Τρικαλινοί καπνέμποροι και σιγαροποιοί
Το δημόσιο Καπνοκοπτήριο ιδρύθηκε στα Τρίκαλα το 1883, επί Κυβερνήσεως Τρικούπη. Όπως μας πληροφορεί η εφ. «Φάρος του Ολύμπου», η Βουλή, τον Μάρτιο του 1883, ψήφισε το νομοσχέδιο για τον καπνό, σύμφωνα με το οποίο «το δικαίωμα του κόπτειν τον καπνόν και μεταποείν εις σιγάρα δια οιουδήποτε εργαλείου ή μηχανής, ανήκει αποκλειστικώς εις το Δημόσιον και εκτελείται υπό υπαλλήλων της Κυβερνήσεως». (25-3-1883)
Μετά την ψήφιση του νόμου περί καπνού και σιγαρόχαρτου, η Νομαρχία Τρικάλων ενημέρωσε στην Αθήνα την αρμόδια υπηρεσία για τον αριθμό των «χαβανιών», δηλαδή των κοπτικών μηχανών που κατείχαν οι καπνοπαραγωγοί της περιοχής, έτσι ώστε το προς ίδρυση στα Τρίκαλα Καπνεργοστάσιο να εφοδιαστεί με τις ανάλογες κοπτικές μηχανές.
Το Νοέμβριο του 1883 άρχισε να εφαρμόζεται και στα Τρίκαλα η φορολογία του καπνού και οι καπνοπαραγωγοί που κατασκεύαζαν χειροποίητα τσιγάρα υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τα εργαλεία τους στον οικονομικό έφορο και εφεξής να δηλώνουν την ποσότητα καπνού που διέθεταν, ώστε να φορολογούνται.
Το Καπνοκοπτήριο —ο τοπικός Τύπος συνήθως το αποκαλούσε Καπνεργοστάσιο— δεν διέθετε ιδιόκτητο οίκημα αλλά στεγαζόταν σε διάφορα ισόγεια παλιών σπιτιών, τα οποία νοικιάζονταν για τρία χρόνια, ύστερα από μειοδοτική δημοπρασία.
Πρώτος διευθυντής του Καπνοκοπτηρίου ήταν ο Ηλίας Πολίτης, ο οποίος το 1884 αντικαταστάθηκε από τον Επαμ. Μηνογιάννη με βοηθό τον Αναγνώστη Νταή. Στη συνέχεια διευθυντές του Καπνοκοπτηρίου χρημάτισαν οι Γ. Τσιαρμακλής, Ευάγ. Κοτορός, Γ. Μητρόπουλος, Δ. Κουρούκλης, Βασιλείου κ.ά.
Στα καθήκοντα του διευθυντή ήταν και να διώκει τους λαθρέμπορους, να εποπτεύει το ζύγισμα του καπνού και να εισπράττει τον σχετικό φόρο. Μετά την είσπραξη του φόρου, αν ο καπνοπαραγωγός το επιθυμούσε μπορούσε ελεύθερα να κατασκευάσει μέσα στο Καπνοκοπτήριο, με τεχνίτες της δικής του επιλογής, χειροποίητα τσιγάρα. Ο καπνός και τα τσιγάρα προς πώληση τοποθετούνταν σε σακίδια και κούτες που σφραγίζονταν με μια ταινία, η οποία εκτυπωνόταν στο Εθνικό Σφραγιστήριο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσοι καπνοπαραγωγοί παρανομούσαν και δεν δήλωναν τον καπνό τους τιμωρούνταν με πρόστιμο 400-500 δρχ. ενώ ο χωροφύλακας ή ο πολίτης που κατέδιδε τον λαθρέμπορο λάμβανε ως αμοιβή το ένα τρίτο του πρόστιμου. («Φάρος του Ολύμπου» 25-3 και 27-5-1883)
Από τους πρώτους Τρικαλινούς σιγαροποιούς ήταν οι αδελφοί Πατίκη, καταγόμενοι από το χωριό Κρανιά Ασπροποτάμου.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι αδελφοί Αθανάσιος και Νικόλαος Πατίκης μαζί με τον εξάδελφό τους Γεώργιο εμπορεύονταν στην Κύπρο, όπως και πολλοί άλλοι συγχωριανοί τους Κρανιώτες, «σκουτί», δηλαδή ύφασμα από τραγόμαλλο, με το οποίο κατασκευάζονταν οι κάπες. Σε ένα από τα ταξίδια τους στην Κύπρο, οι Πατίκηδες πήραν μαζί τους και τρικαλινό καπνό, με τον οποίο κατασκεύασαν χειροποίητα τσιγάρα, τα οποία έγιναν αμέσως ανάρπαστα. Το 1874» συνέστησαν τον συνεταιρισμό Α.Γ. Πατίκης και Σία με την εμπορική ονομασία «Ο Πίνδος» και άρχισαν να παράγουν στο εργοστάσιο, που ανήγειραν στη Λεμεσό της Κύπρου, βιομηχανοποιημένα τσιγάρα με επεξεργασμένα καπνά από τα Τρίκαλα. Χάρη στην πολύ καλή ποιότητα των τσιγάρων τους, η βιομηχανία Πατίκη γρήγορα προόδευσε και άρχισε να κάνει εξαγωγές στην Αγγλία και στις βρετανικές αποικίες. Το εργοστάσιο στη Λεμεσό λειτούργησε ως το 1974. («Ιστορία του ελληνικού τσιγάρου», ΕΛΙΑ 1997)
Παράλληλα με τη δραστηριότητα των αδελφών Πατίκη στην Κύπρο, μέλη της ίδιας οικογένειας στα Τρίκαλα, οι αδελφοί Αθανάσιου Πατίκη, κατασκεύαζαν στο Καπνεργοστάσιο τσιγάρα, τα οποία διοχέτευαν στην τοπική αγορά μέσω του καπνοπωλείου τους «Άτλας». Ένας άλλος γνωστός κατασκευαστής χειροποίητων τσιγάρων ήταν ο Γ. Φερεντής και Σία, ο οποίος διατηρούσε το καπνοπωλείο «Ο δικέφαλος αετός», στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Πετρούπολις» («Πίνδος»).
Στη δεκαετία του 1920 οι Γεώργιος Πατίκης και Αθανάσιος (Σώκας) Περγαντής ίδρυσαν στα Τρίκαλα βιομηχανία πούρων με την επωνυμία «Ελληνική Βιομηχανική Εταιρεία Σιγάρων» (ΕΒΕΣ), η οποία έκανε εξαγωγές και στο εξωτερικό. Για τη βιομηχανία αυτή γίνεται εκτενής αναφορά σε ειδικό κεφάλαιο.
Μια άλλη μεγάλη οικογένεια τρικαλινών καπνεμπόρων και στη συνέχεια καπνοβιομηχάνων ήταν οι αδελφοί Σίσου, οι οποίοι άλλαξαν το όνομά τους σε Σεισόπουλου. Οι αδελφοί Σεισόπουλοι με την επωνυμία «Αποθήκη Καπνών Θεσσαλίας, η Ήπειρος» ασχολούνταν με το καπνεμπόριο από το 1870. Όταν το 1883 ιδρύθηκε στα Τρίκαλα το Καπνεργοστάσιο, άρχισαν να παράγουν χειροποίητα τσιγάρα, τα οποία διέθεταν στην αγορά μέσω του πρατηρίου που διατηρούσαν στην οδό 25η Μαρτίου. Να σημειωθεί ότι από τα τέσσερα αδέλφια, οι δύο, ο Δημήτριος και ο Χρίστος (ο δεύτερος ασχολείτο κυρίως με την προμήθεια καπνών και το χαρμάνι των τσιγάρων) ήταν αναλφάβητοι και υπέγραφαν με σταυρό, ενώ ο μικρότερος αδελφός, ο Αθανάσιος, είχε σπουδάσει στο Πολυτεχνείο μηχανικός.
Κατά μαρτυρία του Κωνσταντίνου Σεισόπουλου, η εταιρεία διέθετε στην αγορά τρεις ποιότητες τσιγάρων. Η πρώτη ποιότητα ήταν σε χρυσοποίκιλτη κασετίνα, η δεύτερη σε συρταρωτό κουτί και η τρίτη σε κούτες.
Το 1926 τόσο οι αδελφοί Σεισόπουλοι όσο και οι αδελφοί Πατίκη εγκατέστησαν στο Καπνοκοπτήριο μηχανήματα και άρχισαν να παράγουν βιομηχανοποιημένα τσιγάρα. Οι κατασκευαστές χειροποίητων τσιγάρων, φοβούμενοι μήπως τα βιομηχανοποιημένα τσιγάρα εκτοπίσουν από την τοπική αγορά τα χειροποίητα, συνεργάστηκαν τότε με τον καπνοπώλη Δ. Στάϊκο, και ανακοίνωσαν στον τοπικό Τύπο ότι αναλαμβάνουν «την ηθικήν υποχρέωσιν να επιμεληθούν την βελτίωσιν της ποιότητος των σιγαρέτων κατά τρόπον που θα καταστήσουν ταύτα από πάσης απόψεως ανώτερα των μηχανοποιημένων». («Θάρρος» 13-3-1926)
Το 1933 στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης απονέμεται στην καπνοβιομηχανία των αδελφών Σεισόπουλου χρυσό βραβείο («Αναγέννησις» 6-10-1933)·
Το 1938 η καπνοβιομηχανία Σεισόπουλου κυκλοφορεί στην αγορά τη μάρκα σέρτικων τσιγάρων ΑΣΣΟΣ σε μεγάλο κουτί των 12 δρχ. και σε μικρό των 6 δρχ. Σύμφωνα με τη διαφήμιση τα τσιγάρα ΑΣΣΟΣ ήταν «άνυτρα και με υπέροχο χαρμάνι καπνού» και απάλλασσαν τους καπνιστές από τη φαρυγγίτιδα και τον βήχα.
Μετά το θάνατό των ιδρυτών της εταιρείας Σεισόπουλου, λόγω έριδων και διαφωνιών των απογόνων τους, η βιομηχανία παρήκμασε και το 1939 έκλεισε.
Αξιόλογοι καπνέμποροι και, αργότερα σιγαροποιοί, ήταν και οι αδελφοί Αδάμος, Αθανάσιος και Νικόλαος Κισκίνης, οι οποίοι αρχικά εργάζονταν ως καπνεργάτες στο Καπνεργοστάσιο ενώ παράλληλα εμπορεύονταν καπνά. Στη δεκαετία του 1920 άρχισαν να κάνουν εξαγωγές καπνού στην Αμερική, στη Γερμανία και στην Ευρώπη, στο Αμβούργο μάλιστα ίδρυσαν και παράρτημα υπό την εποπτεία του Νικόλαου Κισκίνη.
Άλλες εταιρείες καπνού ήταν: των αδελφών Δ. και I. Χρόνη (1910) με την επωνυμία ««Εξέλσιορ», των Απόστολου Ματσόπουλου και Δημήτριου Χορδάκη (1918) με την επωνυμία «Η Πίστις», του Στέργιου Μπασμπίκη» (1919), των Μαρτσικλή, Χορδάκη, Γραβάνη, Μπλέτσα και Κατσάρου (1921) και του Α. Χατζιάρα (1927).
Επίσης το 1920 η φίρμα Γ. Ντυλόπουλος και Σία κατασκεύαζε τσιγάρα με τεχνίτες τους καπνοκόπτες I. Βασιλάκο και Αδ. Κισκίνη και σιγαροποιούς τους Λώρα και Λ. Ντυλόπουλου. Τα τσιγάρα του Ντυλόπουλου διοχετεύονταν στην τρικαλινή αγορά από το καπνοπωλείο «Αβέρωφ».
Στη δεκαετία του 1920 κυκλοφορούσαν στα Τρίκαλα οι παρακάτω μάρκες τσιγάρων: ΕΙΜΑΙ, Ρέμβη, Ρέα, Φως, καθώς και τα πούρα ΕΒΕΣ (EVES).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο τρικαλινό Καπνεργοστάσιο, τουλάχιστον στη δεκαετία 1910, εργάζονταν και μικρά παιδιά. Κατά μαρτυρία του μετέπειτα γνωστού καρδιτσιώτη ζωγράφου Δημήτρη Γιολδάση, το 1908 σε ηλικία 11 χρονών δούλευε στο Καπνεργοστάσιο με μεροκάματο 3 δεκάρες.
Το 1910 οι τρικαλινοί καπνεργάτες ίδρυσαν σωματείο και εξέλεξαν πρόεδρο τον Μ. Κούκο. Το 1911 οι πρόεδροι του Σωματείου καπνεργατών Καρδίτσας Β. Σιάντος και Τρικάλων Μ. Κούκος με κοινό υπόμνημα θα ζητήσουν κανονισμό ωραρίου εργασίας. Το 1920 το Σωματείο Καπνεργατών θα πρωτοστατήσει στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Τρικάλων ενώ το 1921 το Σωματείο Καπνεργατών Τρικάλων θα προσχωρήσει στη δύναμη της Γενικής Ομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος.
Τον Δεκέμβριο του 1924 μεταξύ καπνεργατών και καπνοπαραγωγών δημιουργούνται προστριβές. Οι καπνοπαραγωγοί —πολλοί από τους οποίους είναι ταυτόχρονα και καπνέμποροι— επιδιώκουν να εξάγουν στο εξωτερικό καπνά μη επεξεργασμένα ενώ οι καπνεργάτες, φοβούμενοι ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, ζητούν από την Κυβέρνηση να μην υιοθετήσει το αίτημά τους.
«Το καπνικόν ζήτημα είναι εθνικόν και ως τοιούτον πρέπει να προκαλέσει την προσοχήν και το ενδιαφέρον όλων των τάξεων και να ρυθμιστεί κατά τρόπον ο οποίος θα απομακρύνει κάθε κίνδυνον μειώσεως της παραγωγής», έγραφε η εφ. «Θάρρος». (7-12-1924)
Καθώς τα χρόνια περνούν, το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται και τα γούστα των καπνιστών, με τη βοήθεια και της διαφήμισης, αλλάζουν. Μετά το 1930 τα βιομηχανοποιημένα τσιγάρα εκτοπίζουν από την τρικαλινή αγορά τα ντόπια χειροποίητα τσιγάρα και οι σιγαροποιοί μπαίνουν στο περιθώριο.
Κατά προφορικές μαρτυρίες το Καπνεργοστάσιο Τρικάλων λειτουργούσε ως την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου. Δεν βρέθηκαν στοιχεία ότι λειτούργησε και κατά την περίοδο της κατοχής. Πάντως ο μηχανολογικός του εξοπλισμός διατηρείτο ως το 1946. Αυτό συνάγεται από ένα σχόλιο της εφ. «Αναγέννησις», η οποία συνιστά να αδειάσει το Καπνεργοστάσιο από τα υπάρχοντα μηχανήματα ώστε να χρησιμοποιηθεί ως αποθηκευτικός χώρος για τα τρόφιμα των συσσιτίων. (23-3-1946)
Μαρούλα Κλιάφα, Η επιχειρηματικότητα στα Τρίκαλα (1881-1960), Μια παραγνωρισμένη ιστορία. Εκδόσεις Degiorgio, Τρίκαλα
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης