Το βιομηχανικό συγκρότημα του ιστορικού Μύλου Ματσόπουλου με τη χαρακτηριστική καμινάδα του δεν έχει ενταχθεί τυχαία στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική κληρονομιά.
Βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά των Τρικάλων και ξαφνιάζει ευχάριστα τους επισκέπτες της θεσσαλικής πόλης, η οποία άλλωστε επιφυλάσσει και άλλες κρυμμένες ομορφιές. Καλαίσθητοι πεζόδρομοι, πλατείες και σωστά διαμορφωμένες κοίτες των ποταμιών που τη διασχίζουν και δημιουργούν φυσικές γωνιές ακόμη και σε κεντρικά σημεία.
Τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να βρίσκεται στην αιχμή της τεχνολογίας, καταγράφοντας πρωτιές στη δωρεάν πρόσβαση στο internet και στην πιλοτική χρήση οχήματος χωρίς οδηγό, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το ιστορικό της αποτύπωμα.
Η αρχαία Τρίκκα ή Τρίκκη, που λέγεται ότι έχει πάρει το όνομά της από την κόρη του μυθικού Πηνειού, ιδρύθηκε τον 3ο π.Χ. αιώνα και ήταν η γενέτειρα του Ασκληπιού.
Αυτός είναι και ο λόγος που διέθετε ένα από τα αρχαιότερα και μεγαλύτερα Ασκληπιεία των ιστορικών χρόνων, ενώ ενδείξεις ζωής που έχουν βρεθεί επιβεβαιώνουν ότι η περιοχή κατοικούνταν από την προϊστορική περίοδο.
Με το σημερινό της όνομα παρουσιάζεται κατά τους βυζαντινούς χρόνους, σε κείμενο της Αννας της Κομνηνής.
Το 1395 έγινε έδρα του Σαντζακίου Τρικάλων, της οθωμανικής διοίκησης της μεγάλης περιφέρειας που εκτεινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας, γνωρίζοντας μεγάλη ανάπτυξη.
Το κτιριακό συγκρότημα του μύλου βρίσκεται κοντά στον οδικό άξονα που ενώνει τα Τρίκαλα με την Αρτα, αλλά και στον σιδηροδρομικό σταθμό, σε μια τοποθεσία που παλιότερα ήταν γνωστή ως «Αληκαρά», από το όνομα του Τούρκου μεγαλογαιοκτήμονα της περιοχής.
Μαζί με τους ελεύθερους χώρους, καλύπτει 90 στρέμματα. Οι τρεις πλευρές του ακινήτου οριοθετούνται από πετρόχτιστη μάνδρα, ενώ η τέταρτη ακουμπά στην κοίτη του ποταμού Αγιαμονιώτη.
Με τα νερά του τροφοδοτούσε τη φτερωτή και για χρόνια αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για την επεξεργασία του σιταριού που προερχόταν από τον εύφορο θεσσαλικό κάμπο.
Το αρχικό κτίριο, που λέγεται ότι σχεδιάστηκε από Αυστριακούς μηχανικούς, κατασκευάστηκε το 1884, λίγο μετά την πρώτη προσάρτηση ολόκληρης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, και στην ουσία ήταν η τρικαλινή αντεπίθεση στα μεγάλα συγκροτήματα που λειτουργούσαν στον Βόλο.
Διέθετε τέσσερις κλιβάνους και τρεις υδρόμυλους με 10 μυλόπετρες. Περιμετρικά διασώζονται τα νεότερα κτίσματα του καθαριστήριου, του μηχανοστάσιου, οι αποθήκες και ο χώρος του μακαρονάδικου.
Ενα μεγάλο μέρος του εξοπλισμού, ανάμεσά τους οι υδροστρόβιλοι, διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τις διαδοχικές εξελίξεις στην επεξεργασία του σιταριού και την παραγωγή βασικών προϊόντων διατροφής.
Οι πρώτοι ιδιοκτήτες του μύλου ήταν οι αδελφοί Αγαθοκλή, από τη Ζαγορά του Πηλίου. Το 1929 απέκτησαν συνεταίρο τον Ι. Γαλάνη, ο οποίος χρηματοδότησε τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων.
Τότε έγινε η πρώτη επέκταση στο βασικό κτίριο, που ανέδειξε τον κυλινδρόμυλο στον μεγαλύτερο των Βαλκανίων, ενώ λειτούργησε το πρώτο μακαρονοποιείο στην Ελλάδα.
Το εγχείρημα όμως δεν απέδωσε λόγω του διεθνούς οικονομικού κραχ, η εταιρεία πτώχευσε και ο Γαλάνης αυτοκτόνησε.
Στον Μεσοπόλεμο η επιχείρηση έκανε νέο, δυναμικό ξεκίνημα, αυτή τη φορά με τη συμβολή του Ιωάννη Ματσόπουλου.
Είχε γεννηθεί στην Ελάτη Ιωαννίνων, αλλά στα δεκαέξι του αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στα Τρίκαλα και, παράλληλα με τις σπουδές του, έπιασε δουλειά στον μύλο.
Ηταν αυτός που διαπίστωσε ότι τα νερά του Αγιαμονιώτη στέρευαν τους καλοκαιρινούς μήνες και δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες παραγωγής.
Γι’ αυτό εισήγαγε τον ατμό στις κινητήριες δυνάμεις, που συνοδεύτηκε από την επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων από τα 1.000 στα 3.500 τετραγωνικά.
Επί των ημερών του χτίστηκε το τετραώροφο κτίριο, από πέτρα και εντυπωσιακά ξύλινα ζευκτά στη βάση της στέγης, ενώ προστέθηκε και η εμβληματική καμινάδα. Χάρη σε αυτές τις προσθήκες η ημερήσια παραγωγή του μύλου έφτανε τους 14 τόνους, η οποία μετά τον πόλεμο, με την εισαγωγή της ηλεκτροκίνησης, ανέβηκε στους 36 τόνους και τότε απασχολούσε 24 άτομα.
Το 1971 οι εγκαταστάσεις ενοικιάστηκαν στην εταιρεία Κατσιάκου, ώς το 1984 οπότε έπαψαν οριστικά να λειτουργούν. Το 1977, λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Ιωάννης Ματσόπουλος δώρισε ολόκληρο το ακίνητο στον Δήμο.
Από τότε ξεκίνησε το πρόγραμμα ανάδειξης των εγκαταστάσεων, οι οποίες το 1995 κηρύχθηκαν ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού συμπεριλαμβάνει τα βοηθητικά κτίρια, τον μανδρότοιχο, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο, σημειώνοντας ότι «αποτελούν αξιόλογο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, όπως διαμορφώθηκε τον περασμένο αιώνα στον ελλαδικό χώρο, απαραίτητο για τη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής».
Η τμηματική παράδοση των ανακαινισμένων χώρων έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια και σε διάφορες γωνιές του μύλου ήδη λειτουργούν χειμερινός και καλοκαιρινός κινηματογράφος, θέατρο, αίθουσες εκθέσεων, αλλά και κέντρο έρευνας.
1. Από το 2010, ο μύλος μετατρέπεται σε θεματικό πάρκο και φιλοξενεί τις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις του δήμου. Μεταμορφώνεται σε «Μύλο των Ξωτικών» και έχει αναδειχθεί σε σημείο αναφοράς για τα Τρίκαλα αλλά και την ευρύτερη περιοχή.
2. Η τελική μελέτη για την ανάδειξη του βιομηχανικού συγκροτήματος εκπονήθηκε από το Ε.Μ. Πολυτεχνείο και την Αρχιτεκτονική Σχολή της Ελβετίας. Είναι ενταγμένο στο Δίκτυο PACT, την πρωτοβουλία για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, που τελεί υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με θρησκευτική ευλάβεια έγινε η αποκατάσταση των πέτρινων κτιρίων, ενώ αναδείχθηκαν 60 παραγωγικές μονάδες του μύλου, από τις οποίες οι 20 είναι μεγάλου μεγέθους. Ξεχωρίζει η μονάδα της υδροκίνησης, από τις λίγες που διασώζονται σε όλη την Ελλάδα.
3. Το 1910 τοποθετήθηκε μια μεταλλική γέφυρα για να συνδεθεί ο μύλος με τη γειτονική περιοχή. Κατά τη θεμελίωσή της βρέθηκαν τα ίχνη του πέτρινου γεφυριού που είχε καταρρεύσει στη μεγάλη πλημμύρα του 1907. Ηταν Ιούνιος, αλλά η βροχή είχε πρωτοφανή ένταση. Τα τέσσερα ποτάμια που διατρέχουν τα Τρίκαλα φούσκωσαν και τα νερά τους άφησαν πίσω 80 νεκρούς, ενώ κατέρρευσαν 200 κατοικίες και το Γυμνάσιο της πόλης. Από το 1960 η επικοινωνία γίνεται με σύγχρονη γέφυρα, που εξυπηρετεί και τα οχήματα, αλλά αφάνισε τα τελευταία ίχνη του πέτρινου γεφυριού.
*Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τον Δήμο Τρικκαίων.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών