Μπορούν να συμμετέχουν παιδιά των σχολείων του Δήμου Τρικκαίων.
Οι Λαζαρίνες συμμετέχουν είτε ατομικά, είτε ομαδικά έχοντας καλάθια κατασκευασμένα με φυσικά υλικά και στολισμένα με φυσικά λουλούδια, και τραγουδώντας ένα από τα παραδοσιακά κάλαντα της εορτής Σε όλα τα παιδιά προσφέρονται παραδοσιακά φιλέματα και ενθύμια συμμετοχής. Θα βραβευθούν τα τρία ωραιότερα καλάθια, τα τρία καλύτερα παραδοσιακά τραγούδια και οι τρεις καλύτερες συνολικές παρουσίες (καλάθι και τραγούδι).
Στη Θεσσαλία, όπως και στη Στερεά Ελλάδα, στη Μακεδονία, και στη Θράκη τα κάλαντα του Λαζάρου τα τραγουδούν μόνο κορίτσια , οι «λαζαρίνες». Στολισμένες με ωραίες φορεσιές και κρατώντας καλάθια στολισμένα με λογής λογής ανοιξιάτικα λουλούδια γυρίζουν όλα τα σπίτια. Καθώς τελείται μέσα την καρδιά της Άνοιξης πέρα από τα θρησκευτικά μηνύματα που μεταδίδει , συμβολίζει και την αναγέννηση της φύσης. Οι λαζαρίνες επίσης συμβολίζουν την αναγέννηση και συνέχιση της ίδιας της παραδοσιακής κοινωνίας, είναι οι κοπέλες – μελλοντικές νύφες που θα αναλάβουν μέσα από το γάμο και την απόκτηση παιδιών να ανανεώσουν και να συνεχίσουν την παραδοσιακή κοινωνία.
Τα Λαζαρινά κάλαντα περιέχουν τραγουδάκια ολιγόστιχα που αναφέρονται στο θρησκευτικό μήνυμα της εορτής και πάρα πολλά παινέματα τραγουδάκια που εξυμνούν τα μέλη της οικογένειας (νοικοκύρης, νοικοκυρά, μικρό παιδί, παλικάρι, κοπέλα, αρραβωνιασμένοι, νιόπαντροι) αλλά και τα μέλη της παραδοσιακής κοινωνίας του χωριού: ιερέα, δάσκαλο, γεωργό, τσομπάνο.
Παίνεμα για το σχολιαρούδι:
«Μάνα μου, τον υγιόκα σου, τον κοκκινοκρασάτο,
Τον έλουζες, τον χτένιζες, στον δάσκαλο τον στέλνεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδερνε με μια ψιλή βεργούλα,
με μια ψιλή, με μια λιγνή, με μια μαλαματένια.
-Παιδί μου, που ’ναι τα γράμματα, παιδί μου, πού ’ναι ο νούς σου.
-Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου είναι πέρα.
Πέρα, πέρα στις έμορφες. Πέρα στις μαυρομάτες.
Πόχουν το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σα γαϊτάνι,
Το δόλιο το ματόφρυδο σαν κλόσι από μαντίλι.»
Παίνεμα για την κόρη
«Μάνα μ’ , τη θυγατέρα σου, μάνα μ’, τη μοναχή σου
την έλουζες την χτένιζες στα σύννεφα την κρύβεις
και σπάραξε το σύννεφο και φάν’κε η κόρη μέσα.
Την είδε ο Θεός, την είδε η γης, την είδε ο κόσμους όλος,
Την είδε κι ο πραματευτής και έπεσε να πεθάνει.
-Σώπα, σώπα , πραματευτή, γαμπρό για να σε κάνω.
Γαμπρό στη θυγατέρα μου, γαμπρό στην μοναχή μου.
Πόχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σα γαϊτάνι,
το δόλιο το ματόφρυδο σαν κλόσι από μαντίλι.
Έχει και τα ξανθά μαλλιά σαρανταπέντε πήχες.
Χόρεψαν κι στου γάμου του με δυο με τρία μαντίλια.
Με δυό με τρία με τέσσερα, μένα ζυγό παιχνίδια.»