«Δημοτικόν Συμβούλιον Τρικκαίων ομοφώνως εκφράζει την ευχήν ίνα αρμοδίως επισπευθή διαδικασία κρίσεως απολυτέων πολιτικών κρατουμένων ώστε απόλυσις κριθησομένων ως απολυτέων συντελεσθή προ επικειμένων εορτών Πάσχα».
Αυτό ήταν το τηλεγράφημα που απέστειλε το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Τρικκαίων προς τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Δικαιοσύνης μετά το θέμα που έθεσε ο δημοτικός σύμβουλος Γιάννης Κουτσιμανής προς συζήτηση και ψήφιση. Συγκεκριμένα: «Ήθελα να θέσω υπό την κρίσιν σας ένα σοβαρότατον ζήτημα. Να εκφράσωμεν μιάν ευχήν προς την κυβέρνησιν να απολυθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι από 20 ετών βρίσκονται στις φυλακές θύματα μιας άσχημης περιόδου. Να ζητήσωμεν με ψήφισμα όπως επισπευθή η εξέτασις των φακέλλων διά την απόλυσιν των πολιτικών κρατουμένων. Θα είναι πράξις ανθρωπισμού εν όψει των εορτών του Πάσχα που είναι εορτή της αγάπης και όχι του μίσους».
Ο δημοτικός σύμβουλος Μιχ. Πίσπας ανέφερε «ότι μίαν ευχήν μπορούμε να στείλουμε» με τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Κων. Παπαστεργίου να λέει «Εφ’ όσον το θέμα ετέθη υπό την κρίσιν της κυβερνήσεως να εκφράσωμεν και εμείς ευχήν».
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ
«Να γίνη το τηλεγράφημα» λέει ο Δ. Βαβύλης με τον Δ. Τάχα να αναφέρει «αν δεν έχει πολιτικήν αιχμήν, αλλά μόνον από ανθρωπιστικής πλευράς να γίνη».
Τελικά ομοφώνως αποφασίστηκε το τηλεγράφημα που αναφέραμε.
Λίγη ιστορία
Στις 5 Νοεμβρίου 1955, μόλις ένα μήνα μετά την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αναγγέλθηκε ότι οι φάκελοι των κρατουμένων στις φυλακές καταδίκων κομμουνιστών, που ανέρχονταν σε περίπου 5.000, θα επανεξεταστούν και αναλόγως θα αποφυλακιστούν, «εκτός των επικινδύνων».
Ήταν ένα πρώτο σήμα έναρξης μιας διαδικασίας λήψεως μέτρων ειρηνεύσεως, αργής, αλλά που γεννούσε προσδοκίες στους δεσμώτες ηττημένους του Εμφυλίου Πολέμου. Επρόκειτο για μια σημαντική πρωτοβουλία με ακόμα σημαντικότερο το «αφανές» μέρος της: από την ανάληψη της πρωθυπουργίας Καραμανλή δεν έγινε καμία εκτέλεση θανατικής ποινής πολιτικών καταδίκων, ακόμα και αν είχαν καταδικαστεί με την κατηγορία της «κατασκοπείας», αν και συνέχισαν και κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια να υπάρχουν καταδίκες εις θάνατον, ενώ εκκρεμούσαν και άλλες από την προ του 1955 εποχή. Οι αποφάσεις έμεναν ανεκτέλεστες στο συρτάρι του εκάστοτε υπουργού Δικαιοσύνης των κυβερνήσεων Καραμανλή.
Σχετικά με το θέμα αφηγείται το τότε στέλεχος του ΚΚΕ Αντώνης Συγγελάκης: «Όλα αυτά τα χρόνια το σοβαρότερο πρόβλημα ήταν με όσους είχαν καταδίκες σε θάνατο και είχαν απορριφθεί οι αιτήσεις χάριτος. Κάθε φορά που άλλαζε ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο Ηλιού πήγαινε στον υπουργό και του έλεγε να μη βγουν οι καταδίκες από το συρτάρι του να μην τις στείλει στον εισαγγελέα γιατί μπορούσε να διατάξει την εκτέλεσή τους».
Η εξαγγελία του Νοεμβρίου 1955 έγινε σταδιακά πράξη, παρά τον έντονα αντικομμουνιστικό χαρακτήρα του μετεμφυλιακού κράτους –τόσο σε επίπεδο εκτελεστικής εξουσίας όσο και σε επίπεδο Δικαιοσύνης– και παρά τη διεθνή πολιτική ατμόσφαιρα που επηρέαζε ιδιαίτερα μια χώρα που βρισκόταν στα γεωπολιτικά όρια αντιπαράθεσης Ανατολής και Δύσεως.
Οι μετά τον Ιούλιο του 1965 κυβερνήσεις των Αποστατών στηριζόμενες στην ΕΡΕ είχαν μεγαλύτερη πολιτική άνεση στο ζήτημα των μέτρων ειρηνεύσεως, καθώς δεν κατηγορούνταν από την ΕΡΕ για σύμπραξη με την Αριστερά, όπως συνέβαινε με τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Βεβαίως για να αποφυλακιστεί το σύνολο των εναπομεινάντων στις φυλακές πολιτικών κρατουμένων έπρεπε να υπάρξει ρητή έγκριση της ΕΡΕ, στις ψήφους της οποίας στηρίζονταν οι κυβερνήσεις της Αποστασίας. Η ηγεσία της ΕΔΑ, και το ΚΚΕ από την υπερορία, δεν έπαυαν να πιέζουν πολιτικά και σε επίπεδο προπαγάνδας. Συνεχείς ήσαν οι παραστάσεις του Γιάννη Πασαλίδη, του Ηλία Ηλιού και άλλων στην κυβέρνηση Στέφανου Στεφανόπουλου, ενώ το ΚΚΕ πίεζε με τις συνεχείς αναφορές στο πρόβλημα από τις εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού «Η φωνή της αλήθειας». Ακόμα, δεν πρέπει να αγνοηθεί και η συμβολή προσώπων όπως η Μπέτυ Αμπατιέλου, που με μικρές αλλά δυναμικές κινητοποιήσεις είχαν προβάλει το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων στη Βρετανία και σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης κατά τα προηγούμενα χρόνια. Στην εκτίμηση της βαρύτητας αυτής της τρίτης παραμέτρου είχε συμβάλει ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Στεφανόπουλου, Ηλίας Τσιριμώκος, ο οποίος ζητούσε εκκαθάριση του ζητήματος υπογραμμίζοντας ότι παρουσιάζει διεθνή αντίκτυπο άνευ λόγου.
Το σαφές «πράσινο φως» ήρθε από τον αρχηγό –πλέον– της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλο στις 10 Ιανουαρίου 1966. Την ημέρα εκείνη τον επισκέφθηκαν οι εκπρόσωποι της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού και Αντώνης Μπριλλάκης και ζήτησαν τη συμπαράσταση του ιδίου ως αρχηγού, αλλά και της ΕΡΕ για την αποφυλάκιση των υπολοίπων κρατουμένων κομμουνιστών. Ο Κανελλόπουλος τους απάντησε ότι και χωρίς το διάβημά τους, συνεπής προς όσα είχε πει στη Βουλή, είχε δηλώσει σε μέλος της κυβερνήσεως ότι «δεν έχει αντιρρήσεις διά την ολοκλήρωσιν των αποφυλακίσεων». Ωστόσο, η δήλωσή του προκάλεσε αντιδράσεις των «σκληρών» του κόμματός του, τους οποίους κινούσε και η πρόθεση αμφισβήτησης της ηγεσίας του. Και τούτο παρά το ότι ο Κανελλόπουλος δεν είχε χαμηλώσει τους τόνους της πολιτικής του έναντι του «κομμουνιστικού κινδύνου», για τον οποίο μετέβαλε εκτιμήσεις αργότερα.
Την επομένη, 11 Ιανουαρίου, το πρόβλημα συζητήθηκε στην πολιτική κυβερνητική επιτροπή σε θετικό κλίμα έπειτα από εισήγηση του Στεφανάκη. Την ίδια ημέρα Ηλιού και Μπριλλάκης επισκέφθηκαν τον Παπανδρέου, ο οποίος τους απάντησε ότι η απόλυση των κρατουμένων προεβλέπετο από το νομοσχέδιο της κυβερνήσεώς του για την κατάργηση των εκτάκτων μέτρων και επομένως η εκ μέρους της Ενώσεως Κέντρου στήριξη της πρωτοβουλίας ήταν δεδομένη.