Η παράγκα του Δημοτικού φόρου στον Άγιο Κωνσταντίνο, ήταν ένα ξύλινο παράπηγμα διαστάσεων 2X2 μ. περίπου, που χρησίμευε για διαμονή και γραφείο του φοροεισπράκτορα. Ένα ξύλινο κρεβάτι, ένα απλό μικρό τραπέζι και μια καρέκλα ήταν όλη η επίπλωση.
Φοροεισπράκτορας ήταν κάποιος Κώστας Μαντζάνας με το μπαστουνάκι του στο χέρι, αχώριστο σύντροφο. Ο Δήμος, τότε, φορολογούσε όλα τα προϊόντα, που έφερναν οι κάτοικοι των χωριών για να πουλήσουν στην αγορά της πόλης. Κάθε χρόνο έβγαινε στη δημοπρασία η είσπραξη του φόρου και ο πλειοδότης τον εισέπραττε με τους φοροτεχνικούς υπαλλήλους, τους «φορατζήδες», όπως τους έλεγαν. Πλήρωναν διόδια και όλα τα τροχοφόρα, που έμπαιναν στην πόλη.
Χρησιμοποιούσαν διπλότυπα για την είσπραξη του φόρου και κάθε Τρίτη παρέδιδαν τις εισπράξεις της εβδομάδας στον πλειοδότη ενοικιαστή του Δημοτικού φόρου. Άλλοι φοροτεχνικοί υπάλληλοι, ήταν επόπτες και έλεγχαν αν πληρώθηκε κανονικά ο φόρος για τα εισερχόμενα στην πόλη προϊόντα. Τα διπλότυπα έπρεπε να φυλάγονται και να τα δείχνουν στους επόπτες, αλλιώς ξαναπλήρωναν το φόρο ενώ υπήρχε και πρόστιμο από πάνω.
Ο φορατζής στην παράγκα του Αγ. Κωνσταντίνου, Κώστας Μαντζάνας, είχε και το ρόλο του καλού «παιδονόμου» της συνοικίας. Πρόσεχε και παρακολουθούσε τα παιδιά στα παιγνίδια τους».
Η δουλειά του ήταν δύσκολη κι άχαρη. Οι κάτοικοι των χωριών που περνούσαν από εκεί νόμιζαν ότι τα χρήματα που πληρώνουν για φόρο στο Δήμο ήταν ένα χαράτσι, που θύμιζε την εποχή της Τουρκοκρατίας και ότι γι’ αυτό έφταιγαν οι φοροεισπράκτορες.
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ
Ιστορικά
Αλλά τι ήταν ακριβώς αυτοί οι δημοτικοί φόροι και πως είχαν καθιερωθεί;
Το έτος 1847, με το Νόμο 68/1847 «Περί δημοτικών φόρων» καθιερώθηκαν, τα περίφημα «διαπύλια τέλη». Μια μορφή έμμεσης φορολογίας, η οποία επιβάλλονταν από τις δημοτικές αρχές στα προϊόντα που εισάγονταν στην περιοχή τους από άλλες περιοχές της επικράτειας. Δημοτικοί εισπράκτορες ήταν στημένοι στις εισόδους των πόλεων και εισέπρατταν φόρο στα εισερχόμενα υποζύγια τα οποία μετέφεραν εμπορεύματα. Όπως ήταν ευνόητο, η επιβολή του φόρου προκαλούσε αντιδράσεις. Δημοσιεύματα και επώνυμες καταγγελίες για υπερβάσεις των αποφάσεων εκ μέρους των δημοτικών εισπρακτόρων συναντάμε τη δεκαετία του 1850, αργότερα δε ακόμη και βιαιοπραγίες καταγράφονται εναντίον αγροτών που προσπαθούσαν να εισάγουν τα προϊόντα τους προς πώληση… Ο φόρος αυτός, ενώ επέτρεπε τη χρηματοδότηση των δήμων, ουσιαστικά αναιρούσε τον ενιαίο χαρακτήρα του ελληνικού οικονομικού χώρου, δημιουργώντας προβλήματα στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς.
( ΦΕΚ A 36 – 31.12.1847)
Γενικότερα «…ως διαπύλια τέλη νοούνται οι φόροι και τα τέλη, τα οποία εισπράττονται υπό των Δήμων και Κοινοτήτων, του Κράτους, των Λιμενικών Ταμείων, Ταμείων Αγροφυλακής, Οδοποιίας και άλλων πολυαρίθμων και πολυωνύμων οργανισμών, παρουσιάζεται πάντοτε ως νέον και επίκαιρον θέμα, καίτοι είναι παλαιόν. Αι κατά το παρελθόν καταβληθείσαι προσπάθειαι (Τρικούπη 1887 και 1894, Βενιζέλου 1914 και 1920) προς ρύθμισιν ενός τόσον θεμελιώδους διά τη εθνικήν οικονομίαν ζητήματος εναυάγησαν, διότι η υποκατάστασις των εσόδων, άτινα ήντλουν οι Δήμοι και αι Κοινότητες εκ των διαπυλίων τελών δι’ άλλων φόρων, ενεφάνιζε δυσχερείας ».
Πως πήραν την ονομασία
«… Ήταν η εποχή που η νέα Ελλάδα αναζητούσε την ταυτότητά της στον σύγχρονο κόσμο. Η αρχαιολατρεία γνώριζε τις σημαντικότερες στιγμές της. Στην εκπαίδευση, στα τοπωνύμια, στη διοίκηση και την αυτοδιοίκηση, στην πολεοδομία και την αρχιτεκτονική, στην υγεία και το εμπόριο, παντού υπήρχε κάποιο προγονικό πρότυπο. Μέχρι που ζήλεψαν και τον «φόρο της πύλης» που κατέβαλλαν στο δημόσιο ταμείο των αρχαίων Αθηνών οι συγγενείς και οι κληρονόμοι των αποβιωσάντων, προκειμένου να έχουν το δικαίωμα εκφοράς του νεκρού από την πύλη της πόλης!».
Ο τύπος της εποχής τόνιζε την αποστροφή του κόσμου για το δημοτικό αυτό φόρο και κυρίως για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι εισπράκτορές του, οι οποίοι δεν δίσταζαν να βυθίζουν τα χέρια τους στα καλάθια με τα χόρτα λ.χ. μήπως βρουν κρυμμένες μέσα σ’ αυτά ντομάτες ή πατάτες ή άλλα αγροτικά προϊόντα, για να τα φορολογήσουν… Το κράτος συναινούσε στη διατήρηση των «διαπυλίων τελών», γιατί αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει τους δήμους.
Η κατάργηση
Οι συνθήκες για την κατάργηση της επαχθούς αυτής φορολογίας ωρίμασαν το 1948. Στη συνεδρίαση της 9ης Δεκεμβρίου το υπουργικό συμβούλιο άκουσε την εισήγηση του τότε υπουργού Οικονομικών Χέλμη και ενέκρινε τον Αναγκαστικό Νόμο 843/1948 «περί καταργήσεως των διαπυλίων τελών».
( Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ », 5/12/1948 )