Ο συμπολίτης αείμνηστος στρατηγός και βουλευτής Στέφανος Σαράφης στο βιβλίο του «Ιστορικές αναμνήσεις» γράφει:
«Οι εκλογές στα Τρίκαλα στην περίοδο 1890-1920 κερδίζονταν τις περισσότερες φορές με τη βία. Ισχυρότεροι από τους πολιτευόμενους του νομού μας ήταν οι Χατζηγάκηδες. Πλούσια οικογένεια κουτσοβλάχικη από το Περτούλι, μα με ελληνική πραγματική συνείδηση. Είχαν πάνω από 5.000 πρόβατα και μεγάλα χτήματα. Ήταν τρία αδέλφια, ο ένας ο Σωτήρης έβγαινε σχεδόν διαρκώς βουλευτής, ο Παναγιώτης 3-4 δεκαετίες στη σειρά δήμαρχος στα Τρίκαλα και ο τρίτος ο Ντούλας δήμαρχος στο δήμο Αιθίκων (Τύρνα).
Το σπίτι τους μέσα στο κέντρο της πόλης, το μεγαλύτερο και πολυτελέστατο. Σ’ αυτό φιλοξενούνταν όλοι οι επίσημοι, ντόπιοι και ξένοι, που κατά τύχη περνούσαν από τα Τρίκαλα. Είχαν κομματικούς φίλους σχεδόν όλους τους κουτσόβλαχους του νομού και επί πλέον και πολλούς άλλους, γιατί δέχονταν απλά τον κόσμο, έκαναν ότι ρουσφέτι μπορούσαν, βάφτιζαν παιδιά, στεφάνωναν αντρόγυνα και γενικά έκαναν ότι όλοι οι πολιτικοί για να φκιάσουν κόμμα.
Η οικογένεια μας (Σαράφη) ήταν πολιτικοί αντίπαλοί τους, χωρίς κανένα γενικό ζήτημα. Ο πατέρας μου (Γεώργιος Σαράφης) και όλο το συγγενολόι σχεδόν ενωμένο, ανακατεύονταν ζωηρά στις εκλογές. Ακόμα, στο σπίτι μας, επειδή είχε μεγάλη αυλή, στις διαδηλώσεις και μέρες των εκλογών οι υποψήφιοι έβαζαν τραπέζια για να τρώνε και να πίνουν οι φίλοι τους.
Τις εκλογές —συνεχίζει στο βιβλίο του ο Στέφ. Σαράφης— τις έπαιρναν οι Χατζηγάκηδες, τις περισσότερες φορές με διάφορα μέσα. Πρώτα – πρώτα στις διαδηλώσεις οι Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι σκηνίτες, που κουβαλούσαν με το τραίνο, έχοντας τις κάπες τους για προφυλακτικό κυνήγαγαν τους αντιπάλους με τις πέτρες και τα ξύλα, τρομοκρατούσαν τον κόσμο και έδιναν την εντύπωση, πως έχουν την πλειοψηφία.
Την ήμερα των εκλογών έπιαναν πρωί – πρωί τα τμήματα, ψήφιζαν, εμπόδιζαν τους αντίθετους να ψηφίζουν, πιάνοντας την πόρτα και διευκολύνοντας τους δικούς τους, έστω και αν αυτοί οι ίδιοι είχαν ψηφίσει. Και όταν οι δικοί τους είχαν σχεδόν τελειώσει, έπιαναν με κάποια αφορμή τον καυγά με πέτρες και ξύλα, διακόπτονταν η ψηφοφορία κι’ έτσι πέρναγε η ώρα, έκλειναν οι κάλπες και πολλοί από τους αντίθετους δεν ψήφιζαν. Οι αρχές που είχαν την εποπτεία των εκλογών ή ήταν δικές τους, γιατί κυβερνούσε το κόμμα τους, ή φοβούνταν ότι θα κυβέρνηση το κόμμα τους κι’ έτσι δεν έπαιρναν δραστικά μέτρα.
Η κατάσταση αυτή φυσικά προκαλούσε την αντίδραση των αντιθέτων πολιτικών, και για να αντιμετωπίσουν τις μαγκούρες και τις πέτρες άρχιζαν να χρησιμοποιούν πιστόλια. Τους μιμούνταν οι Χατζηγαγικοί κι’ έτσι είχαμε αληθινές μάχες, που στο τέλος έρχονταν και ιππικό από τη Λάρισα, που έκανε επέλαση και σκόρπιζε τους συμπλεκόμενους.
Στις συμπλοκές αυτές υπήρχαν και θύματα, νεκροί και τραυματίες. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση οι αρχές όριζαν τόπους διαδηλώσεων, στους Χατζηγακικούς την πλατεία Ρήγα Φεραίου νότια του ποταμού και στους αντίθετους τη μεγάλη πλατεία βόρεια του ποταμού και κατελάμβαναν τα γεφύρια με στρατιωτική δύναμη απαγορεύοντας την κυκλοφορία. Τότε γίνονταν προσπάθειες να περάσουν μέσα στο ποτάμι, για να κυνηγήσουν τους αντίθετους.
Με τους Χατζηγάκηδες —διευκρινίζει ο Σαράφης— δεν είχα καμιά’ έχθρα και μάλιστα με τα παιδιά τους είχαμε φιλία, αλλά τα γράφω για να δείξω την κατάσταση της εποχής εκείνης, χωρίς να θέλω να πω, πως οι αντίπαλοί τους είχαν μεγάλη διαφορά προς το καλύτερο».
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης