Δήμος Τρικκαίων

Δωροθέα Σχολή

Κτίστηκε το 1875 με δωρεά 1500 χρυσών λιρών του ευεργέτη Δωρόθεου Σχολάριου. Λειτούργησε αρχικά σαν ιερατική σχολή, ενώ από το 1897 σαν σχολείο.

Το κτήριο έχει κάτοψη σχήματος “Π” και είναι διώροφο. Περιλαμβάνει πέντε αίθουσες στην ανώτερη στάθμη και βοηθητικούς χώρους στο ημιυπόγειο. Η Σχολή αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα δείγματα νεοκλασικών επιρροών στην αρχιτεκτονική των θεσσαλικών εκπαιδευτηρίων. Χαρακτηριστικά στοιχεία στις όψεις του κτηρίου είναι τα ορθογώνια παράθυρα με σιδεριές και λίθινες κορνίζες, το δισκελές κλιμακοστάσιο και η πλούσια διακοσμημένη κύρια είσοδος. Το 1991 χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο (Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/623/13205/18-3-1991 – ΦΕΚ 233/Β/18-4-1991). Σήμερα στεγάζει τη Φιλαρμονική του Δήμου Τρικκαίων, καθώς και Συλλογική πινάκων. Αναλυτικά εδώ

Πληροφορίες στο 2431353567 και στο 24310 74435

Ο Δωρόθεος Σχολάριος

Γεννήθηκε το 1812 στην κωμόπολη Βενδίστα (σημ. Αμάραντος) της επαρχίας Καλαμπάκας.

Σπούδασε στην Χάλκη Θεολογική Σχολή και διορίστηκε διευθυντής της Μεγάλης Σχολής του Γένους το 1852. Εκλέγει Μητροπολίτης Σωζοαγαθουπόλεως το ίδιο έτος, και Μητροπολίτης Δημητριάδος το 1856.

Το 1875 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με την συγγραφή εκκλησιαστικών γραφών. Αρρώστησε σε μεγάλη ηλικία και απεβίωσε επί του ατμόπλοιου «Ομόνοια» στις 29 Ιουνίου 1888.

Στην μακροσκελή διαθήκη του κατέστησε γενικό κληρονόμο του το Εθνικό Πανεπιστήμιο.

Συγγράμματα

Έργα και ημέρες

Ταμείο Πατρολογίας

Κλείδα Πατρολογίας

ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Ο Δωρόθεος Σχολάριος γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1812 στη Βεντίστα (σήμερα Αμάραντος) Καστανιάς στην επαρχία Καλαμπάκας. Γονείς του ήταν ο ιερέας του χωριού Σέργιος και η Ξανθή. Ήταν το πρώτο παιδί πολύτεκνης οικογένειας και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Δημάκης. Ανατρέχοντας τη 12ετία 1826-1838 της ζωής του, μας εντυπωσιάζει η έντονη επιθυμία που είχε για σπουδές. Με πενιχρά οικονομικά μέσα μετακινείται διαρκώς και αλλάζει σχολές (Τρίκαλα, Μετέωρα, Σκόπελος, Αγ. Όρος, Μολδοβλαχία, Θεσσαλονίκη, Σάμος, Σύρος), για να βρεθεί κοντά σε προικισμένους δασκάλους. Διαβάζει, διδάσκεται και πλουτίζει τις γνώσεις του με αξιοθαύμαστη ευκολία. Τελικά η βαθειά του πίστη τον οδηγεί το 1834 στην ιεροσύνη. Το 1944 φοιτά στη Θεολογική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1847 πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και το 1849 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Μεγάλης του Γένους Σχολής, της σημαντικότερης Σχολής του ελληνισμού κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Τον Μάρτιο του 1852 εκλέχθηκε μητροπολίτης Σωζουαγαθοπόλεως στη Θράκη. Μετά 6,5 χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1858, το πατριαρχείο τον μεταθέτει στην αρχιεπισκοπή Δημητριάδος, Ζαγοράς και Αγιάς, όπου επί 12 χρόνια βρίσκεται κοντά στο ποίμνιό του. Το 1870, με την αποδημία του μητροπολίτη Στεφάνου, ο θρόνος της Λαρίσης μένει κενός και στις 2 Απριλίου 1870 η σύνοδος του Οικουμενικού πατριαρχείου τον προβιβάζει σε μητροπολίτη και τον μετακινεί από τον Βόλο στη Λάρισα. Επειδή όμως ήταν υποχρεωμένος ως συνοδικός να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη, διόρισε προσωρινά ως τοποτηρητή του τον επίσκοπο Γαρδικίου Ιερόθεο. Ο τελευταίος, φιλόδοξος καθώς ήταν, εποφθαλμιούσε τον θρόνο της Λαρίσης για τον εαυτό του. Απόντος του Δωροθέου, άρχισε στη Λάρισα μια ανέντιμη εκστρατεία εναντίον του. Πήρε με το μέρος του πολλούς κατοίκους της πόλεως εξαγοράζοντας συνειδήσεις και διαβάλλοντας τον νεοδιορισμένο ιεράρχη, διασπείροντας εναντίον του ασύστολες κατηγορίες. Μάλιστα συγκρότησε επιτροπή από εκπροσώπους της καλής κοινωνίας της Λαρίσης, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γεώργιος Φαρμακίδης και ο Γεώργιος Φραγκίδης και τους έστειλε με δικά του έξοδα στην Κωνσταντινούπολη. Η επιτροπή βρήκε εκεί και Οθωμανούς συνεργούς, οι οποίοι είχαν μεγάλες κτηματικές περιουσίες στη Θεσσαλία, επομένως και μεγάλα συμφέροντα. Ήταν η εποχή που στη Θεσσαλία εκδηλώνονταν συνεχώς απελευθερωτικά επαναστατικά κινήματα. Οι κατηγορίες εναντίον του Δωροθέου που εκτέθηκαν στους παράγοντες της Υψηλής Πύλης και του πατριαρχείου ήταν ότι διακατέχονταν από φιλελεύθερα αισθήματα, ήταν φλογερός φιλέλληνας, όσο ήταν στην αρχιεπισκοπή Δημητριάδος βοηθούσε ηθικά και υλικά τα διάφορα επαναστατικά κινήματα και οι σχέσεις του με τον κλήρο και το ποίμνιο ήταν βάναυσες και τυραννικές.

Και ενώ αυτά συνέβαιναν στη Λάρισα, ο Δωρόθεος στην Κωνσταντινούπολη δεν γνώριζε τις ύπουλες ενέργειες του τοποτηρητή του και του έγραφε: «Εις και μόνον ήτο και είναι ο σκοπός μου, η ωφέλεια και η ευτυχία της Λαρίσης και απάσης της επαρχίας, ουχ ήττον δε και απάσης της Θεσσαλίας». Ενώ στους προκρίτους της Λαρίσης και σε φίλους του εξομολογείτο ότι: «Κτίριον Μητροπόλεως, Γυμνάσιον επαρχιακόν και θεσσαλικόν καλώς συγκροτημένον, Σχολείον ιερατικόν, Νοσοκομείον, Αναγνωστήριον φιλολογικόν και ό,τι άλλο παρόμοιον» θα είναι τα σχέδια του με την ανάρρηση στον θρόνο της Μητροπόλεως Λαρίσης. Σύντομα βέβαια πληροφορήθηκε τα συντελούμενα στην πόλη του Αγίου Αχιλλίου και τον κατέλαβε βαθύτατη θλίψη, γιατί διαπίστωσε ότι η πολεμική εναντίον του από τον από τον επίσκοπο Ιερόθεο βρήκε ισχυρούς υποστηρικτές. Όμως ούτε οι επιστολές του Δωροθέου, αλλά ούτε και οι παραινέσεις και νουθεσίες του Οικουμενικού πατριαρχείου δεν πέτυχαν να συνετίσουν τον Ιερόθεο. Γράφει αργότερα στα απομνημονεύματά του ο Δωρόθεος Σχολάριος: «Αντί να συμμορφωθεί με τα προς αυτόν γράμματα της Εκκλησίας και του διορισθέντος μητροπολίτου Λαρίσσης κ. Δωροθέου, ενήργει ο ανόητος υπέρ εαυτού, διαφθείρων τους απερισκέπτους εκ των Λαρισσαίων όπως λάβει αυτός την Λάρισσαν…».

Τελικά ο Ιερόθεος και οι περί αυτόν συκοφάντες, κατόρθωσαν να παραπλανήσουν εννέα ευυπόληπτους και έντιμους Λαρισαίους πολίτες και με ισχυρά ερείσματα τώρα, συνέχισαν τον κατηγορητικό τους λόγο, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν οριστικά. Γιατί καθώς η διαμάχη κρατούσε για πολύ, ο Δωρόθεος θέλοντας να δώσει ένα τέλος στη θλιβερή αυτή ιστορία, παραιτήθηκε από τον θρόνο του οικειοθελώς στις 25 Νοεμβρίου 1870, οκτώ μήνες μετά την εκλογή του και πριν προλάβει καν να επισκεφθεί τη νέα του έδρα, τη Λάρισα. Αμέσως στη θέση του η Σύνοδος του Οικουμενικού πατριαρχείου επέλεξε να τοποθετήσει τον Ιωακείμ Κρουσουλούδη ο οποίος έμεινε στη Λάρισα μέχρι το 1875. Έτσι η προσπάθεια του Γαρδικίου Ιεροθέου να προαχθεί σε μητροπολίτη Λαρίσης με άνομα μέσα, απέβη τελικά μάταιη.

Μετά την παραίτησή του τον Νοέμβριο του 1870, ο Δωρόθεος Σχολάριος παρέμεινε για πέντε χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, φέροντας τον τίτλο του πρώην Λαρίσης. Κατά το διάστημα αυτό προέβη σε διάφορες δωρεές για την ανέγερση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη γενέτειρά του Βεντίστα, τα Τρίκαλα, την Καλαμπάκα και αλλού. Το 1875 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και μέχρι τον θάνατό του ασχολήθηκε με την συγγραφή βιβλίων ως επί το πλείστον εκκλησιαστικού περιεχομένου, εκτός από το «Έργα και Ημέραι», έναν ογκώδη τόμο ο οποίος εκδόθηκε το 1877 και περιέχει πλήθος από αυτοβιογραφικά στοιχεία της πολυτάραχης ζωής του, καθώς και αρκετές επιστολές.

Στις 29 Ιουνίου 1889, επιστρέφοντας από την λουτρόπολη της Αιδηψού ατμοπλοϊκώς, άφησε την τελευταία του πνοή επάνω στο πλοίο. Ήταν 77 ετών. Την επομένη 30 Ιουνίου κηδεύθηκε στην Αθήνα με τιμές και με τον τίτλο του πρώην Λαρίσης, τον οποίο έφερε πάντοτε σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του και όταν υπέγραφε τα βιβλία του. Με τη διαθήκη του άφησε σημαντικά χρηματικά ποσά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κληροδοτήματα σε ιδρύματα και σχολεία σε περιοχές στις οποίες έζησε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Για τη Λάρισα, της οποίας έφερε τον τίτλο, αλλά δεν κατόρθωσε ποτέ να την επισκεφθεί ως μητροπολίτης, δεν αναφέρει στη διαθήκη του ούτε το παραμικρό. Και όπως γράφει σ’ ένα σημείο στην αυτοβιογραφία του: «…επί τεσσαράκοντα έτη διατρίβων μακράν της πατρίδος, τιμώμενος και αγαπώμενος, και ήδη κατηγορούμαι από τους Λαρισσαίους, τους οποίους ουδ΄ είδον, ουδ’ έβλαψα, ουδ’ αδίκησα. Και διατί; Διότι θέλω να δαπανήσω χάριν της πατρίδος εις το γήρας μου, ό,τι εν τη νεότητί μου μετά κόπου, ιδρώτων και οικονομίας απέκτησα».

 

Με πληροφορίες από άρθρο του  ΝΙΚ. Α. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ (Πηγή)