Γύρω στα 1915 με 1916 έκανε την εμφάνισή του στα Τρίκαλα ο πρώτος κινηματογράφος. Ήταν εγκατεστημένος σε μια μάντρα στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου (σήμερα Στρ. Σαράφη), και στο άσπρο πανί του προβάλλονταν συνήθως μικρές ταινίες βουβές ή καλύτερα αποκόμματα ταινιών – διαρκείας τριών ή και πέντε λεπτών η κάθε μια. Το όνομα εκείνου, που τον είχε δεν είναι γνωστό, λέγεται όμως, πώς προέρχονταν από άλλη πόλη. Το εισιτήριο είχε μια δεκάρα για τούς μεγάλους και μια πεντάρα για τούς μικρούς.
Ο αείμνηστος δικηγόρος Μιχ. Χατζηγάκης, έγραψε τα εξής, όταν παρακολούθησε για πρώτη φορά το μεγάλο για εκείνη την εποχή θαύμα του κινηματογράφου:
«Είμεθα στο Δημοτικό σχολείο, όταν ο δάσκαλός μας μας είπε να εφοδιασθούμε όλοι με μια πεντάρα για να μας οδηγήση το απόγευμα σ’ ένα θέαμα, πού δεν το είχαμε ίδει μέχρι τότε. Θα βλέπαμε, όπως μας είπε ο δάσκαλός μας, εικόνες σ’ ένα άσπρο πανί, μάχες, ξυλοδαρμούς, αστείους παλιάτσους, τραγουδιστές και άλλα πράγματα, που θα τα θυμούμεθα σ’ όλη μας την ζωή. Πράγματι το απόγευμα της ιδίας ημέρας ο καλός μας δάσκαλος μας ωδήγησε συντεταγμένους σε μια μάντρα, που βρίσκονταν στην οδό Ηπείρου και παραπλεύρως στο σπίτι των κληρονόμων Φίτσιου. Αφού καταλάβαμε τας θέσεις στυλώσαμε τα μάτια μας στο πανί και περιμέναμε να ίδούμε τα θαύματα, οπότε σε μια στιγμή σβήνουν τα φώτα και βλέπομε στο πανί έναν χονδρό, να κάνη διάφορα νούμερα ξεκαρδιστικά που μας διασκέδασαν πολύ. Ήταν ο κωμικός Φάττυ στο ρόλο ενός κλόουν του ιπποδρομίου, με βαμμένη την μύτη κόκκινη και με φαρδύ παντελόνι, που συνεχώς του έπεφτε και συνεχώς το μάζευε, για να τραπή εις φυγήν βλέποντας τους χωροφύλακες, που ήθελαν να τον συλλάβουν. Ακολούθησε η εμφάνισις ενός άλλου κωμικού, λεπτού και ευγενικού, του Μάξ Λίντερ, ντυμένου με φράκο και ψηλό καπέλο, που με το λεπτό μπαστουνάκι του έκαμε διάφορα παιγνίδια στα δάκτυλά του, πράγμα που πολύ μας εντυπωσίασε. Τέλος εμφανίστηκαν διαδοχικά δύο παλαιές δόξες του κινηματογράφου η Μενικέλλι και η Μπερτίνι με την πληθωρική ομορφιά τους, πού έκαναν διάφορα νούμερα…».
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ
Μ’ αυτόν τον τρόπο η πόλη γνώρισε τον κινηματογράφο, πού έμελλε λίγα χρόνια μετά να εξελιχτεί και να καταχτήσει τούς πάντες.
Αργότερα εμφανίστηκε σαν επιχειρηματίας κινηματογράφου ένας Ιταλός, ο Τζοβάνι -το επίθετο του άγνωστο- που από την οθόνη του τότε εξοχικού κέντρου «Πορτ Άρθουρ» (λειτουργούσε στο προαύλιο του Αγίου Στεφάνου) πρόβαλλε ταινίες, πού αποτελούνταν από αποκόμματα άλλων ταινιών, που τα έβγαζε από ένα μπαούλο. Τα αποκόμματα αυτά τα συναρμολογούσε, όπως αυτός ήθελε, με αποτέλεσμα οι υποθέσεις των έργων να μπερδεύονται, πράγμα που προκαλούσε την αγανάκτηση των θεατών. Πολλές φορές η αγανάκτηση έφθανε σε τέτοιο βαθμό που οι θεατές ξεσπούσαν σε φωνές και κάνανε «καζούρα» στον Ιταλό επιχειρηματία.
– Μπαούλο Τζοβάνι… φώναζαν ρυθμικά!
Και ο Τζοβάνι, μπροστά στην αγανάκτηση αυτή του κοινού, σταματούσε την προβολή, άνοιγε το μπαούλο, έβγαζε από αυτό άλλα αποκόμματα και μ’ αυτά συνέχιζε την προβολή, απτόητος από τις νέες διαμαρτυρίες που ακούγονταν.
Λίγο μετά ο Τζοβάνι συνεταιρίστηκε με τον Γιώργο Κούκο, και μαζί άνοιξαν θερινό κινηματογράφο, που ήταν και ο πρώτος συστηματικός, στο χώρο, όπου σήμερα το Δημαρχείο της πόλης. Στον κινηματογράφο αυτόν, που αργότερα πήρε την ονομασία «Αττικόν», αντί για καθίσματα υπήρχαν καρέκλες με τραπεζάκια τοποθετημένα σαν σε υπαίθριο καφενείο και αντί για εισιτήριο είχε υπερτίμηση στα σερβιριζόμενα αναψυκτικά, ποτά και γλυκά κατά μια ή δύο δραχμές.
Στην περίοδο 1924-1928 λειτουργούσε στην σημερινή πλατεία Ρήγα Φεραίου υπαίθριος κινηματογράφος. Η οθόνη του (το πανί, όπως συνήθιζαν να λένε) ήταν στημένη προς την πλευρά της οδού Ασκληπιού και στο μέρος όπου σήμερα είναι το σιντριβάνι υπήρχε ένα κιόσκι πού χρησίμευε για κυλικείο, ενώ δίπλα σ’ αυτό ήταν στημένη η μηχανή προβολής. Γύρω – γύρω από την πλατεία υπήρχαν τότε πολλά φουντωτά πευκάκια και πιο πέρα κατσίκια έβοσκαν ολημερίς στις χορταριασμένες όχθες του Ληθαίου.
Στην συνέχεια άνοιξε ο χειμερινός κινηματογράφος «Ρέξ», στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου (Στρ. Σαράφη) και λίγο μετά το «Πανελλήνιο» στην πλατεία Ρήγα Φεραίου. Ας σημειωθεί πως το «Ρέξ» ήτανε και ο πρώτος ομιλών κινηματογράφος της πόλης μας, που όπως έγραφε η ταμπέλλα που υπήρχε στην είσοδό του «προβάλλει ταινίας άδουσας, ηχητικάς και ομιλούσας».