Αι αγορεύσεις των συνηγόρων της υπερασπίσεως
κατά την χθεσινή δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου
Αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι
Η διακοπείσα δίκη ενώπιων του ενταύθα μεικτού ορκωτού Κακουργιοδικείου κατά του διευθυντού της «Αυγής» και μέλους της Δ.Ε. της ΕΔΑ Εμμανουήλ Γλέζου και του εκ Παλαιομοναστήρου αγρότη και στελέχους της ΕΔΑ Τρικάλων Ανδρέα Μπακατσή επί συκοφαντική δυσφημήσει του διοικητού της Υποδιοικήσεως Χωρ/κής Πύλης υπομοιράρχου κ. Ζιώγα, επανελήφθη χθες την 10.30’ μμ.
Ευθύς αμέσως άμα τη ενάρξει της συνεδριάσεως δίδεται υπό του κ. Προέδρου ο λόγος εις την υπεράσπιση, καθ ο η ακροαματική διαδικασία είχε τερματισθεί από της προηγουμένης.
Πρώτος ομιλεί ο εις εκ των συνηγόρων του Μπακατσή κ. Σπ Κωτσάκης. Ο κ. Κωτσάκης, του οποίου η αγόρευση διήρκεσε επί 45′ περίπου λεπτα της ώρας προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν εις την περίπτωσιν αποδεικτικά στοιχεία ενοχής. Αναφέρει δε συγκεκριμένως ότι αν η κατηγορουμένη επιστολή είχε δημοσιευθεί ως είχε εν τω πρωτοτύπω, ίσως η υπόθεσις να μη κατέληγε ενώπιων του δικαστηρίου, καθ’ ο, ως ήταν διατυπωμένα αρχικώς τα παράτονα του Μπακατσή, εστρέφοντο σαφώς εναντίον της κυβερνήσεως και ειδικότερο του υπουργού Εσωτερικών. Πάντως, καταλήγει ως προέκυψε και από τας καταθέσεις των μαρτύρων, δεν μένει αμφιβολία ότι όσα εγράφησαν εις την επιστολή του Μπακατσή είναι απολύτως αληθή και δεν απέβλεπαν, ως υποστηρίζει ο μηνυτής και η κατηγορούσα αρχή, εις το να θίξουν την τιμήν και υπόληψη του κ. Ζιώγα, αλλά εις το να ασκήσουν κυβερνητικό ελέγχον, όσον αφορά εις την τακτικήν ενίων κρατικών οργάνων έναντι των οπαδών της ΕΔΑ. Εν κατακλείδι δε ζητεί όπως οι κατηγορούμενοι κηρυχτούν αθώοι.
Ακολούθως δίδεται ο λόγος εις τον έτερον των συνηγόρων του Μπακατσή κ. Β. Παπαζήση, ο οποίος ομολογουμένως αποδεικνύει με στοιχεία ότι το ζήτημα των ατομικών φακέλων και του εν γένει εκφοβισμού των πολιτων διά τα πολιτικά των φρονήματα έχει λάβει κατά τα τελευταία έτη τεραστίαν έκτασιν, με συνεπείας αι οποίαι θα βαρύνουν επί πολύ ακόμη εις την πολιτική ζωή του τόπου. Συγκεκριμένως αναφέρει και ιδικήν του παρομοίαν περίπτωσιν. Εν συνεχεία εξάγει το συμπέρασμα ότι έφ’ όσον ουδέποτε κατά τα έτη 1954—55—56 και μέχρι των αρχών του 57 εκλήθη ο Μπακατσής εις καταστημα Χωρ/κής διά την τακτοποίηση του εις βάρος του φακέλου και εκλήθη, καθ’ ον χρόνον έκλήθη, εις τας παραμονάς δηλαδή της συσκέψεως της ΕΔΑ, οπωσδήποτε τα όσα κατηγγέλθησαν εις την επιστολή ήσαν απολύτως αληθή. Άλλωστε, προσθέτει, πιστεύει ακραδάντως ότι, λόγω της αξιοπιστίας του κατηγορουμένου και του ήθους του, η ενέργεια του αυτή όχι μόνον δεν πρέπει να χαρακτηρισθεί αξιόμεμπτος και κακόβουλος, αλλά απεναντίας πρέπει να αναγνωρισθεί προς τιμήν του, διότι έλαβε το θάρρος καίτοι ζων εν υπαίθρω ως απλού και έντιμος αγρότης, να καταγγείλει ορισμένες αυθαιρεσίας, αι οποίαι δεν περιποιούν καμίαν τιμήν εις δημοκρατουμένην χώραν, όπως είναι η Ελλάς. Όσον αφορά τώρα εις το ζήτημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, αποδεικνύει ότι δεν βαρύνει τοιούτον τι τον κατηγορούμενον, καθ’ όσον ως απεδείχθη και από την εξέλιξη της δίκης, ο Μπακατσής ασκών διά της δημοσιεύσεως της επιστολής νόμιμο δικαίωμα, δεν απέβλεψε εις το να πλήξη προσωπικώς τον κ. Ζιώγαν, αλλά εις το να ασκήσει γενικότερο έλεγχο κατα της κυβερνητικής τακτικής απέναντι των οπαδών του κόμματος του.
Περαίνων ο κ. Παπαζήσης την αγόρευση του, η όποια διήρκεσε επί 45 περίπου και αυτή λεπτά, ζητεί όπως το δικαστήριο αποδώσει τους κατηγορουμένους ελευθέρους εις την κοινωνία, διά να ασκήσουν εις το έξης με περισσότερον τώρα σθένος και αποφασιστικότητα, τα νόμιμα δικαιώματα των.
Μεθ’ ο δίδεται ο λόγος εις τον πρώτον εκ των συνηγόρων του Γλέζου κ. Χαρατσίδην, δικηγόρο Αθηνών και νομικόν σύμβουλον της «Αυγής» ο όποιος ήρχισε την αγόρευση του εκφράζων την χαράν του διά τον ήρεμον και εξονυχιστικόν τρόπον, με τον οποίον διεξήχθη η όλη διαδικασία.
Κατ’ αρχάς ο κ. Χαρατσίδης αναφέρεται γενικώς εις την λειτουργία του Τύπου, τον όποιον θεωρεί ως συμβάλλοντα τα μέγιστα εις την περιστολήν των τυχόν αυθαιρεσιών της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας. Συγκεκριμένως διά την «Αυγή» λέγει ότι διά πρώτη φοράν, κατά την διάρκειαν του 5ετους της βίου, άγεται ενώπιον Ελληνικού δικαστηρίου επί συκοφαντική δυσφημήσει. Επιβεβαιοί δε ότι ως όργανον κόμματος ασκεί πολεμική εναντίον των κατευθυντηρίων γραμμών της πολιτικής των εκάστοτε αντιπάλων κυβερνήσεων και ότι, εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει, ενήργησε υπό το αυτό πνεύμα και ουδόλως απέβλεψε να θίξει προσωπικώς τον κ. μηνυτή. Είτα αναλύει την διάρθωσιν των μεγάλων εφημερίδων και αποδεικνύει ότι είναι αδύνατον ο διευθυντής τοιούτων εφημερίδων να λαμβάνει γνώσιν ολοκλήρου της προς δημοσίευσιν ύλης. Διευκρινίζει όμως ότι ο κατηγορούμενος Γλέζος, αν παρά ταύτα ελάμβανε γνώσιν της επιστολής του Μπακατσή, θα προέβαινε οπωσδήποτε εις την δημοσίευση της, με την διαφορά ότι θα την εδημοσίευε ολόκληρον.
Εν συνεχεία, διά να αποδείξει ότι το δημοσίευμα είναι εν πάση περιπτώσει αθώον, παραθέτει σωρείαν δημοσιευμάτων εις διάφορα φύλλα της «Αυγής», τα οποία καίτοι ήσαν απείρως καυστικότερα, εν τούτοις δεν υπεβλήθησαν εναντίον της μηνύσεις, αν και ωμίλουν όλα περί αστυνομικών αυθαιρεσιών, εις διάφορα σημεία της επικρατείας. Διά ταύτα, καταλήγει, επειδή όλοι γνωρίζομεν υπό ποιον καθεστώς ζώμεν, πρέπει να παραδεχθώμεν ότι και τα αναφερθέντα εις την κατηγορουμένην επιστολήν είναι αληθή. Απευθύνει δε έκκλησιν όπως η κρίσις των κ.κ. δικαστών και ενόρκων είναι υπέρ των κατηγορουμένων.
Μεθ’ ο, υπολειπομένης της αγορεύσεως του κ. Κανελλοπούλου διακόπτεται η συνεδρίασις περί ώραν 2 μμ. για να επαναληφθεί την 6ην απογευματινήν.
Επαναληφθείσης της συνεδριάσεως την 6.30’ μμ. δίδεται αύθις ο λόγος εις τον έτερον των συνηγόρων του Γλέζου και τελευταίον της υπερασπίσεως κ. Στ. Κανελλόπουλλον, δικηγόρον Αθηνών, τέως του πολίτικου γραφείου της Φ.Δ.Ε. και νυν σημαίνον στέλεχος του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Ο κ. Κανελλόπουλος, γνωστός διά την ειδίκευσίν του εις τα ποινικά, μετά ωραιοτάτην εισαγωγήν, υπεισέρχεται εις λεπτομερείας νομικάς, πλην όμως σαφείς και πειστικός, αι οποίαι ομολογουμένως αλλάσσουν την όλην ατμόσφαιραν της δίκης υπέρ των κατηγορουμένων. Αναπτύσσει δε το θέμα της ελευθεροτυπίας με τοιαύτην σαφήνειαν και πλουσιωτάτην επιχειρηματολογίαν, ώστε να διαλυθούν πάραυτα και αι τελευταίοι αμφιβολίαι όσον αφορά εις την πράγματι μεγίστην κοινωνικήν αποστολήν του Τύπου. “Αλλοίμονο, συνεχίζει ο κ. Κανελλόπουλος, αν διά τοιαύτα μικροζητήματα, ως το υπό εκδίκασιν, ασκηθή το ένδικον μέσον της μηνύσεως εναντίον του Τύπου. Τότε, καταλήγει, δεν θα είχε καμίαν ουσιαστικήν σημασίαν η έννοια της ελευθεροτυπίας, ως την διετύπωσε πολλάκις ο σοφός νομοθέτης.
Ο Τύπος ασκεί, και πρέπει να την ασκεί ελευθέρως την ονομαζομένην τετάρτην λειτουργία, η οποία συνίσταται εις τον έλεγχον της νομοθετικής και ιδίως της εκτελεστικής τοιαύτης.
Ακολούθως, καταρρίπτει με επιχειρήματα βασίζομενα εις την νομολογίαν και νομοθεσίαν, ένα προς ένα όλα τα στοιχεία της κατηγορίας εν σχέσει με την εκδικαζομένην υποθεσούλαν, ως την εχαρακτήρισε, η οποία κατά την αντίληψίν του, δεν έπρεπε καν να απασχολήσει το δικαστήριον. Και ζητεί, ει δυνατόν, να δοθή ικανοποίησις και εις τον μηνυτήν και εις τους κατηγορουμένους, διά να πρστεθή ούτω και μία ακόμη λαμπρά σελίς εις την ιστορίαν της ελληνικής δικαιοσύνης.
Μετά την αγόρευση του κ. Κανελλοπούλου, η οποία διήρκεσε επί μίαν και ημίσεια περίπου ώρα και η οποία προεκάλεσε εντύπωση εις πάντας, αποσύρεται το δικαστήριο, την 8ην μμ. ακριβώς, ίνα εκδώση την απόφασίν του, η οποία έχει ως εξής: Το δικαστήριο εδέχθη, ότι εκ του συνόλου του δημοσιεύματος προκύπτει, ότι τούτο δεν θίγει την τιμήν ή υπόληψιν του μηνυτού Εύ. Ζιώγα, αλλά δι’ αυτού εσκοπείτο η έκφρασις διαμαρτυρίας του κατηγορουμένου Ανδρέα Μπακατσή διά την έναντι του κόμματος της ΕΔΑ και των οπαδών του κυβερνητικήν πολιτικήν έφαρμοζομένην διά του υφυπουργείου Εσωτερικών. Δι’ ο και κηρύσσει αθώους τους κατηγορουμένους.
Μεθ’ ο λύεται μετά διήμερο διαδικασία η συνεδρίαση, η οποία πράγματι συγκέντρωσε το γενικό ενδιαφέρον.
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης