Του ΘΕΟΛΟΓΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Δημοσιογράφου
«Κάζα Πρεβεντίβα»: Στα ιταλικά σημαίνει «σπίτι του κρατούμενου» και με αυτό το όνομα πέρασε στην ιστορία το ιταλικό στρατόπεδο των Τρικάλων, στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Άρχισε να λειτουργεί τον Σεπτέμβριο του 1941 και διατηρήθηκε ως τις 18 Μαΐου του 1943 -είκοσι σχεδόν μήνες- οπότε και διαλύθηκε. Αρχικά εγκαταστάθηκε σ’ ένα παλιακό δίπατο κτίριο γνωστό ως «μύλος του Κατσάμπα», που βρισκότανε πίσω από τον Σιδηροδρομικό σταθμό, ανάμεσα στις σιδηροδρομικές γραμμές και το ποτάμι της Αγίας Μονής και τρεις μήνες μετά, τον Δεκέμβριο μεταφέρθηκε στην συνοικία Κουτσομύλια κι’ εγκαταστάθηκε στο εκεί δημοτικό σχολείο.
Σ’ αυτό κλείστηκαν στην αρχή κρατούμενοι από τη Θεσσαλία και στη συνέχεια από την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές. Ανάμεσά τους ήταν και πολιτικοί κρατούμενοι, ,πολλοί από τους οποίους, ήταν σημαίνοντα στελέχη του Κ.Κ.Ε. Για το ιταλικό στρατόπεδο των Τρικάλων, γράφτηκαν και βιβλία. Ένα μάλιστα του Κώστα Στούρνα, φέρει για τίτλο την ονομασία του στα ιταλικά: «Κάζα Πρεβεντίβα». Σ’ αυτό ο συγγραφέας παραθέτει τις προσωπικές του αναμνήσεις από την παραμονή του σ’ αυτό ως πολιτικός κρατούμενος.
Ένα άλλο βιβλίο που αναφέρεται λεπτομερέστατα στο στρατόπεδο αυτό, είναι του γιατρού Αντώνη Φλουντζή: «Στρατόπεδα Λάρισας-Τρικάλων 1941-44». Σ’ αυτό ο συγγραφέας, παραθέτει και τις μαρτυρίες πολλών κρατουμένων της «Κάζα Πρεβεντίβα», όπως της Λαρισαίας ποιήτριας Θεώνης Ξηνταράκου, του βουλευτή του Κ.Κ.Ε. Κώστα Λουλέ, του Κ. Στούρνα κ.α.
Η Θεώνη Ξηνταράκου που ήταν από τους πρώτους κρατούμενους της «Κάζα Πρεβεντίβα», περιγράφει το παλιακό κτίριο στο οποίο εγκαταστάθηκε, σαν ένα τρισάθλιο, αληθινό μπουντρούμι. Οι Ιταλοί το είχαν επιτάξει ένα μήνα νωρίτερα σπάζοντας την πόρτα του. Με αγγαρεία των κατοίκων της περιοχής Τρικάλων, επισκεύασαν το επάνω πάτωμα, όπου εγκαταστάθηκε η φρουρά των Καραμπινιέρων και είκοσι στρατιώτες, καθώς και η Διοίκηση.
Στο υπόγειο σιδερόφραξαν πόρτες και παράθυρα κι’ έζωσαν με αγκαθωτό σύρμα τον αυλόγυρο. Η πρώτη παρτίδα κρατουμένων που έφθασε στο στρατόπεδο, περιελάμβανε 112 νεαρά άτομα, ηλικίας 18-25 χρόνων, όλοι τους σαλταδόροι, που τους είχαν πιάσει στο Βόλο να κάνουν «πλιάτσικο» σε στρατιωτικούς καταυλισμούς, σε λάστιχα αυτοκινήτων κλπ. Η πράξη τους αυτή, θεωρήθηκε από τους Ιταλούς κατακτητές «σαμποτάζ».
Οι συνθήκες διαβιώσεως στην «Κάζα Πρεβεντίβα» τον πρώτο καιρό, ήταν πολύ άθλιες. Οι κρατούμενοι υπόφεραν από τη βρώμα, την ψώρα και τους ποντικούς. Τους θέριζε και η πείνα. Έτρωγαν ότι τους έστελνε ο Δήμος, συνήθως πράσα, σπανάκι, παντζάρια, κρεμμύδια, μαζί με λίγη λασπωμένη μπομπότα.
Ο Κώστας Στούρνος, γράφει σχετικά στο βιβλίο του: Η «Κάζα Πρεβεντίβα» είναι μια φυλακή απ’ τις χειρότερες που μπορεί να φανταστεί και θανατοποινίτης κατάδικος. Έχει μια μεγάλη ισόγεια σάλα πλακοστρωμένη που πιάνει όλο το ισόγειο και με μια μοναδική πόρτα σιδεροζωσμένη και σιδερόφρακτα παράθυρα. Παντού υπάρχει άφθονη ψείρα και μιλιούνια οι ποντικοί. Και το σπουδαιότερο, δεν έχει συσσίτιο. Η ιταλική υπηρεσία του στρατοπέδου, δεν θεωρεί τον εαυτό της υποχρεωμένο να δώσει συσσίτιο στους κρατούμενους. Οι κρατούμενοι μένουν ακόμη στη ζωή μ’ ένα μοναδικό πρασόζουμο που το παραχωρεί ο Δήμος Τρικάλων και από ογδόντα δράμια λασπωμένη μπομπότα που είναι η μόνη που υπάρχει τροφή».
Ο ίδιος στο προσωπικό του ημερολόγιο καταγράφει λεπτομερειακά τη ζωή στην «Κάζα Πρεβεντίβα», όταν αυτή ήτανε εγκατεστημένη στον παλιό υδρόμυλο της Αγίας Μονής. Παραθέτω μερικά αποσπάσματα αυτού του ημερολογίου:
«- 29 του Νοέμβρη 1941. Σήμερα έχουμε χιόνια. Πολλά χιόνια. Όλη τη νύχτα χιόνιζε και τώρα όλα γύρω χωμένα σε άσπρο σάβανο. Η θερμοκρασία είναι 14 βαθμοί υπό το μηδέν. Όπως πάντα, το συσσίτιο με σκέτα πράσα που τα στέλνει η Δημαρχία. Βράζονται μέσα στο θολό νερό της τουλούμπας που είναι στην αυλή κοντά στην όχθη του ποταμού και σερβίρονται μετά στις καραβάνες.
– 30 του Νοέμβρη 1941 …Ποντικοί. Ενός Τρικαλινού κρατούμενου τούφαγαν τη νύχτα τη μύτη. Την ροκάνισαν την ώρα που κοιμόταν, πέντε μέτρα μακριά μας και δεν πήρε είδηση. Μεγάλες συζητήσεις γίνονται για τους ποντικούς. Δεν το ήξερα ότι μπορεί να σε φάνε χωρίς να το νιώσεις. Τώρα η μύτη του δύστυχου ποντικοφαγωμένου είναι ξεφλουδισμένη, κόκκινη και του πονεί πολύ. Οι ποντικοί είναι τεράστιοι… χρειάζεται όμως χιούμορ. Τους βλέπουμε που σκαρφαλώνουν στα πατόξυλα του ταβανιού. Είναι θρασύτατοι. Διεκδικούν κι’ αυτοί ισότητα με τους ανθρώπους. Κάθομαι και γράφω λίγα σατυρικά στιχάκια.
– 6 του Δεκέμβρη 1941: Ποικιλία συσσιτίου σήμερα. Αντί πράσσα ο Δήμος μας έστειλε κρεμμύδια και κάστανα».
Στις 18 Δεκεμβρίου 1941 έγινε η μεταφορά του στρατοπέδου στα Κουτσομύλια. Εγκαταστάθηκε στο κτίριο του εκεί δημοτικού σχολείου που οι Ιταλοί το επίταξαν. Το φράξαν με συρματόπλεγμα και το μετέτρεψαν σε πραγματικό στρατόπεδο. Με τη μεταφορά της «Κάζα Πρεβεντίβα» στο σχολείο των Κουτσομυλίων, οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων βελτιώθηκαν αισθητά και έγιναν πιο ανθρώπινες. Το στρατόπεδο διέθετε αποχωρητήρια και λουτρά και οι θάλαμοι ήταν πιο υγιεινοί, χωρίς υγρασία και ποντικούς. Βελτιώθηκε πολύ και το συσσίτιο.
Για τη νέα ζωή στο στρατόπεδο, η Θεώνη Ξηνταράκου, διηγείται τα παρακάτω ενδιαφέροντα: «Ένας αγαθός Ιταλός, ο Τζιοβάνι με πληροφόρησε πως γρήγορα θ αλλάζαμε στρατόπεδο και στρατοπεδάρχη. Πριν φύγουμε από την Αγία Μονή, ήρθε ο καινούργιος στρατοπεδάρχης. Μας υποσχέθηκε πως σε λίγες μέρες, θα μεταφερόμαστε σ’ ένα καλό σχολείο, έξω από την πόλη. Πραγματικά, τρείς-τέσσερις μέρες μετά, με φώναξε πρωί-πρωί, λέγοντας μου να ντυθώ, γιατί θα με στέλνανε μ’ ένα καραμπινιέρο και μερικούς στρατιώτες να δούμε το καινούργιο μας στρατόπεδο κι’ έπειτα να συζητήσουμε για την εγκατάσταση μας σ’ αυτό.
Αποβραδίς είχε πέσει πυκνό χιόνι κι’ έκανε τρελό κρύο. Φόρεσα ανάποδα ένα παλιό γούνινο παλτό και από πάνω μια καπαρντίνα, μάλλινες κάλτσες και τις μπότες μου και ξεκινήσαμε πεζοί. Ήξερα κάπως τα Τρίκαλα. Πήγαμε στα Κουτσομύλια, μια βλάχικη συνοικία κάτω από το λόφο, όπου το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Ήταν ένα πέτρινο, περιποιημένο οίκημα στενόμακρο, στο μέσο μιας τεράστιας άφραγης αυλής. Εκείνη την ώρα Ιταλοί φαντάροι την έζωναν με συρματόπλεγμα αγκαθωτό και ψηλό κάπου δύο μέτρα. Είχε τρεις μεγάλες και μια μικρή ψηλοτάβανες και φρεσκοασβεστωμένες αίθουσες.
Αλλά όλα τα παράθυρα, τα έφραζαν μαστόροι με τούβλα, αφήνοντας ψηλά-ψηλά ένα φεγγίτη. Το πάτωμά τους ήταν ξύλινο, χωρίς τρύπες για φιλοξενία ποντικών. Την επομένη 19 Δεκέμβρη μεταφερθήκαμε στο καινούργιο στρατόπεδό μας. Τώρα η διαβίωσή μας σ’ αυτό, ήταν πολύ ανθρώπινη. Είχαμε περισσότερη ελευθερία. Συγκροτήσαμε συνεργεία ξυλουργών και τσαγκαράδων. Οι τσαγκαράδες έφτιαχναν μπόλικα παπούτσια, που τα πουλούσαμε σ’ εμπόρους και τα χρήματα τα βάζαμε στο κοινό ταμείο για βελτίωση του συσσιτίου και για ένα μικρό απόθεμα από ζάχαρη και ρύζι για τους αρρώστους.
Μεγάλη ήταν η βελτίωση του συσσιτίου μας. Παίρναμε από μια ωραία πανιότα (καρβέλι ψωμιού) του μισού κιλού ο καθένας, μακαρονάδα με λαδάκι μπόλικο και παρμεζάνα, φασόλια άσπρα και κάθε Κυριακή είχαμε κρέας. Μας έδιναν και από πέντε τσιγάρα. Για την αγορά των τροφίμων έβγαιναν καθημερινά μερικοί κρατούμενοι που τους όριζε η επιτροπή που είχαμε εκλέξει με την έγκριση φυσικά του στρατοπεδάρχη. Είχαμε κάνει κι’ ένα περιβολάκι έξω από το στρατόπεδο κι’ εξασφαλίζαμε τα ζαρζαβατικά μας. Γιατρούς είχαμε δικούς μας, αλλά αν χρειάζονταν ειδικοί ή οδοντογιατροί, μας επέτρεπαν να πάμε στα ιατρεία τους με συνοδεία καραμπινιέρων. Είχαμε και τακτική αλληλογραφία».
Τον Μάϊο του 1943 το στρατόπεδο διαλύθηκε και οι κρατούμενοι, 115 τον αριθμό, μεταφέρθηκαν στη Λάρισα και κλείστηκαν στο εκεί στρατόπεδο που είχαν δημιουργήσει οι Ιταλοί τον ίδιο χρόνο με το στρατόπεδο των Τρικάλων. Λίγους μήνες όμως πριν από την διάλυση οι Ιταλοί είχανε αρχίσει τις εκτελέσεις σε αντίποινα των επιθέσεων και των δολιοφθορών που κάνανε σε βάρος τους οι αντάρτες. Και τα θύματα τους τα διαλέγανε από τους κρατούμενους της «Κάζα Πρεβεντίβα».
Ο Κ. Λουλές που ήταν κρατούμενος στην «Κάζα Πρεβεντίβα», θυμάται: «Οι εκτελέσεις γίνονταν μπροστά στα μάτια μας στο νεκροταφείο της πόλης που ήταν λίγο πιο πέρα από το στρατόπεδο. Μαντεύει κανένας από αυτό και την τρομερή δοκιμασία μας όταν γίνονταν εκτελέσεις. Γίνονταν αυτές το πρωί, σε ώρα που το στρατόπεδο ήταν ανοιχτό. Σαν βλέπαμε από μακριά το καμιόνι με το εκτελεστικό απόσπασμα να έρχεται, όλο το στρατόπεδο πάγωνε. Και ο καθένας αναρωτιόταν μέσα του: «Να ναι άραγε η σειρά μου;» Και ύστερα με μάτια δακρυσμένα ο χαιρετισμός των μελλοθάνατων, τα φιλιά του θανάτου, το φόρτωμά τους στο καμιόνι και σε λίγο οι ομοβροντίες και οι χαριστικές βολές. Και η καρδιά μας σφιγμένη μέρες…»
Σημ.: Το κείμενο είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό “Μετέωρα”
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης