν 25.000 στρέμματα στα χωριά Πετρόπορος, Κουρμπαλί, Τουρναβοί, Ζούλιανη (Ζηλευτή) και Ζαβλάνια (Παλαιόπυργος).

5) Η κατασκευή μέρους του αναχώματος στον Ενιππέα ποταμό, που προστάτευε 10.000 στρέμματα γης και τα χωριά Κεραμίδι και Βλοχός.

6) Η κατασκευή μέρους της τάφρου και του αναχώματος στον ποταμό Καράμπαλη, που προστάτευε την πόλη της Καρδίτσας. («Θάρρος» 4-12-1949)

Παράλληλα με τα χωματουργικά έργα είχαν αποπερατωθεί και πολλά τεχνικά έργα, κυρίως γέφυρες από μπετόν αρμέ.

Μολονότι όλα αυτά τα έργα προστάτευαν τη θεσσαλική πεδιάδα, πολλοί χωρικοί αδιαφορούσαν και διέρχονταν με τα τροχοφόρα τους πάνω από τα αναχώματα ή έβοσκαν εκεί τα ποίμνιά τους, με αποτέλεσμα να προκαλούν σοβαρές ζημιές, χωρίς η εταιρεία —λόγω της ανώμαλης πολιτικής κατάστασης— να μπορεί να επιβάλει στους παραβάτες κυρώσεις.

Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της εταιρείας Μπουτ μέσα στο 1950 προβλεπόταν να αποπερατωθεί η εκτροπή του Μπλιούρη, ο οποίος κατέκλυζε την πεδιάδα της Καρδίτσας και επέφερε καταστροφές σε 100.000 στρέμματα και να αρχίσει η κατασκευή της μεγάλης γέφυρας Αλή Εφέντη στον Πηνειό ποταμό καθώς και η κατασκευή δύο ακόμα γεφυρών στον Ενιππέα.

Τα έργα αυτά όμως, λόγω ελλείψεως κονδυλίων, δεν εκτελέστηκαν στον προκαθορισμένο χρόνο.

Οι σχέσεις της εταιρείας Μπουτ με τους εργαζόμενους δεν ήταν καλές, κυρίως λόγω της άρνησης της εταιρείας να ασφαλίσει τους εργαζόμενους, οι οποίοι από το 1949 αγωνίζονταν να ασφαλιστούν. Ύστερα από πολλές πιέσεις εκδόθηκε απόφαση καταβολής 150.000.000 δρχ. για να χρησιμοποιηθούν ως ασφάλιστρα των εργαζομένων, αλλά το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους δεν ενέκρινε αυτό το ποσό. Η Γ.Σ.Ε.Ε. κατόρθωσε με τον νόμο Α.Ν. 1846 να περιληφθεί διάταξη, με την οποία υπάγονταν στις κοινωνικές ασφαλίσεις και οι εργαζόμενοι έλληνες, υπάλληλοι ξένων πρεσβειών. Η εταιρεία Μπουτ όμως υποστήριζε ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να μεταβάλει τη σύμβαση που έχει υπογράφει μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας, αν δεν υπάρχει συγκατάθεση από αμφότερες τις πλευρές. («Αναγέννησις» 1-9-1951)

Τους δύο τελευταίους μήνες του 1951, ύστερα από περιορισμό των πιστώσεων, η εταιρεία απέλυσε έναν αριθμό εργατοϋπαλλήλων. Στο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας που συγκροτήθηκε η συμμετοχή ήταν μικρή.

Στις 22 Απριλίου 1952, ο υπουργός Γεωργίας Στέλιος Αλλαμανής ανακοίνωσε ότι καταγγέλθηκε η σύμβαση του Δημοσίου με την εταιρεία Μπουτ και ότι από 1η Ιουλίου τα αντιπλημμυρικά έργα της Θεσσαλίας θα αναλάβει να τα συνεχίσει το Ελληνικό Δημόσιο. «Η μεταβολή η οποία γίνεται διανοίγει ορίζοντες πλέον αισιοδόξους δια την αποπεράτωσιν των υδραυλικών Θεσσαλίας, διότι συν τοις άλλοις θα εκλείψη μία σημαντική επιβάρυνσις του κρατικού προϋπολογισμού, συνεπεία σοβαρών εξόδων της εταιρείας Μπουτ, η οποία απέδειξε πλήρη ανικανότητα ως προς την προσαρμογήν της εις το υφιστάμενον σύστημα χρηματοδοτήσεως», δήλωσε ο Υπουργός. («Αναγέννησις» 24-4-1952)

Κατά τους δύο επόμενους μήνες, με την πίστωση των

6.000.000.000 δρχ. που εγκρίθηκε, η εταιρεία Μπουτ, αφού επαναπροσέλαβε το απολυθέν προσωπικό, εκτέλεσε έργα άμεσης προτεραιότητας, όπως ήταν οι γέφυρες στον Ενιπέα και στον Πηνειό. Τα εγκαίνια των γεφυρών αυτών τελέστηκαν την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 1952, παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, του εκπροσώπου της Αμερικανικής Αποστολής Μέις, του διευθυντή της Υπηρεσίας Υδραυλικών Έργων Δ. Παπανικολάου, των πρώην διευθυντών της Μπουτ Αναστασιάδη και Απέργη και πολλών πολιτικών παραγόντων.

Στο μεταξύ ανακοινώθηκε ότι, κατόπιν δημοπρασίας, τα υδραυλικά έργα της Θεσσαλίας θα τα αναλάβει η ανώνυμη εταιρεία Γ.Ε.Κ. (Εταιρεία Γενικών Κατασκευών).

Στα τέλη Αυγούστου 1952, το Υπουργείο Δημοσίων Έργων με έγγραφό του προς τη νέα ανάδοχο εταιρεία Γ.Ε.Κ. την ειδοποίησε ότι θα πρέπει να εγκατασταθεί στα εκτελούμενα έργα την 1η Σεπτεμβρίου 1952 και ως την ημερομηνία αυτή να έχει παραλάβει από την αρμόδια υπηρεσία ελέγχου της εταιρείας Μπουτ-Ν. Απέργη τα μηχανήματα, τα κτίρια, τα μέσα κινήσεως κλπ. («Αναγέννησις» 31-8-1952)

Τους επόμενους μήνες η εταιρεία Γ.Ε.Κ., η οποία του λοιπού εμφανίζεται με την επωνυμία ΑΕΓΕΚ, συνέχισε με εντατικούς ρυθμούς τα υδραυλικά έργα. Τον Φεβρουάριο του 1953 εργάζονταν στην περιοχή Τρικάλων-Καρδίτσας 16 εκσκαφείς και απασχολούνταν 1.000 εργατοτεχνίτες.

Με την προϋπόθεση ότι θα συνεχιζόταν απρόσκοπτα η χρηματοδότηση —για τη συνέχιση των έργων απαιτούνταν 2.500.000 δρχ. το μήνα— προβλεπόταν ως το τέλος του καλοκαιριού να έχουν περατωθεί τα έργα στην πεδιάδα της Καρδίτσας (στα Τρίκαλα τα κυριότερα έργα είχαν ήδη περατωθεί) και από το Φθινόπωρο να αρχίσουν τα έργα στην πεδιάδα των Φαρσάλων. («Αναγέννησις» 6-2-1953)

Δυστυχώς η χρηματοδότηση από το Κράτος δεν ήταν κανονική και η εταιρεία ΑΕΓΕΚ δυσκολευόταν να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της απέναντι στους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα την κήρυξη απεργιών και τη διατύπωση παραπόνων από τους τοπικούς παράγοντες για την καθυστέρηση ολοκλήρωσης των υδραυλικών έργων.

Μετά τη λήξη της σύμβασης του Δημοσίου με την ΑΕΓΕΚ, ο Υφυπουργός Ταλλιαδούρος ανακοίνωσε ότι τα έργα θα συνεχιστούν με εργολαβίες, ανάλογα με τη χρηματοδότηση.

Όταν τον Απρίλιο του 1955 οι Υπουργοί Παπαληγούρας και Ταλλιαδούρος αφίχθησαν στα Τρίκαλα δήλωσαν ότι με τη διάνοιξη της κοίτης του Ενιπέα και τη συμπλήρωση των λοιπών συλλεκτήρων υδάτων —για τα έργα αυτά είχε εγκριθεί το ποσό των 5.000.000 νέων δρχ.— η πρώτη φάση των μεγάλων έργων στη Θεσσαλία τερματίζεται και ότι στη συνέχεια θα γίνουν κυρίως έργα αρδευτικά.(«Αναγέννησις» 12-4-1955)

  1. Ακόμα και ο πιο μικρός εκσκαφέας για να λειτουργήσει χρειαζόταν 150 κιλά πετρέλαιο το 24ωρο.

 

ΣΗΜ: Το κείμενο είναι από το βιβλίο της Μαρούλας Κλιάφα, Η επιχειρηματικότητα στα Τρίκαλα, 1881-1960: Μια παραγνωρισμένη ιστορία, εκδόσεις Degiorgio, Τρίκαλα, 2010.

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης