Η ξακουστή παλιά βρύση της και το καφενεδάκι με το υπαίθριο θεατράκι του
Ένα πολύ γραφικό κομμάτι της παλιάς πόλεως ήτανε η τοποθεσία «Μαρούγγενα», όπου βρίσκονταν το κτίριο του υπεραστικού ΚΤΕΛ στην οδό Όθωνος. Εκεί λειτουργούσε για πολλά χρόνια ένα καφενεδάκι που έμεινε ιστορικό για την γραφικότητά του και για την μεγάλη κοσμική κίνηση που σημείωνε ιδιαίτερα τα καλοκαιριάτικα βράδια. Είχε γίνει το μοναδικό κοσμικό κέντρο των Τρικαλινών.
Κοντά στην εκεί γιομάτη από θεόρατα πλατάνια όχθη του Ληθαίου ήτανε χτισμένη η ονομαστή βρύση της Μαρούγγενας. Από την μπρούντζινη κάνουλα έτρεχε μερόνυχτα γάργαρο νερό που το καλοκαίρι ήτανε τόσο παγωμένο, που μούδιαζε τα δόντια εκείνου ή εκείνης που πήγαινε να πιει. Πολλές Τρικαλινές που κατοικούσανε στην άλλη άκρη της πόλεως ερχόντουσαν και γιόμιζαν μ’ αυτό τις πήλινες στάμνες.
Ήτανε και πολύ χωνευτικό. Έλεγαν πώς έβγαινε από μια πηγή του Κόζιακα με θεραπευτικές ιδιότητες. Σύμφωνα με μια παράδοση, στο σημείο εκείνο της όχθης του ποταμού ανάβρυζε στα πολύ παλιά χρόνια άφθονο νερό. Στα μετέπειτα χρόνια μια Τρικαλινή αρχόντισσα που λεγόταν Μαρούγγενα, έχτισε με δικά της χρήματα την βρύση, κι’ από τότε πήρε το όνομα «η βρύση της Μαρούγγενας» κι’ έγινε έτσι γνωστή σ’ ολάκερη την περιοχή.
Το καφενεδάκι της Μαρούγγενας είχε μια γραφική μάντρα γιομάτη πρασινάδα, πανύψηλα λιοτρόπια, πυκνά νυχτολούλουδα, ακακίες και κληματαριές που σκαρφάλωναν στους τοίχους και τα δέντρα.
Σ’ αυτό, τα καλοκαιριάτικα βράδια, οι Τρικαλινοί —μικροί και μεγάλοι— καθισμένοι στις αναπαυτικές ψάθινες καρέκλες του απολάμβαναν την δροσιά που έρχονταν από το ποτάμι, κι’ έτρωγαν την γευστική βανίλια βουτηγμένη στο παγωμένο νερό και το ονομαστό λουκούμι ραχάτ.
Τις περισσότερες όμως φορές, το καφενεδάκι αυτό μετατρέπονταν σε θέατρο. Πολλοί αθηναϊκοί θίασοι έδωσαν στο παλκοσένικο της Μαρούγγενας παραστάσεις με νούμερα που εντυπωσίαζαν. Γνωστοί καραγκιοζοπαίχτες έρχονταν και έδιναν στο υπαίθριο θέατρο της Μαρούγγενας παραστάσεις που προκαλούσαν πραγματικό συναγερμό στον τρικαλινό παιδόκοσμο. Ποιος δεν θυμάται τον μουστακαλή τελάλη που σεργιανούσε ολάκερη την πόλη και διαλαλούσε με την στεντόρεια φωνή του: «Απόψε στη μάντρα της Μαρούγγενας τρέξτε να δείτε τον Καραγκιόζη γιατρό. Γέλια—γέλια πολλά. Μη τον χάσετε». Την μεγαλύτερη όμως επιτυχία σημείωνε κάθε φορά που παιζότανε ο θρυλικός «γάμος του Καραγκιόζη»…
Πιο πέρα από την Μαρούγγενα ήταν τα μποστάνια με τα πολυθόρυβα μαγγανοπήγαδα και στο βάθος διακρίνονταν το Κουρσούμ Τζαμί με τον πανύψηλο μιναρέ του. Και ήτανε το μέρος εκείνο το πιο ιδανικό για τα ερωτευμένα ρομαντικά ζευγαράκια που μακριά από τα αδιάκριτα κουτσομπόλικα μάτια, έδιναν όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσιώσεως και έπλεκαν όνειρα για μια παντοτινή ευτυχία…
Δυο συμπολίτες έγραψαν κατά καιρούς τις αναμνήσεις τους για την Μαρούγγενα, ο Αχιλ. Καρανάσιος και ο Γιάν. Παπαζήσης.
Ο Αχιλ. Καρανάσιος έγραφε σε χρονογράφημά του που δημοσιεύτηκε στην «Έρευνα»:
«Καημένη, αγαπημένη μας «Μαρούγγενα». Οι παλιοί θαυμαστές σου, γεροντάκια με άσπρα χιόνια στους κροτάφους τώρα, σε θυμούνται στα περασμένα εκείνα χρόνια σαν ένα κρύο και γάργαρο νεράκι σε μια φυσική αυτοσχέδια στέρνα όπου, ευλαβικοί προσκυνητές, σκύβανε με λαχτάρα επάνωθέ σου οι κουρασμένοι στρατοκόποι του μακρινού δρόμου της ζωής, κι’ αφού εδρόσιζαν αχόρταγα το φλογισμένο τους λαρύγγι, ακούγανε ύστερα με κατάνυξι το ψιθυριστό υπερκόσμιο τραγούδι σου. Ήλθε έπειτα η κυρά Μαρούγγενα, με θέληση για κάτι το καλό και σου έδωσε το μόνιμο σπιτάκι σου, με τη μπρούτζινη κάνουλα και τ’ όνομά της…
Κοντά σου στο άλλοτες γραφικό και ρομαντικό καφενεδάκι σου της «Μαρούγγενας», με τα βαθύσκια και γέρικα δέντρα, την πλούσια πρασινάδα και τους ειδυλλιακούς κήπους με τους πανύψηλους παραταγμένους σε γεωμετρικά σχήματα ήλιους, τα γιασεμιά, τους κρίνους και τα πολύχρωμα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα πλέχτηκαν τόσα ειδύλλια, ακούστηκαν τόσα ερωτόλογα, χύθηκαν τόσα δάκρυα, ωσάν η επωδός και η απόκοσμη ηχώ τους την ευαίσθητη των αναμνήσεων χορδή μας κρούει…
Το μικρό θεατράκι σου των σκιών, με τους παληκαρισμούς του Μπάρμπα—Γιώργου, τη λεπτή σάτιρα του Καραγκιόζη και τους έρωτες και τις καντάδες του Νιόνιου, μοναδική ψυχαγωγία μας, τότε, πόσα γέλια δεν σκορπούσε στους τόσους θαυμαστές σου.
θυμάσαι, τραγουδιστή βρυσούλα της Μαρούγγενας, πως κάποτε και εστεμμένος το νεράκι σου γεύτηκε και καθώς καθισμένος στα παχύσκια δέντρα σου το γείτονά σου Ληθαίο θωρούσε, λαρυγγισμούς γλυκύτατους του μικρού φτερωτού τροβαδούρου άκουσε και καθώς έψαχνε να τον ιδεί, τον τύπο της εποχής «Σπανό» πίσω από τον κορμό ενός δέντρου αντίκρυσε τον οποίο και στ’ Ανάκτορα θέλησε να πάρει…».
Ο Γιάννης Παπαζήσης, έδωσε σ’ ένα χρονογράφημά του με το ψευδώνυμο «Νοσταλγός» που δημοσιεύτηκε παλιότερα στην «Έρευνα» περισσότερες πληροφορίες για την Μαρούγγενα. Έγραφε σ’ αυτό: «Χωμένη μέσα στο πράσινο, σέ οργιώδη βλάστηση από θαλερές ιτιές κι’ ακακίες που την ίσκιωναν, η Μαρούγγενα ήταν ένα πραγματικό παραδεισένιο κέντρο, που ανακούφιζε και ψυχαγωγούσε τους φλεγόμενους απ’ την αφόρητη ζέστη Τρικαλινούς, που ήταν οι περισσότεροι μπεκιάρηδες, στέλνοντας τις οικογένειες στα δροσερά χωριά της Πίνδου. Ένας ακούραστος και φιλοπρόοδος ενοικιαστής, ο Κλεάνθης, την μετέτρεψε σε παραμυθένιο ανθόκηπο. Χώρισε τα πρανή, πάν’ απ’ το Ληθαίο, σε δυο κλιμακωτά πλατό, σαν θεωρεία. Στα χαμηλά στηθαία φιγουράριζαν όμορφες γλάστρες με πλούσιο βασιλικό, ανάκατες με μυροβόλες φρέζες και πολύχρωμα γαρύφαλλα. Προκομένα λιοτρόπια, τυλιγμένα με ανθισμένες περικοκλάδες, μόρφαιναν τους ψηλούς φράχτες. Μα εκείνος που λάμπρυνε τη Μαρούγγενα, ήταν ο άφθαστος καραγκιοζοπαίχτης Γ. Κρανιώτης. Μαέστρος στην προβολή και στις κινήσεις των ειδώλων του, υπέροχος μίμος στην εναλλαγή της φωνής.
Πηγαίο το χιούμορ κι’ ανάλαφρα σατυρικά υπονοούμενα για πρόσωπα και πράγματα της εποχής, σκορπούσαν ακράτητα γέλια στο πυκνό ακροατήριο, που πλημμύριζε τον απέραντο καλαίσθητο και δροσερό χώρο. Τα υπέροχα κλέφτικα τραγούδια του, συνοδεύονταν απ’ τους ονομαστούς στο κλαρίνο και βιολί Λαβίδαν και Τζιτζιμήτσιον, που ακομπανιάρονταν από επιδέξιον σαντουρίσταν. Σαν μοναδικό τακτικό θέαμα, τότε, ο Καραγκιόζης συγκέντρωνε κόσμο κι απ’ την Καλαμπάκα —όπου και κατοικούσε— αλλά κι απ’ την Καρδίτσα, απ’ την οποία έρχονταν αρκετοί φοιτηταί και Δημ. Υπάλληλοι, τα Σαββατοκύριακα μ’ επικεφαλής το Δήμαρχο τους Μπαϊραχτάρη, που παρακολουθούσε τίς παραστάσεις χαρούμενος, έχοντας αχώριστη παρέα τον εγκάρδιο φίλο του, Δήμαρχο μας Π. Χατζηγάκη…
Κάποτε σταμάτησαν οι παραστάσεις και το πάρκο, παραχωρήθηκε στον Αλή Μουσταφά Εφέντη, έναν Αφρικανό… θαυματοποιό, που έκανε χρυσές δουλειές, με τίς καταπληκτικές ταχυδακτυλουργίες του. Ξανάρχισε ο Καραγκιοζοπαίχτης, βεβαιώνοντας το κοινό, πως… έμαθε κι’ αυτός μερικά θαύματα. Και ιδού κύριοι, το πρώτο… θαύμα. Και με ύφος Μάγου με την απαραίτητη ράβδο, διέταξε το νερό να γίνει… γάλα. Πράγματι, ένωσε το νερό δυο ποτηριών κι’ έγινε το… γάλα. Καταλάβατε ότι, το ένα ποτήρι είχε… ούζο γλυκαντζάτο και το ήπιε στην υγειά του κοινού, που τον χειροκρότησε και γέλασε με την καρδιά του».
Ένας άλλος συμπολίτης, ο ιατρός Κυριάκος Ν. Τσαγκούλης, έγραφε στην ίδια εφημερίδα τις δικές του αναμνήσεις για την Μαρούγγενα, με αφορμή τα όσα είχε γράφει προηγουμένως ο Αχιλ. Καρανάσιος.
Σ’ αυτές, που απευθύνονταν στον Καρανάσιο, ο Τσαγκούλης έγραφε: «Και τη δική μας γενιά ανέστησε με τη δροσιά της η Μαρούγγενα. Ήταν στα στερνά της. Γερόντισσα καλοσυνάτη στην θέση της την ίδια, στα δύστυχα χρόνια του πολέμου μας μάζευε γύρω το κρουστάλλιασμα του νερού της που έμοιαζε ατέλειωτο παραμύθι. Παιδάκια τότε με κεφαλάκια κουρεμένα, μαλλιά χαμηλοφυτεμένα που πάνε να σμίξουνε την ουρά των φρυδιών και μέτωπα στενά. Ντυμένοι στις μάλλινες μπλούζες και κάλτσες πλεγμένες από αδρό νήμα στις ξενύχτρες βέργες της γιαγιάς. Παντελονάκια με τιράντες από ύφασμα «ρετσίνα». Παπούτσια μπαλωμένα και σολιασμένα με καουτσούκ. Μαζευόμαστε γύρω στη «Μαρούγγενα». Στη μεγάλη σαπόπετρα της ανατολικής πλευράς της ήταν τ’ αυλάκια μας όπου τροχούσαμε τα μεγάλα κότσια σταγμένα με βουλοκέρι ή μολύβι να τα κάνουμε «λουμάδες». Παιγνίδι αδιάκοπο, γελάκια, φωνούλες, αταξίες ανέμελες παιδικές, ενοχλούσαν την υπομονετική γερόντισσα. Δυο φορές την ήμερα τα παιδιά σαν τ’ ανοιξιάτικα σπουργίτια που εγκαταλείπουν τιτιβίζοντας το δέντρο, φεύγαμε όλα μαζί. Η βρύση ησύχαζε, το γαργάρισμα του νερού της επικρατούσε και πάλι, τα χηνάρια του Κισκίνη ξεθαρρεμένα από την απουσία των παιδιών όλο και πλησίαζαν να την συντροφεύουν γλιστρώντας αθόρυβα στα νερά του Ληθαίου».
Τέλος, η γνωστή συμπολίτισσα Ευανθία Παπακυριαζή, πρόεδρος του ομίλου Κυριών «Αγία Βαρβάρα», σ’ ένα νοσταλγικό σημείωμά της για τα παλιά Τρίκαλα (περιοδικό Μετέωρα 1964) έγραφε για την Μαρούγγενα τις πιο κάτω χαρακτηριστικές αναμνήσεις της:
«…Θυμάμαι την ονομαστή βρυσούλα της Μαρούγγενας που έτρεχε το γάργαρο της νερό σε ένα μικρό κατηφορικό μονοπάτι από δυο κανάλια, που σχημάτιζαν μικρό αυλακάκι που το κυλούσε ήσυχα στον Ληθαίο. Ποιος από μας τους Τρικαλινούς δεν δροσίστηκε στη λαύρα του καλοκαιριού με το για τότε κρυστάλλινο νερό της Μαρούγγενας. Και ποιος δεν εκάθησε στο καφενεδάκι που εδέσποζε της βρυσούλας, να πάρει τον βαρύ γλυκό ή να φάει ένα λουκούμι. Ποιος δεν στάθηκε εκεί στην είσοδο του κέντρου αυτού του κοσμικού για τότε να βγάλει ένα εισιτήριο να ιδεί ένα θεατρικό μπουλούκι της εποχής εκείνης, που θα έπαιζε στο σανιδένιο παλκοσένικο ή να πάρει μια είσοδο για τον Καραγκιόζη. Να ιδεί τον ήρωα αυτόν της σκιάς να παντρεύεται, να γίνεται δικαστής, να γίνεται πρωθυπουργός. Και θυμούμαι ακόμα τον κήρυκα που διαλαλούσε την βραδινή παράσταση: «Απόψε στη Μαρούγγενα όλοι τρέξτε να ιδείτε τον Καραγκιόζη φούρναρη». Τι ξεσήκωμα στις γειτονιές, τι γκρινιάρικες αξιώσεις των παιδιών για να πάμε στη βραδινή παράσταση. Καλότυχοι τότε οι γονείς που μπορούσαν οικογενειακώς να απολαύσουν το βραδινό αυτό θέαμα. Καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες θα είχαν για φόντο τα πανύψηλα λιοτρόπια, τα νυχτολούλουδα, τις σκαρφαλωμένες κληματαριές που χάνονταν στις καταπράσινες ακακίες. Πιο πέρα ακούγονταν το μαγγανοπήγαδο που δρόσιζε τα γύρω μποστάνια και στο βάθος φαινότανε μοναδικό το κτίριο των Φυλακών και το Κουρσούμ Τζαμί…».
Ας σημειωθεί πως η καταστροφή της βρύσης της Μαρούγγενας έγινε λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, όταν διαρρυθμίστηκε η κοίτη του Ληθαίου κι’ αποτελείωσε λίγο αργότερα όταν έγινε η διαπλάτυνση του εκεί δρόμου Όθωνος. Κι’ έτσι όπως άλλαξε ο χώρος αυτός σήμερα, ούτε καν θυμίζει την ύπαρξη της βρύσης της Μαρούγγενας και του εκεί κέντρου. Ζουν μονάχα στην μνήμη μερικών παλιών Τρικαλινών, που όσο θα ζουν δεν θα ξεχάσουν ποτέ την αγαπημένη τους Μαρούγγενα.
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης