Η τεχνολογική εξέλιξη είχε σαν αποτέλεσμα να σβήσουν με το πέρασμα του χρόνου διάφορα επαγγέλματα, που στην παλιά εποχή ανθούσαν και κυριαρχούσαν στη ζωή. Έτσι, το αυτοκίνητο αντικατέστησε τα κάρα και τα αμάξια, το μηχανάκι και το τρίκυκλο τα καροτσάκια, το ηλεκτρικό ρεύμα τις λάμπες, τα γκαζοκάντηλα και τα λυχνάρια. Και ακόμα η ηλεκτρική κουζίνα τις φουφούδες με τα κάρβουνα και το πριονίδι ή ακόμα και με… βουνιές, το καλοριφέρ τις σόμπες, τα τζάκια και τα μαγκάλια. Γενικά, μετά τον τελευταίο πόλεμο επικράτησαν άλλες συνήθειες πολύ διαφορετικές από τις προπολεμικές.
Στα Τρίκαλα μέχρι και τα τέλη του 1970 σώζονταν καταστήματα που σήμερα δεν υπάρχουν πια ή έμειναν ένα ή δύο ή άνοιξαν εκ νέου, έτσι για να θυμίζουν μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί. Έτσι έχουμε:
Τα πιλοποιεία ή καπελάδικα όπου κυρίως κατασκευάζονταν και πωλούνταν διάφορα καπέλα, όπως αντρικές ρεπούμπλικες, τραγιάσκες ή κασκέτα, ψαθάκια, γυναικείες καπελαδούρες, μαθητικά πηλίκια τα οποία φοριούνταν μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κλπ.
Τα τσαρουχάδικα όπου φτιάχνονταν τσαρούχια ή γουρνοτσάρουχα για τους βλάχους και τους τσοπαναραίους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο παρατηρείται κάμψη και οι τσαρουχάδες προσαρμόζονται στις νέες απαιτήσεις. Έτσι οι παλιοί εκείνοι λαϊκοί τεχνίτες τώρα γίνονται τσαγκάρηδες, μπαλωματήδες, και μεταπράτες υποδημάτων της βιομηχανικής παράγωγης.
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ
Τα τσαγκαράδικα ή παπουτσάδικα όπου φτιάχνονταν εξ αρχής χειροποίητα παπούτσια και γίνονταν βέβαια και οι διάφορες επιδιορθώσεις των παπουτσιών (σόλιασμα, γάζωμα και… προκάρισμα).
Οι καρβουναποθήκες και ξυλαποθήκες που όλο το χρόνο είχαν μεγάλη κίνηση και πιο πολύ τον χειμώνα, μια που το κάρβουνο και το καυσόξυλο ήτανε η κυριότερη καύσιμη ύλη. Τότε πουλούσαν και χύμα κρασί.
Τα τσουκαλάδικα όπου πωλούνταν χωματένια (πήλινα) είδη, όπως τσουκάλια, στάμνες, λαήνια, κιούπια, κεσέδες, γλάστρες, διάφορα βάζα κλπ.
Τα φανοποιεία ή τενεκετζίδικα όπου φτιάχνονταν είδη από τενεκέ και τσίγκο, όπως γκιούμια, κουβάδες, μαγκάλια, κόσκινα, λυχνάρια και γκαζοκάντηλα, λεκάνες και σκαφίδες για μπουγάδα κλπ.
Αφθονούσαν και τα πεταλουργεία, τα σαγματοποιεία (σαμαράδικα), τα σιδηρουργεία, τα σχοινάδικα, τα καροποιεία, τα χαλκουργεία με χαλκωματένια είδη, όπως ταψιά, τεντζερέδες, άλλα οικιακά σκεύη, και μπρούτζινα είδη όπως θυμιατήρια, μαγκάλια, μύλοι για καφέ και πολλά καταστήματα που πωλούσουν καρφιά και πρόκες.
Υπήρχαν και οι επαγγελματίες του ποδαριού όπως οι γαλατάδες, συνήθως βλάχοι, που γυρνούσαν από τα χαράματα στις γειτονιές με δυο μεγάλα γκιούμια που στα χερούλια κρέμονταν η οκά, η μισή και το κατοστάρι και πωλούσαν γάλα πρόβειο, γελαδινό ή κατσικίσιο.
Οι παλιατζήδες, με γαϊδουράκι ή με ένα τσουβάλι στον ώμο, τριγυρνούσαν σε γειτονιές και διαλαλούσαν με δυνατή και μακρόσυρτη φωνή ότι αγοράζουν όλα τα παλιά σίδερα, παπούτσια, ρούχα, άδεια μπουκάλια και ότι πιο παράξενο υπήρχε σε κάθε τρικαλινό σπίτι. Και όλα τα αγόραζαν με λίγα τάλιρα.
Ακούγονταν τότε σε κάθε γειτονιά και η φωνή του γανωτή πού περνούσε με μια φουφού στο χέρι και γάνωνε χαλκώματα με καλάι.
Σε κάθε γωνιά πεζοδρομίου κάτω από τα τσίγκια σε όλα τα κεντρικά σημεία της πόλεως, στην δημοτική αγορά, τα Χασάπικα, και στις συνοικίες, ήτανε εγκατεστημένοι οι υπαίθριοι μπαλωματήδες με ένα ξύλινο πάγκο γεμάτο σφυριά, τανάλιες, τσαγκαρσούλια, καλαπόδια, καρφιά και ράμματα. Στόλιζαν κι’ έραβαν παπούτσια. Στα ίδια στέκια επίσης υπήρχαν και οι ομπρελάδες που διόρθωναν σπασμένες ή τρύπιες ομπρέλες.
Κυκλοφορούσαν τότε και οι έμποροι του ποδαριού οι πραματευτάδες ή γυρολόγοι που αλώνιζαν τις γειτονιές και τις μακρινές συνοικίες της πόλης, φορτωμένοι στον ώμο τους άλλοι ένα βαρύ μπόγο γεμάτο με την πιο ετερόκλητη πραμάτεια τους και άλλοι μια ξύλινη κάσα με χίλια δυο μπιχλιμπίδια. Άλλοι γυρνούσαν στις γειτονιές και στα διάφορα κοντινά χωριά με καρότσια που έσερνε μουλάρι ή γαϊδούρι. Πάνω σ’ αύτη είχανε ολάκερο κατάστημα εμπορικό και νεωτερισμών με ράφια όπου ήτανε αραδιασμένα τα τόπια με υφάσματα και μικρές βιτρίνες γεμάτες ψιλικά (καρφίτσες, τσιμπιδάκια, καρούλια, βελόνια, χάντρες, ψεύτικα μπιζού, κάλτσες, φανέλες, βρακοζώνες ή βράκες κλπ.
Γυρνούσαν τότε στις γειτονιές και οι τροχατζήδες ή ακονιστές με ένα τροχό στην πλάτη που τρόχιζαν και έκαναν κοφτερά σαν… ξουράφι, όπως έλεγαν, μαχαίρια, ψαλίδια, μπαλτάδες και ότι άλλο κοφτερό αντικείμενο.
Ήταν και οι παπλωματάδες. Που είχαν στέκι στο χάνι Θανόπουλου στην οδό Κονδύλη. Μοναδικό τους εργαλείο ήτανε ένα πελώριο πράγμα σε σχήμα τόξου ή άρπας, που με τη χοντρή χορδή του «ξεπουπούλιαζαν» το βαμβάκι. Όταν δεν είχαν παραγγελίες, γυρνούσαν σε διάφορες γειτονιές.
Τα καλοκαίρια έκαναν την εμφάνιση τους οι λεμονατζήδες που έσερναν ένα καροτσάκι με κασάκια γεμάτα λεμονάδες και πορτοκαλάδες του Κλιάφα. Μέσα σε ένα μεγάλο ντεπόζιτο με πάγο πασπαλισμένο με αλάτι για να μη λιώνει, έβαζαν τα μπουκάλια.
Με τις πρώτες ζέστες, συνήθως το Πάσχα και αν ήταν πρώιμες τη γιορτή του Ευαγγελισμού, γέμιζαν τα Τρίκαλα από δεκάδες παγωτατζήδες, τους γραφικούς αυτούς τύπους ζωσμένους με άσπρη ποδιά και με άσπρο κασκέτο στο κεφάλι που έσερναν με τα χέρια το ιδιόρρυθμο καροτσάκι τους, το γνωστό «παγωτατζίδικο». Αργότερα πρόσθεσαν σ’ αυτό και ποδήλατο. Πουλούσαν παγωτό που παρασκεύαζαν οι ίδιοι. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν σπεσιαλίστες στην παρασκευή και φημίζονταν για την αγνότητα και γευστικότητα του παγωτού τους.
Αρχές φθινοπώρου την παλιά εποχή και με το αρχίνημα της καινούργιας σχολικής χρονιάς, στις γειτονιές της πόλης εμφανίζονταν οι καστανάδες που έσερναν ένα καρότσι γεμάτο ζεστά και αχνιστά βρασμένα κάστανα που τα είχαν σκεπασμένα με μια λινάτσα. Κάθε πρωί στην εμφάνιση αυτού του πλανόδιου πωλητή γινότανε πραγματικός συναγερμός ανάμεσα στον παιδόκοσμο που με ένα φράγκο γιόμιζε τις τσέπες με κάστανα. Πολλοί από τους καστανάδες είχαν μόνιμο στέκι το προαύλιο των σχολείων όπου σε κάθε διάλειμμα οι μικροί μαθητές έτρεχαν να αγοράσουν κάστανα.
Επίσης από τις γειτονιές και τις μακρινές συνοικίες περνούσαν τακτικά δύο ή και τρείς φορές την εβδομάδα, εκείνοι που με ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με σακιά πωλούσαν καστανόχωμα για τα λουλούδια. Και έκαναν αυτοί τότε χρυσές δουλειές γιατί οι νοικοκυρές αγόραζαν μπόλικο καστανόχωμα, άλλες για τους ανθόκηπους των σπιτιών τους και άλλες για τις γλάστρες που αφθονούσαν τότε σε όλα τα Τρικαλινά παλιά αρχοντικά μα και στα φτωχόσπιτα.
Ο καλαθάς ήταν ένας άλλος γραφικός τύπος της παλιάς εποχής, που τριγυρνούσε στις γειτονιές και έπλεκε κατά παραγγελία καλάθια, κοφίνια κ.α. με καλάμια που έκοβε από τα βαρκά που αφθονούσαν τότε στην περιοχή μας. Οι καλαθάδες ήτανε συνήθως τσιγγάνοι και έφτιαχναν με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τα καλάθια. Οι ίδιοι έφτιαχναν ή και επιδιόρθωναν ψάθινες καρέκλες με το πλέξιμο ειδικού χόρτου πού φύονταν τότε στις όχθες των ποταμιών.
Υπήρχαν και τα κινητά ζαχαροπλαστεία! Συνήθως καροτσάκια γεμάτα με ένα σωρό παρασκευάσματα, είδη κυρίως… ερασιτεχνικής ζαχαροπλαστικής τέχνης, όπως σοροπιασμένα σταφιδόψωμα, γαλακτομπούρεκα, μπακλαβάδες, παστέλια, δίπλες, σάμαλι κλπ. Επίσης υπήρχαν πολλά στραγαλοποιεία ή στραγαλάδικα, με λαχταριστά αλμυρά στραγάλια και ζαχαρομπίμπιλα
Κατά την περίοδο της κατοχής εμφανίστηκαν και εξακολούθησαν για λίγο διάστημα και μετά την απελευθέρωση οι υπαίθριοι τσιγαροπώλες, που έπιαναν συνήθως τις άκρες πεζοδρομίων σε σημεία όπου υπήρχε κίνηση. Πάνω σ’ ένα τραπεζάκι είχανε μια βαλίτσα γεμάτη τσιγάρα καθώς και σπίρτα. Πουλούσαν και χύμα τσιγάρα (5 ή 6 μία δραχμή). Οι πιο γνωστές τότε μάρκες τσιγάρων ήταν η «Ποιότης», το «Πανελλήνιο» και τα «Άριστα» Ματσάγγου, ο «Άσσος», το «Νο 5» σε κίτρινο κουτί Παπαστράτου, τα ελαφρά «Έθνος», το «Άρωμα» Κεράνη, Μαργαρίτη, Καραβασίλη κ.ά.
Υπήρχαν επίσης και εκείνοι που επιδιόρθωναν τις πολυάριθμες τουλούμπες που υπήρχαν τότε. Αναλάμβαναν έναντι γενναίας τις περισσότερες φορές αμοιβής να περάσουν καινούργιες τουλούμπες σε σπίτια, κέντρα και ακόμα σε καταστήματα και να επιδιορθώσουν παλιές πού τύχαινε να πάθουν καμιά βλάβη.
Τότε υπήρχαν και οι… εκκενωτές βόθρων. Λίγοι επιδίδονταν σ’ αυτό το επάγγελμα το οποίο ήταν πολύ βρώμικο και αηδιαστικό. Φορούσαν λινάτσες από τσουβάλια, λαστιχένιες μπότες και γάντια και άρχιζαν το… βαρύ έργο τους συνήθως μετά τα μεσάνυχτα. Με κουβάδες δεμένους με τριχιές έβγαζαν το περιεχόμενο των βόθρων ή καταβοθρών και στη συνέχεια το άδειαζαν μέσα σε μεγάλα σιδερένια βαρέλια που είχαν πάνω σε κάρο και τα οποία άδειαζαν σε ρεματιές ή σε χαβούζες.
Οι καροτσέρηδες ή καραγωγείς ήτανε προπολεμικά και για αρκετό διάστημα μετά τον πόλεμο η μεγαλύτερη τάξη επαγγελματιών. Με τα κάρα τους μετάφερνε διάφορα οικοδομικά υλικά, όπως πέτρες από τα νταμάρια, ψιλή άμμο ή αμμοχάλικο από τα ποτάμια, ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα, τούβλα και κεραμίδια από τα κεραμαριά καθώς και μετακομίσεις.
Οι αμαξάδες παλιότερα στην πόλη μας ήταν πάρα πολλοί και οι οποίοι ήταν γραφικοί τύποι, με τραγιάσκα στο κεφάλι και παχύ τσιγκελωτό μουστάκι. Φορούσαν οι πιο παλιοί ζωνάρι στη μέση και στο πλάι της κρέμονταν μόνιμα το καμουτσίκι τους και κάνανε επιδεικτικές «στράκες» με το καμουτσίκι τους. Τα αμάξια τους χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά επιβατών για τον σιδηροδρομικό σταθμό, ή τους σταθμούς των λεωφορείων, για επισκέψεις στις διάφορες γιορτές, για κηδείες, μνημόσυνα και βαφτίσια, για περιπάτους μέσα και έξω στην πόλη ενώ έκαναν και μακρινά «αγώγια» σε χωριά και κωμοπόλεις. Μερικοί αμαξάδες ήταν «οικογενειακοί» και πληρώνονταν με τον μήνα. Τα αμάξια τους χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από παλιές πλούσιες Τρικαλινές οικογένειες για περιπάτους, γιορτινές επισκέψεις, εκδρομές κλπ.
Στην κεντρική πλατεία υπήρχαν αρκετοί υπαίθριοι φωτογράφοι, με τα τρίποδα κουτιά — φωτογραφεία, που αναλάμβαναν μέσα σε μισή το πολύ ώρα να σε φωτογραφίσουν και να σου παραδώσουν έτοιμη τη φωτογραφία. Πολλοί από αυτούς ήταν πραγματικοί καλλιτέχνες και βγάζανε ωραιότατες φωτογραφίες. Μερικοί μάλιστα χρησιμοποιούσαν και… σκηνικά και έφτιαχναν καταπληκτικά τρικ, όπως να βρίσκεσαι μέσα σε αεροπλάνο, μέσα σε αυτοκίνητο και για τους ερωτευμένους μέσα στην… καρδιά της αγαπημένης σου με τη φράση «ενθύμιον αιωνίας αγάπης και αφοσιώσεως».
Μεγάλη άνθηση παλιότερα γνώρισε και το επάγγελμα του λούστρου, όταν ακόμη οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν. Με ένα κασελάκι το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν κομψοτέχνημα κάθονταν στην κεντρική πλατεία, ακριβώς απέναντι από το άγαλμα του Κανάρη, στη σειρά περιμένοντας τους πελάτες.
Για πολλά χρόνια υπήρχαν και οι «σαράφηδες», οι υπαίθριοι όπως θα λέγαμε σήμερα χρηματομεσίτες, με τις κινητές… τράπεζες τους που αποτελούνταν από ένα τραπεζάκι και πάνω σ’ αυτό τοποθετούσαν μια βιτρίνα με τζάμι από τις τέσσερις πλευρές της που ήτανε γιομάτες από πάσης φύσεως παλιά νομίσματα, ασημένια και χρυσά, όπως τούρκικα γρόσια, φράγκα, φλουριά, λίρες κλπ. Σπάνια χαρτονομίσματα ελληνικά και ξένα όπως στερλίνες, δολάρια, μάρκα. Στην κατοχή και για αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο ασχολούνταν περισσότερο με την αγορά και πώληση χρυσών λιρών Αγγλίας. Ήταν τότε το νόμισμα που κυριαρχούσε σε κάθε συναλλαγή. Με αυτές πουλιόνταν και αγοράζονταν ακίνητα (σπίτια, μαγαζιά, οικόπεδα, χωράφια), προικίζονταν τα κορίτσια, απαρτίζονταν τα κεφάλαια για επιχειρήσεις, βιομηχανίες. Πολλές φορές οι «σαράφηδες» ήταν και τοκογλύφοι δανείζοντας σε διαφόρους που είχανε ανάγκη χρήματα με τόκο.
Στα παλιά χρόνια οι γυναίκες ασχολούνταν με το ράψιμο, το κέντημα και την ύφανση και τις έλεγαν υφάντρες. Και μάθαιναν να δουλεύουν τον αργαλειό, δηλαδή την ύφανση. Ένα άλλο επάγγελμα που σχεδόν εξαφανίστηκε, είναι της μοδιστρούλας. Οι μοδιστρούλες, φτωχά κοριτσάκια σε διάφορες γειτονιές και συνοικίες ασχολούνταν με τη μεταποίηση ή το διόρθωμα παλιών ρούχων.