Τα παλιά κουρεία της πόλης μας, ήταν όχι μόνο… ναοί του ανδρικού καλλωπισμού, αλλά και… πρακτορεία ειδήσεων, γιατί σ’ αυτά ο καθένας —ήθελε δεν ήθελε— άκουγε και μάθαινε τα πάντα, όσα τυχόν συνέβαιναν στην μικρή τότε πόλη, ακόμα και για άλλα ελληνικά και παγκόσμια συμβάντα.
Κάθε κουρείο άστραφτε πάντα από καθαριότητα, με διάχυτη στην ατμόσφαιρα την μυρωδιά της λεβάντας. Υπήρχαν στη σειρά κρεμασμένοι στον τοίχο πελώριοι καθρέφτες και μπροστά σ’ αυτούς ένα μακρόστενο τραπέζι κι’ αραδιασμένες στη σειρά πολυθρόνες φτιαγμένες από ακριβό ξύλο, αρκετά αναπαυτικές, με ψάθινη πλέξη και ψηλή ράχη, που ανεβοκατέβαινε ανάλογα για το κούρεμα ή το ξύρισμα.
Πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού αραδιασμένα με τάξη ήτανε μεγάλα γυάλινα βάζα με βρυσούλες, γεμάτα κιτρινωπή λεβάντα, διάφορα μπουκαλάκια, αστραφτερά νικέλινα βάζα και κύπελλα, σωληνάρια με κρέμες προσώπου, κουτάκια με πούδρες και νικέλινες πουδριέρες γεμάτες ταλκ, κολόνιες, αρώματα, τριμμένο σαπούνι κ.ά., ενώ σε κάθε συρτάρι ήτανε τοποθετημένα μέσα σε θήκες ξυράφια, μηχανές κουρέματος με όλες τις «σκάλες» (ψιλές, μεσαίες, χοντρές), ψαλίδια και τσατσάρες.
Ο κουρέας ή ο υπάλληλος, ο γνωστός «κάλφας» με την κάτασπρη μπλούζα του, έχοντας στο δεξί αυτί του περασμένη μια τσατσάρα και στο τσεπάκι κρεμασμένο το καλό ψαλίδι του, περίμενε συνήθως έξω από την πόρτα του κουρείου, καθισμένος σε μια καρέκλα ή όρθιος, τον πελάτη του, τον όποιο υποδέχονταν πάντα καλοσυνάτος, με χαμόγελο, ευγένεια και ατέλειωτες «ρεβεράντζες».
Όταν ο πελάτης κάθονταν στην πολυθρόνα ο κουρέας άρχιζε το έργο του με τελετουργικές κινήσεις, σαν αληθινός καλλιτέχνης. Αν επρόκειτο για ξύρισμα του έβαζε μπροστά μια καθαρή άσπρη πετσέτα, που την έδενε πίσω στον λαιμό, έφτιαχνε την σαπουνάδα στο νικέλινο κύπελλο με ζεστό νερό, το οποίο υπήρχε μόνιμα στη θράκα του μαγκαλιού, και με το πινέλο την πασπάλιζε συνέχεια στο πρόσωπο, ώσπου να μαλακώσουν τα γένια. Μετά διάλεγε από το συρτάρι του το καλύτερο και κοφτερό ξυράφι, έπιανε το μακρύ μαύρο λουρί, κρεμασμένο από μια άκρη του τραπεζιού και το τρόχιζε πάνω σ’ αυτό με παλμικές κινήσεις, που τις έκανε με καταπληκτική γρηγοράδα, ύστερα το δοκίμαζε πάνω στο νύχι του μεγάλου δάχτυλου και, όταν διαπίστωνε ότι το ξυράφι έκοβε σαν «αιθέρας», άρχιζε τότε το ξύρισμα με αριστοτεχνική σβελτάδα.
Όσο διαρκούσε το ξύρισμα η γλώσσα του δούλευε… ροδάνι. Έλεγε, συνέχεια για όλους και για όλα. Πως ο τάδε χώρισε τη γυναίκα του, πως η τάδε μοδιστρούλα κλέφτηκε, πως ο δείνας έμπορος ετοιμάζεται να ρίξει… κανόνι κλπ. Ακόμα μιλούσε για την πολιτική, τον καιρό, την οικονομική κατάσταση, χωρίς όμως ποτέ ν’ αφήνει από το χέρι του το ξυράφι, που κυριολεκτικά πετούσε πάνω στο πρόσωπο του πελάτη, που άκουγε, πότε με ευχαρίστηση και πότε με δυσφορία το… δελτίο ειδήσεων.
Σαν τελείωνε καθάριζε για λίγο τον αυχένα με την ψιλή μηχανή, διόρθωνε τις φαβορίτες, μετά τον καθάριζε με το βουρτσάκι κι’ αφού έβαζε πάνω στο φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο οινόπνευμα ανάμικτο με λεβάντα, κρέμα και πούδρα ή ταλκ, κάνοντας συγχρόνως μασάζ με τα έμπειρα δάχτυλα και των δυο χεριών του, έβρεχε τα μαλλιά, τα χτένιζε προσέχοντας ιδιαίτερα την χωρίστρα και τέλος βγάζοντας την πετσέτα του έλεγε «τελειώσαμε και με τις υγείες σας».
Η ψιλή μηχανή ήτανε ο μεγάλος… τύραννος των παιδιών, που πήγαιναν στο κουρείο να κόψουν τα μαλλιά τους στον… πάτο. Συχνά τα δόντια της πιάνανε τις τρίχες κι’ αντί να τις κόψουν, τις… ξερίζωναν. Δεινοπαθούσαν όμως τα παιδιά περισσότερο στο καθάρισμα του αυχένα, ο οποίος κυριολεκτικά… φουλτάκιαζε από την χαλασμένη μηχανή.
Ο μικρός του κουρείου, που περίμενε με κρυφή λαχτάρα να γίνει κι’ αυτός μια μέρα σαν μεγαλώσει ένας καλός κάλφας και μετά κουρέας με τα όλα του, φρόντιζε για την καθαριότητα. Τίναζε τις πετσέτες έξω στο πεζοδρόμιο ή μέσα στα παραβάν, και τις δίπλωνε προσεχτικά, καθάριζε κάθε τόσο το πάτωμα από τα μαλλιά, που μαζεύονταν σε σωρούς γύρω από κάθε πολυθρόνα, φρόντιζε να είναι πάντα γεμάτο με νερό το μπρίκι και νάναι αναμμένα τα κάρβουνα στο μαγκάλι και βούρτσιζε τον κάθε πελάτη, παίρνοντας πάντοτε σαν έλεγε το «με γεια σας» ένα γενναίο φιλοδώρημα.
Μια παραστατική εικόνα του κουρείου του παλιού καιρού έγραψε ο δικηγόρος Μιχ. Χατζηγάκης σ’ ένα σημείωμά του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τρικαλινά Νέα» με το ψευδώνυμο «ο Παλαιός»:
«Τα σημερινά κουρεία δεν έχουν την εμφάνιση που είχαν τα παλαιά. Αλλά και οι σημερινοί κουρείς δεν είναι όμοιοι με τους παλαιούς. Τον «παλαιόν εκείνο τον καιρόν», όπως λέει και ένα παλαιό τραγουδάκι, τα κουρεία έδιδαν την εντύπωσή εκθέσεων με διάφορες εικόνες κρεμασμένες στους τοίχους των, λιθογραφίες που παρίσταναν άλλες μεν τον Έσάτ Πασσάν παραδίδοντα τα Γιάννενα στον Διάδοχο Κωνσταντίνο, και άλλες την μάχη της Δοϊράνης και προθήκες γεμάτες μπουκαλάκια με μυρωδικά, κολόνιας και λεβάντας, που τα έφκιαναν οι ίδιοι οι κουρείς, ρίχνοντας σε διαλελυμένο με μπόλικο νερό καθαρό οινόπνευμα, λίγη εσάνς. Έτσι τα κουρεία εμφανίζονταν παραγεμισμένα και καλλιτεχνικά, σαν καλλιτέχνες δε εμφανιζότανε και οι κουρείς με τους αρειμάνιους μύστακάς τους, τα κατσαρωμένα μαλλιά τους, χωρισμένα πότε στην μέση, πότε στα πλάγια, με τα ψηλά κολλαριστά κολάρα και με την κατάλευκη μπλούζα τους. Η είσοδος σ’ αυτά ήταν επιτρεπτή —από άγραφο βέβαια νόμο— μόνο στους έχοντας, οι οποίοι εισήρχοντο στα κουρεία για να υποβληθούν εις την τελετήν της κοπής και του κατσαρώματος της χαίτης των μαλλιών, της περιποιήσεως των μουστακιών με μαντέκες και μουστακοδέτες και του ξυρίσματος τη συνοδεία κρέμας και πουδραρίσματος».
Τα πρώτα κουρεία και άλλα που έμειναν ιστορικά
Το πρώτο κουρείο, που άνοιξε στα Τρίκαλα την χρονιά που απελευθερώθηκαν, το 1881, είχε την ονομασία «Ο Κήπος» και βρίσκονταν παραποταμίως, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το δημοτικό πάρκινγκ. Λίγους μήνες μετά, άνοιξε ένα άλλο κουρείο, που ήταν πολυτελέστατο για την εποχή εκείνη, του Αριστείδη Παπαϊωάννου. Από διαφήμιση που δημοσιεύτηκε σε τοπική εφημερίδα της εποχής εκείνης πληροφορούμαστε, πως το κουρείο εκείνο: «Διαθέτει μεγάλη ταχύτητα και άκρα καθαριότητα, εξάγει λίαν επιτηδείως οδόντας ο κουρεύς αντί δραχμής έκαστον, κόπτει βεντούζες αντί 50 λεπτών και τροχίζει ξυράφια αντί 55 λεπτών». Το 1886 νέο κουρείο άνοιξε, του Ν. Ψεγγοπούλου στη θέση «Σκαμνιά», που διέθετε όπως ανέφερε διαφήμισή του σε τοπική εφημερίδα, και «λεκάνες εκ πορσελάνης διά το λούσιμο των μαλλιών των αξιότιμων πελατών» του.
Από το 1900 και μετά τα κουρεία στην πόλη πλήθαιναν συνέχεια. Ας θυμηθούμε μερικά:
Των αδελφών Χαλκιδέων. Ιστορικό έμεινε το κουρείο αυτό, που ήταν το πρώτο και το καλύτερο από τα παλιά τρικαλινά κουρεία. Άνοιξε γύρω στα 1910 και είχε και ειδικό τμήμα νεωτερισμών και καλλυντικών. Γι’ αυτό το κουρείο ο συμπολίτης Απ. Πήχος, έγραφε (περιοδικό «Ασκληπιός» 1972): «Πρώτο και μεγάλο, με έπιπλα πολυτελείας, μεγάλες πολυθρόνες, με καθρέφτες μεγάλους κλπ. ερχόταν των αδελφών Χαλκιδέων, που ήταν εκεί που ήταν η είσοδος του κινηματογράφου «Αχίλλειον» και δίπλα από το τότε εστιατόριο Κατσιάμπα. Ήταν κουρείο και μαζί μεγάλο εμπορικό κατάστημα νεωτερισμών, όπως ήταν τότε αρκετά μεγάλα κουρεία στην πόλη μας. Είχε βιτρίνες μεγάλες κι’ όλα τα είδη νεωτερισμών για γυναίκες και άνδρες, καπέλα, ρεπούμπλικες, ψαθάκια, μπαστούνια, κολλάρα, υποκάμισα, μανικετόκουμπα, κάλτσες, αρώματα κι’ άλλα είδη φερμένα αποκλειστικά από την Γαλλία και Αγγλία, όπου ο ένας από τους δυο αδελφούς, που κατάγονταν από τη Σάμο και σκοτώθηκε από κάποιο νεαρό με φλόμπερ, είχε πάει κι’ εκπαιδεύτηκε και παρακολούθησε τη μόδα…».
Το κουρείο των αδελφών Πέτρου και Χρ. Χριστοπούλου άνοιξε γύρω στα 1920 στην οδό Βύρωνος. Από τους αδελφούς ο Πέτρος Χριστόπουλος ήτανε ένας κουρέας, που είχε αφήσει εποχή στα Τρίκαλα για το παρουσιαστικό και την θαυμάσια μπαρμπέρικη τέχνη του. Ψηλόσωμος και μουσάτος, σωστός λεβέντης, με την κάτασπρη μπλούζα του προκαλούσε σ’ όλους θαυμασμό. Ήταν πολύ αγαπητός για την παροιμιώδη ευγένεια και την καλή του καρδιά. Σαν τον έβλεπαν, γνωστοί και φίλοι, τον φώναζαν: «— Γειά σου, λεβέντη Πέτρο». Αυτός γελούσε καλόκαρδα και τους πείραζε με κανένα αστειάκι, που πάντα είχε για τον καθένα. Με το βαλιτσάκι στο χέρι πήγαινε στα σπίτια πελατών του για κούρεμα και ξύρισμα, αλλά και για θεραπεία αρρώστων, αφού ήτανε δεξιοτέχνης στο να κόβει βεντούζες με το μηχάνημά του, το «τσάρκι», που πάντα το είχε μέσα στο βαλιτσάκι του. Πέθανε το 1943.
Επίσης ιστορικό έμεινε το κουρείο του Κων. Φίλιου, το γνωστό «Φ.Φ.Φ.», που βρίσκονταν πάνω από 65 χρόνια στην ίδια, θέση, στην οδό 25 Μαρτίου, δίπλα στο παλιό καφενείο και κέντρο «Τα ωραία Τρίκαλα». Είχε ανοίξει γύρω στα 1905 και ήτανε ένα μεγάλο και πολυτελέστατο για εκείνη την εποχή κουρείο, με ωραία επίπλωση και είδη νεωτερισμών και καλλυντικών. Ανάμεσα στην μεγάλη του πελατεία συγκαταλέγονταν και διασημότητες, όπως ο Νικ. Πλαστήρας, ο Γεώργ. Κονδύλης κ.α. Αργότερα το παρέλαβε ο γιος του Χρήστος Φίλιος, που το κράτησε ως πριν λίγα χρόνια.
Ο Χρ. Παναγιωτόπουλος κουρέας από το 1913, διατηρούσε πάνω από 50 χρόνια στην οδό Γ. Κονδύλη, όπου σήμερα τα πολυώροφα καταστήματα Μπλουγούρα — ιδιοκτησίας αδελφών Στυλ. Τίγκα, ένα από τα καλύτερα κουρεία τής πόλεως μας. Πελάτες του ήτανε σημαίνοντες Τρικαλινοί. Έφτιαχνε ο Παναγιωτόπουλος καταπληκτικές περούκες για τους φαλακρούς, με τέχνη που διδάχτηκε στην Αθήνα.
Άλλα παλιά κουρεία ήτανε των Θεοδ. Ψέγγα, αδελφών Παπαλεξίου στην περίοδο 1900 – 1920, που βρίσκονταν στην οδό Στουρνάρα, Γεωργ. Πασιαλή, του γνωστού τότε αθλητή – μαραθωνοδρόμου, που πολλοί τον θυμούνται για το ζωηρό περπάτημα και το στριμμένο σαν τσιγκέλι μουστάκι του, που ως τα τελευταία του λάβαινε μέρος σέ μεγάλους αγώνες δρόμου, Άριστ. Παπαϊωάννου και Σωτ. Γκίμτσα στην οδό Λαρίσης, Εύθ. Παλάβρα και Κ. Καραφώτη στην οδό Γαμβέτα, Νικ. Τζαβέλα στην κεντρική πλατεία, Άπ. Λούκα στα «Χασάπικα» Φ. Τέγου, Α. Ροκα, Π. Γκαΐλα, Στεφ. Τζουβάρα, Θεμ. Παναγιώτου, Λ. Παναγιώτου, Πέτρ. Αυξεντίου, Λάζου, Θ. Σταυροπούλου, Α. Ντιροκάλτση, Δημ. Αυγέρη, Πετρούτσου, Άθαν. Μπραχάλα, Γ. Γκαραβέλη, Χρ. Κρασσά, Κ. Σφύρη, Άχιλ. Καραμπαμπά, Σιαφάκα, Ζήση Κουτσάγια, Κορώνα, Δ. Βούλγαρη, Νικ. Βοϊβόδα, που ήτανε και διάσημος κυνηγός, καθώς και έμπορος δερμάτων, ήξερε δε να πλέκει δίχτυα για ψάρεμα, Στραπάτσα, Χρ. Γραμματοπούλου, Άθαν. Δεμίρη, θ. Παναγιώτου, Ριπαντή, Βράντζα, Κ. Καβράκου κ.ά.π.
Νεότεροι κουρείς
Αργότερα ακολούθησαν το επάγγελμα τού κουρέα, συνεχίζοντας οι περισσότεροι την παράδοση του πατέρα τους, κι’ άνοιξαν κατά καιρούς δικά τους κουρεία οι Ίωάν. Καραμπαμπάς, Άντ. Παπαγεωργίου, Ί. Κουντούρης, Δημ. Παπαναστασίου, Γεώργ. Χριστόπουλος, Κίμων Παπαναγιώτου, Λέανδρος και Λάκης Κουτσάγιας, Στέλ. Λιακατάς, Ήλ. Μαργαρίτης, Γ. Μαυρογεώργος, Γ. Κουντούρης, Άχιλ. Γιαλίστρας, Ίωάν. Ντίνος, Νικ. Νταραντάρας, Ήλ. Καραφώτης, Άπ. Μπλαγμένος, Ίωάν. Ρακόπουλος, Άχ. Χριστόπουλος, θεοχ. Γεωργιάδης, Βασ. Μπούγλας, Δημ. Παπαγεωργάρας, Κων. Τσιώνας, Ίωάν. Ζαφειρόπουλος, Άπόστ. Μπαλαής, Βασ. Καψάλης, Γεώργ. Πανταζής, Γ. Παπαδόπουλος, Κ. Τσάκαλος, Άθαν. Τσιακμάκης, Καραγιάννης, Χρ. Φίλιος, Στ. Γιαμένης, Άθ. Νταούλας, Χρ. Τσιότρας, Κ. Καβράκος, Γ. Ζολώτας, Παπαστάθης, Άδελφοί Κακαέ, Στέφ. Βέτσικος, Μπακάλης, Χρ. Ψιλούτσικος, Άπ. Φυσικόπουλος, Παπαβασιλείου κ.ά.π.
Φιλόμουσοι, προξενητάδες, πρακτικοί γιατροί, οδοντογιατροί και φαρμακοτρίφτες
Ήτανε οι παλιοί κουρείς συνήθως καλλίφωνοι κι’ εξαιρετικά φιλόμουσοι. Έψελναν στην εκκλησία της ενορίας τους κι αρκετοί από αυτούς, βαρύτονοι, τενόροι και σεκόντοι, αποτελούσαν τα βασικά στελέχη των παλιών χορωδιών της πόλεως μας. Ήτανε και θαυμάσιοι κανταδόροι, περιζήτητοι από εκείνους, που θέλανε τότε στην παλιά ρομαντική εποχή να κάνουν σε φεγγαρόλουστες βραδιές καντάδα κάτω από το παραθύρι της καλής τους. Γι’ αυτό και σε κάθε κουρείο φιγουράριζε κρεμασμένη στον τοίχο μια κιθάρα (ή ένα μαντολίνο), που τις ελεύθερες ώρες του ο κουρέας ξεκρεμούσε κι’ ακομπανιάριζε, ενώ άλλοι, ο κάλφας, ο μικρός και φίλοι πελάτες τον σεκοντάριζαν.
Ο κουρέας Χρ. Παναγιωτόπουλος, ήτανε και θαυμάσιος μουσικός. Τα βράδια, σαν τελείωνε από την δουλειά του, αν και κατάκοπος από την πολύωρη ορθοστασία, παρέδινε στο κουρείο του ή πήγαινε σε σπίτια, μαθήματα κιθάρας και μαντολίνου σε νέους και νέες.
Ένας άλλος φιλόμουσος κουρέας ήτανε ο Δημ. Παπαϊωάννου, που αργότερα εξελίχτηκε σε καθηγητή μουσικής και αρχιμουσικό φιλαρμονικής! Για την ζωή και το έργο αυτού του εκπληκτικού κουρέα έγραψε στην εφημερίδα «Έρευνα» ο Γιάννης Παπαζήσης τα παρακάτω ενδιαφέροντα:
«Το κουρείο του στην οδό Λαρίσης ήταν και τεχνικό τροχείο ξυραφιών, αλλά τις βραδινές ώρες γίνονταν διδασκαλείο μουσικής. Εκεί μαθαίναμε φλάουτο, κιθάρα, μαντολίνο, ακόμα και βιολί. Γνώριζε καλά όλα τα μουσικά όργανα κι’ ήταν άφταστος στο κλαρίνο και το φλάουτο. Αυτά τα δυο υπέροχα όργανα γίνονταν αηδονόλαλα στην γλυκιά μπουκαδούρα του και στα επιδέξια δάκτυλά του. Η διδασκαλία του ήταν μεθοδική, επίμονη και πολύ μεταδοτική. Κανένας μας δεν έφυγε άμαθος. Κι’ όποιον καταλάβαινε ανεπίδεκτο τον σταματούσε στον δεύτερο μήνα. Δημιουργούσε φιλική επικοινωνία με τους μαθητές του και μια-δύο φορές τον μήνα το γλεντάγαμε στου Μιγδάνη, που είχε εστιατόριο στην οδό Λαρίσης. Κι’ υστέρα παίρναμε φαλάγγι τις γειτονιές και ιδίως τις φιλόμουσες Εβραίικα και Βαρούσι, επιδεικνύοντας τη μουσική μας επίδοση, ενώ ο δάσκαλός μας με το φλάουτο και δυο κιθάρες συνομηλίκων του, συνέχιζε το γλέντι του με παρέα υψηλού μουσικού επιπέδου. Δεν ήταν δε λίγες οι φορές, που πήγαινε σπίτι τις πρωινές ώρες. Νέος είχε κουρείο με τον Χρ. Παναγιωτόπουλο στην οδό Κονδύλη. Μα ο Μήτσιος Παπαϊωάννου ήταν γεννημένος για τη μουσική. Είχε γράψει και ωραία μουσικά κομμάτια, που παίζονταν από την άρτια τότε φιλαρμονική μας, της οποίας διετέλεσε υπαρχιμουσικός. Μελοποίησε δυο ποιήματα του κιθαρίστα Γιάννη Σεισοπούλου, που χάθηκε στα υψίπεδα της Μικράς Ασίας, σε τέμπο λυπητερής σερενάτας. Μουσικός πια ο Παπαϊωάννου τραβήχτηκε ολόκληρος από τη μουσική. Πήρε δίπλωμα αρμονίας και μας τον πήρε η Άρτα γι’ αρχιμουσικό της φιλαρμονικής της και καθηγητή στο γυμνάσιό της!! Άτυχος, σκοτώθηκε με τη μαγική μπαγκέτα του στο χέρι καθώς πήγαινε με τη φιλαρμονική του να ψυχαγωγήσει μια στρατιωτική μονάδα στα εφιαλτικά χρόνια του ανταρτοπόλεμου, από ανατροπή του στρατιωτικού Τζέημς, που τους μετέφερε».
Ήτανε όμως οι παλιοί κουρείς και καλοί προξενητάδες. Δεινοί… ρήτορες και καταφερτζήδες, που ήτανε, μπορούσαν ακόμα και… Δεσπότη να παντρέψουν! Έτσι ορισμένα κουρεία ήτανε και… γραφεία συνοικεσίων.
Σ’ αυτά κατέφευγαν οι πατεράδες, που είχανε κόρες για παντρειά. Ενημέρωναν σχετικά τον κουρέα – προξενητή, που αμέσως ανελάμβανε την υπόθεση, εύρισκε τον κατάλληλο γαμπρό, το προξενείο έκλεινε κι’ έπαιρνε για τον κόπο την ανάλογη αμοιβή και από τους δυο πατεράδες, της νύφης και του γαμπρού.
***
Ήτανε ακόμα οι παλιοί κουρείς —αρκετοί μάλιστα και περίφημοι— πρακτικοί γιατροί, οδοντογιατροί, φαρμακοτρίφτες και κτηνίατροι. Ήξεραν διάφορα θεραπευτικά βοτάνια και συνταγές γι’ αλοιφές, που θεράπευαν εκζέματα, πληγές, φαγούρες και σπυριά. Καθάριζαν στο «πι και φι» τα μπιμπίκια του προσώπου μ’ ένα τσιμπιδάκι, βάζανε στον σβέρκο του υπερτασικού πελάτη τους για την αφαίμαξη αίματος βδέλλες, που τις διατηρούσαν μέσα σε μεγάλες γυάλες με ποταμίσιο νερό. Επίσης πήγαιναν σε σπίτια αρρώστων κι’ έπαιρναν αίμα με το κέρατο ή με το «τσάρκι», μηχάνημα που είχε 12 λεπιδάκια για να φύγει το κρυολόγημα και ο πονοκέφαλος. Ειδικοί σ’ αυτό ήτανε οι Άχιλ. Καραμπαμπάς, Π. Χριστόπουλος, Νικ. Τζαβέλας, Νικ. Βοϊβόδας, Χρ. Κρασσάς, Ζήσ. Κουτσάγιας, Κων. Γκαραβέλης, Σωτ. Γκίμτσας κ.ά.
Ο Νικ. Τζαβέλας έφτιαχνε αλοιφές από βοτάνια για τον τριχοφάγο, αποστήματα και στομαχόπονους. Έκοβε με επιτηδειότητα την χρυσή (κιτρινάδα) με το ξυραφάκι στα μικρά παιδάκια. Ακόμα ασχολούνταν με τις αρρώστιες των ζώων και ήτανε ένας καλός πρακτικός κτηνίατρος και σ’ αυτόν κατέφευγαν κάθε τόσο πολλοί χωρικοί, που είχανε άρρωστα τα ζωντανά τους. Με την αλοιφή που θεράπευε τον τριχοφάγο είχε σώσει πολλούς Τρικαλινούς, που κινδύνευαν να μείνουν σ’ όλη τους τη ζωή φαλακροί ή με… ποντικοφαγωμένο τρίχωμα στο κεφάλι τους. Ήτανε όμως και άφθαστος οδοντογιατρός — όπως και το σύνολο των παλιών κουρέων, που έβγαζαν τα χαλασμένα δόντια με κλωστή ή τανάλια ή τα σφράγιζαν βάζοντας ασήμι ή «σκάρφι», που σταμάταγε τον πόνο. Σφραγισμένα δόντια με την τέχνη του Τζαβέλα διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε παλιούς Τρικαλινούς. Ο Τζαβέλας πέθανε το 1964 σε ηλικία 94 χρονών.
Οι πρώτοι κομμωτές και πως εξελίχτηκε η κομμωτική τέχνη
Η κομμωτική τέχνη στα Τρίκαλα έχει κι’ αυτή την ιστορία της. Πρωτοπόροι της υπήρξαν οι παλιοί κουρείς Αθαν. Δεμίρης, Ίωάν. Ντίνος, Χρ. Παναγιωτόπουλος και Χριστόπουλος και μερικοί άλλοι, που παράλληλα με την μπαρμπέρικη τέχνη κάνανε και χρέη κομμωτή. Σ’ ένα ιδιαίτερο του κουρείου —συνήθως πίσω από παραβάν— δέχονταν πελάτισσες, κοπέλες και παντρεμένες, που τις κόβανε τα μαλλιά και τα κατσάρωναν με τα πρωτόγονα εκείνα κατσαροψάλιδα. Πιο παλιά το κατσάρωμα των μαλλιών γινότανε μ’ ένα καμένο… καρφί. Μ’ αυτό φτιάχνανε κατσαρές τις άκρες των κοτσίδων, όπως το ήθελε η τότε μόδα. Επίσης κατσάρωναν μια τούφα μαλλιών στο πλάι, κοντά στο αυτί, κι’ ακόμα δημιουργούσαν με αρκετή επιτυχία τις γνωστές «αφέλειες» στο μέτωπο, που τόσο συνηθίζονταν την παλιά εποχή.
Ο Αθαν. Δεμίρης κουρέας από το 1917 άρχισε ν’ ασχολείται με την κομμωτική από το 1927 με βοηθό τον Αθαν. Καρανικολό από το Περτούλι που αργότερα άνοιξε δικό του κουρείο στο οποίο διατηρούσε και κομμωτήριο. Το κουρείο – κομμωτήριό του ο Δεμίρης διατηρούσε για πολλά χρόνια στην πλατεία «Αχίλλειου».
Την επιστημονική τρόπον τινά κόμμωση έφερε στα Τρίκαλα η Ελένη Ζαφειροπούλου – Αποστόλου το 1938, που μαζί με τον αδελφό της, γνωστό κουρέα Ίωάν. Ζαφειρόπουλο άνοιξε κομμωτήριο αποκλειστικά για τις γυναίκες στην οδό Απόλλωνος, όπου βρίσκονταν το ξενοδοχείο «Ρεξ» με την ονομασία «Ζαν». Με το όνομα αυτό έμεινε κατόπιν γνωστός ο Ίωάν. Ζαφειρόπουλος. Το κομμωτήριο αυτό πρωτολειτούργησε τον Απρίλιο του 1938 τη Μεγάλη Δευτέρα. Λίγο μετά άνοιξε κομμωτήριο ο Θεοχ. Γεωργιάδης, που σκοτώθηκε στον ανταρτοπόλεμο και μια κοπέλα, η γνωστή τότε κομμώτρια Βαίτσα, που το επίθετό της ξεχάστηκε. Τον Οκτώβριο του 1938 το κομμωτήριο Ζαφειρόπουλου μεταφέρθηκε στην οδό Ασκληπιού όπου παρέμεινε συνολικά 30 χρόνια και το 1950 ανακαινίστηκε ριζικά με ωραιότατες βιτρίνες καλλυντικών, που για πρώτη φορά εμφανίζονταν σε κατάστημα της πόλεως. Έφερε δε και τους πρώτους λαμπτήρες φθορισμού. Λίγο μετά, τέτοιοι λαμπτήρες τοποθετήθηκαν στα καταστήματα Κουρκούνη και Ά/φών Νακοπούλου. Οι τελευταίοι μάλιστα πήρανε και την αποκλειστική για την Δυτ. Θεσσαλία αντιπροσωπεία αυτών των λαμπτήρων. Το κομμωτήριο Ζαφειρόπουλου υπήρξε φυτώριο δημιουργίας νέων κομμωτριών. Απ’ αυτό ξεκίνησαν την κομμωτική τους τέχνη η Γιαννούλα Ζαφειροπούλου που ανέλαβε την διεύθυνση του κομμωτηρίου «Ζαν», η Ελένη Γούσιου – Κουράκου, η Βούλα Αρχοντή, η Στέλλα Λιαγούμη, η Αγγέλα Πανάγου κ.ά. που άνοιξαν δικά τους κομμωτήρια σε διάφορα σημεία της πόλεως. Κατόπιν εμφανίστηκαν ο Άθαν. Ψαρρής που για ένα διάστημα εργάζονταν σαν αποκλειστικός κομμωτής στο κουρείο του Άθ. Δεμίρη, ο Άναστ. Κανταρτζής, ο Άπ. Χριστόπουλος, η Δανάη Γκαντέλου, η Βούλα Στουρνάρα, η Γιάννα Μπαζούκη κ.ά.π. Ό Άθαν. Ψαρρής και ο Άναστ. Κανταρτζής άνοιξαν το 1957 δικό τους κομμωτήριο στην οδό Καρανάσιου. Το κομμωτήριο αυτό, που ήτανε πολυτελέστατο, διέθετε καλλυντικά και άλλα είδη της γυναικείας ομορφιάς και υπήρξε κι’ αυτό φυτώριο νέων κομμωτριών, που σήμερα έχουν δικό τους κομμωτήριο.
Το 1963 ιδρύθηκε στα Τρίκαλα και σχολή κομμωτικής τέχνης από τον Ίωάν. Ζαφειρόπουλο. Η σχολή αυτή που είχε την ονομασία «Πρότυπο Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών Κομμωτικής Τέχνης» λειτούργησε ως το 1968 και απ’ αυτή αποφοίτησαν πολλές νέες, που μαζί με τις άλλες, τις έμπειρες βοηθούς κομμωτηρίων της πόλεως μας, άνοιξαν —οι περισσότερες— δικά τους κομμωτήρια, όχι μόνο στην πόλη, αλλά και σε κωμοπόλεις και χωριά, φέρνοντας έτσι την εξέλιξη σε πάρα πολλές χωριατοπούλες, που ως τα τότε, πέραν από τις πλεξούδες δεν ξέρανε να φτιάχνουν αλλιώς τα μαλλιά τους.
Στο μεταξύ με την εξέλιξη της κομμωτικής τέχνης δημιουργήθηκε στην πόλη μας σωματείο κομμωτών, που το 1952 ενώθηκε με το παλιό σωματείο των κουρέων. Πρόεδρος του ενιαίου πια σωματείου κουρέων – κομμωτών εκλέχτηκε ο Ί. Ζαφειρόπουλος, κατόπιν ο Άν. Κανταρτζής και πάλι ο πρώτος ως το 1975, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Παράλληλα καθιερώθηκε η μέρα της Αναλήψεως επίσημη γιορτή των κουρέων και κομμωτών. Το γεγονός αυτό γιορτάστηκε τότε με μια ομαδική εκδρομή τους στην θάλασσα, στην διάρκεια της οποίας έγινε η συναδέλφωση των κουρέων και κομμωτών – κομμωτριών, που ως τα τότε ήτανε κυριολεκτικά στα… μαχαίρια.
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης