Το 1975 ο αείμνηστος δημοσιογράφος Θεόδωρος Γ. Δημόπουλος δημοσίευσε στα «Τρικαλινά Νέα» την πυρπόληση της εφημερίδας «Θάρρος» από ομάδα ανταρτών που εισέδυσε στην πόλη τον Αύγουστο του 1948.
Πολύπλευρη η προσφορά προς την πόλη και τον νομό γενικότερα του ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΛΕΙΔΩΝΟΠΟΥΛΟΥ υπό την ιδιότητα του ως εκδότου και διευθυντού της εφημερίδος «Θάρρος». Ταλαντούχος δημοσιογράφος δεξιοτέχνης της γραφίδος, εχαρακτηρίζετο από την ικανότητα να συλλαμβάνει και να χειρίζεται τα θέματα με σθένος και μαχητικότητα που έφθανε μέχρι πείσματος, και να επιτυγχάνει δικαίωση των αγώνων του που τις περισσότερες φορές ήσαν αγώνες τάξεων της πόλεως και της περιοχής.
Πολλά από τα έργα, που έγιναν στην πόλη φέρουν την σφραγίδα των σκέψεων ή υποδείξεων του, ενώ για άλλα είχε προτείνει λύσεις που εθεωρούντο τουλάχιστον τολμηρές για την εποχή εκείνη και που απεδείχθησαν αργότερα αναγκαίοι & απαραίτητοι για την πρόοδο του τόπου.
Δυστυχώς το τόσον επωφελές διά την πόλη και τον νομό έργο του ανέκοψε βίαια η πυρπόληση των εγκαταστάσεων της εφημερίδος «Θάρρος» καθώς και του χαρτοπωλείου και βιβλιοδετείου που έγινε τη νύκτα της 23ης Αύγουστου 1948 από μια ομάδα ανταρτών σαμποτέρ, που είχε εισδύσει τη νύκτα στην πόλη μας.
Ο Αύγουστος του 1948 εχαρακτηρίζετο εσωτερικά από ένταση του ανταρτοπολέμου. Ο στρατός συνέχιζε εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενώ οι αντάρτες εξαπέλυαν επιθέσεις εναντίον μεγάλων κατοικημένων χώρων. Στα μέσα του μηνός οι πρώτοι ψίθυροι ότι η πόλις μας και η Καλαμπάκα θα ήσαν προσεχείς στόχοι επιθέσεων των ανταρτών. Στο μεταξύ οι φήμες πολλαπλασιάζονταν και μια ατμόσφαιρα αγωνίας άρχισε να δημιουργείται στην πόλη μας.
Από το πρωί της 23ης Αυγούστου οι πλέον αλληλοσυγκρουόμενες φήμες κυκλοφορούσαν στα Τρίκαλα και τα γύρω χωριά, είχαν δε σαν πηγές άτομα που κατέβαιναν από τα χωριά και την Καλαμπάκα στην πόλη μας για την εβδομαδιαία αγορά. Μεταξύ άλλων οι φήμες ανέφεραν για συγκέντρωση ανταρτών, που τους ανέβαζαν σε δυο και τρεις χιλιάδες σε περιοχές εγγύς της Καλαμπάκας και που ετοιμάζονταν για επίθεση κατά των Τρικάλων.
Στα καφενεία Δημ. Νίτσα τότε όπου και το πρακτορείο αυτοκινήτων Τρικάλων — Καλαμπάκας και «Ένωσις» ελέγοντο υπό μορφή πληροφοριών τα πλέον απίθανα. Όλες όμως αυτές οι πληροφορίες πήραν κάποια συγκεκριμένη μορφή, όταν ηγούμενος Μονής Μετεώρων κατέβηκε τις μεσημβρινές ώρες στην πόλη μας και ανέφερε υπεύθυνα στην Μητρόπολη για συγκεντρώσεις ανταρτών σε περιοχή εγγύς των Μετεώρων.
Οι πληροφορίες του ηγουμένου, που διαβιβάστηκαν αμέσως στις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές έγιναν αργότερα ευρύτατα γνωστές με συνέπεια να ενταθεί η ατμόσφαιρα αγωνίας και φοβίας. Τόση δε ήταν η ανησυχία ώστε τις πρώτες εσπερινές ώρες πολλές οικογένειες από συνοικίες εγκατέλειψαν τα σπίτια των και κατέφευγαν για ασφάλεια σε συγγενικά ή φιλικά εγγύς του κέντρου.
Οι υπεύθυνες αρχές μπροστά στην κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί, δεν απέκρυπταν τον εκνευρισμό τους, συνιστούσαν όμως ψυχραιμία διαβεβαιώνοντας πως οι κάτοικοι δεν πρέπει να ανησυχούν. Εις τον γράφοντα, ο όποιος τότε εργάζονταν στο «Θάρρος» ως αρχισυντάκτης, υπέδειξαν να συνεχισθεί χωρίς διακοπή η νυκτερινή εργασία στην εφημερίδα, ώστε να κυκλοφορήσει την επομένη κανονικά. Μετά τις διαβεβαιώσεις αυτές το νυκτερινό τεχνικό προσωπικό της εφημερίδος ανέλαβε εργασία.
Περί την 10ην νυκτερινή ώρα παρατηρήθηκε στην πλατεία συγκέντρωση πολλών οικογενειών ενώ άλλες κατέφευγαν στα γύρω ξενοδοχεία. Συγχρόνως στην ίδια περιοχή είχαν ενταθεί τα μέτρα ασφαλείας. Απευθύνθηκα τότε στην αρμόδια υπηρεσία της Στρατιωτικής Διοικήσεως, προς την οποία εξέφρασα ανησυχίες για την ασφάλεια των εργαζομένων στην εφημερίδα. Η απάντηση ήταν και πάλι καθησυχαστική.
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ακούστηκαν πυροβολισμοί αραιοί στην αρχή πυκνότεροι αργότερα. Επιχείρησα από την εφημερίδα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς με την Στρατιωτική Διοίκηση. Δεν απαντούσε. Και τότε οι εργαζόμενοι στην εφημερίδα αντιμετωπίσαμε το δίλημμα. Ή να φύγουμε με άγνωστες, τις συνέπειες ή να μείνουμε στο τυπογραφείο. Δεν μας έμεινε χρόνος να διαλέξουμε. Γιατί στο μεταξύ ακούστηκε ένας δυνατός κράτος, που προήρχετο από την ανατίναξη του τηλεφωνικού κέντρου. Έτσι μείναμε στο τυπογραφείο. Κλείσαμε την νυκτερινή είσοδο επί της οδού Στουρνάρα, όπου σήμερα το κατάστημα Δ. Βάκη κλπ. σβήσαμε τα φώτα και συγκεντρωθήκαμε σε ένα στενό που χώριζε τα κτίρια του τετραγώνου επί της οδού Στουρνάρα. Είμεθα δε οι έξης:
Ο συντάκτης Λ. Κατσάμπας, ο προϊστάμενος του τυπογραφείου Ηλίας Σκαρλέας, ο Κώστας Καπνουτζής που είχε δικό του τυπογραφείο στην οδό Λαρίσης, ο Κ. Πολύζος από την Αγία Μονή, η Χρυσαυγή Αναστασίου, η Ζωή Γκαντίνα, και ο γράφων.
Δεν είχε περάσει πολλή, ώρα και ακούστηκαν δυνατά κτυπήματα στα ρολά των καταστημάτων του «Θάρρους» από την πλευρά της οδού 25ης Μαρτίου συγχρόνως και μια φωνή που έλεγε:
— «Βγάτε έξω, αλλιώς θα σας κάψουμε».
Την στιγμή εκείνη σαν μόνη ελπίδα σωτηρίας είδαμε τη στέγη των κτιρίων. Χρησιμοποιήσαμε μια μικρή, σκάλα που βρέθηκε στο στενό και με δυσκολία ανεβήκαμε στη στέγη του κτιρίου, όπου στεγάζονταν τότε το συμ6ολαιογραφείο Ηλία Κέμου με την ελπίδα ότι θα μας αναγνώριζαν από το Β’ αστυνομικό Τμήμα, που στεγάζονταν στο οίκημα δίπλα στο σπίτι του Ζουρνατζή και θα μας έδιναν χείρα βοήθειας. Δυστυχώς μόλις φτάσαμε στην κορυφή της στέγης δεχτήκαμε αλλεπάλληλες ριπές αυτόματου και ενώ οι σφαίρες έπεφταν στα κεραμίδια, εμείς υποχωρήσαμε και τελικά κατορθώσαμε να ανέβουμε στην στέγη του συνεχομένου προς το «Θάρρος» κτιρίου και να φτάσουμε στο μέσον της στέγης του οικοδομικού τετραγώνου και εκεί εξουθενωμένοι σταματήσαμε.
Στο μεταξύ οι σαμποτέρ είχαν παραβιάσει τα ρολά, μπήκαν στο βιβλιοπωλείο — χαρτοπωλείο, κάλεσαν πάλι τους εργαζομένους να βγουν έξω τοποθέτησαν εμπρηστικές ύλες και έβαλαν φωτιά. Σε λίγα λεπτά της ώρας τεράστιες φλόγες ,λόγω και του εύφλεκτου υλικού των καταστημάτων, είχαν καλύψει ολόκληρο το κτίριο στο οποίο στεγάζονταν το συγκρότημα καταστημάτων του «Θάρρους».
Παρακολουθήσαμε την καταστροφική μανία του πυρός, αδύναμοι για κάθε τι, και αγωνιούσαμε για την τύχη μας… Μάς κατέτρωγε ο φόβος μήπως επεκταθεί η πυρκαγιά στα συνεχόμενα προς το «Θάρρος» κτίρια, οπότε η θέση μας θα ήταν απελπιστική… Καθώς δε αντιμετωπίζαμε και το ενδεχόμενο να πηδήσουμε από τη στέγη, αντιληφτήκαμε στο παράθυρο — σοφίτα του άνω ορόφου του τελευταίου, προς την οδό Χατζηπέτρου, κτιρίου, όπου σήμερα το Χρυσοχοείο Κώσ. Ψυρρίδη, να κινούνται ανθρώπινες σκιές. Δεν έμαθα αν ήσαν αντάρτες και καμάρωναν το έργο τους ή συμπολίτες που είχαν καταφύγει για ασφάλεια στα γραφεία του Συνδέσμου αναπήρων, που στεγάζονταν τότε σ’ αυτό το κτίριο. Φήμες την επομένη ανέφεραν για αντάρτες που είχαν απαγάγει και ένα άτομο.
Εμείς πάντως καθισμένοι ή μάλλον ξαπλωμένοι στη στέγη περιμέναμε την μοιραία εξέλιξη της πυρκαγιάς. Ευτυχώς η πυρκαγιά δεν επεκτάθηκε. Οι τοίχοι, που χώριζαν τα κτίρια των καταστημάτων του «Θάρρους» από τα συνεχόμενα προς αυτά την εμπόδισαν. Και το καταστροφικό έργο περιορίστηκε στα καταστήματα του «Θάρρους» από τα οποία είχαν μείνει μόνο ερείπια.
Όταν η φωτιά υπεχώρησε πλησίαζε να ξημερώσει. Αποφασίσαμε και πήγαμε στο κτίριο που είχαμε δει τις κινούμενες ανθρώπινες σκιές. Μπήκαμε από το παράθυρο — σοφίτα και ξαπλώσαμε στο δάπεδο ενός δωματίου. Κανείς μας δεν μιλούσε. Όλοι αναλογιζόμασταν την καταστροφή της εφημερίδος, την αγωνιώδη περιπέτεια μας τον κίνδυνο να σκοτωθούμε από τις σφαίρες αυτομάτου ή να καούμε ζωντανοί αν η πυρκαγιά έπαιρνε διαστάσεις…
Την μόνη ένδειξη ενδιαφέροντος για την τύχη των εργαζομένων στο «Θάρρος» είχαμε όταν είχε σχεδόν ξημερώσει και ακούσαμε από το δωμάτιο, που είμεθα, τον τότε διοικητή του τμήματος Ασφάλειας I. Παπαζαφειρίου να ερωτά προφανώς αστυνομικά όργανα.
— «Τι έγιναν τα παιδιά του «Θάρρους»; Αλλοίμονο σας αν έπαθαν τίποτε». Απάντηση δεν δόθηκε γιατί κανείς δεν ήξερε τι είχαμε απογίνει αλλά ούτε και εμείς μιλήσαμε.
Όταν ξημέρωσε και βγήκα από τον κρυψώνα, βρήκα τον μακαρίτη Τάσο Κλειδωνόπουλο συντετριμμένο στα καπνίζοντα ερείπια, όπου έκειντο σε στάχτη κόποι και μόχθοι μιας εργασίας σαράντα περίπου χρόνων.. Η πρώτη του ερώτηση μόλις με είδε ήταν: «Τα παιδιά τι έγιναν;» Έκδηλη η ανακούφιση του όταν έμαθε ότι σώθηκαν. Και τότε ζήτησε και έμαθε λεπτομέρειες για τη φοβερή καταστροφή.
Ο αείμνηστος Λεωνίδας Κλειδωνόπουλος όταν πυρπολήθηκε το «Θάρρος» ήταν στην ’Αθήνα. Εκεί έμαθε την καταστροφή. Και εκεί τον βρήκα υστέρα από λίγες ήμερες και του εξέθεσα τα γεγονότα. Στο τέλος είπε:
— Πρέπει τώρα να ξαναφτιάξουμε το «Θάρρος»..
Πράγματι ένα χρόνο μετά την καταστροφή το «Θάρρος» επανεξεδόθη από τον Λεωνίδα Κλειδωνόπουλο, αλλά πριν περάσει χρόνος από της επανεκδόσεως, το «Θάρρος» έκλεισε. Αιτία δεν ήταν οι μεγάλες δαπάνες της έκδοσης αλλά και οι υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για το δάνειο ανασυγκροτήσεως που του είχε χορηγηθεί. Υποχρεώσεις οικονομικές & υποχρεώσεις πολιτικές. Στις εκλογές που έγιναν υπεστήριζε κάπως έντονα πολιτικούς παράγοντες της Δεξιάς και αυτό επέδρασε στην κυκλοφορία της εφημερίδος.
Όταν άρχισε να διαφαίνεται κάποια στροφή προς τα δεξιά του εξέφρασα ενδοιασμούς για την απήχηση που θα είχε η αρθρογραφία του.
— Το γνωρίζω μου είπε: Με το δάνειο ανασυγκροτήσεως που πήρα υπέγραψα την καταδίκη μου.
Ουσιαστικά η φωνή του «Θάρρους» που εξεδόθη το 1908 αρχικά ως εβδομαδιαία εφημερίδα, αργότερα ως δισεβδομαδιαία και από του 1909 ως καθημερινή, διεκόπη βίαια τη νύκτα που πυρπολήθηκαν οι εγκαταστάσεις του και που ήσαν από τις τελειότερες επαρχιακές για την εποχή εκείνη.
Παρέμεινε άγνωστο αν για την πυρπόληση των εγκαταστάσεων του «Θάρρους» είχε δοθεί εντολή από ανώτερα κλιμάκια των ανταρτών ή επρόκειτο για μια παράτολμη ενέργεια μέλους της ομάδος που είχε εργασθεί παλαιοτέρα στο τυπογραφείο του «Θάρρους». Εκείνο όμως για το οποίο δεν απέμεινε τότε καμιά αμφιβολία ήταν ότι και η διείσδυση της ομάδος των ανταρτών στην πόλη μπορούσε να αποτραπεί και η πυρπόληση του «Θάρρους» να αποφευχθεί αν οι τότε αρμόδιοι δεν είχαν επηρεασθεί από τις φήμες περί του αριθμού των συγκεντρωμένων στη περιοχή Καλαμπάκας ανταρτών και αν τα μέτρα ασφαλείας δεν περιορίζονταν στα πέριξ της πλατείας.
Βέβαιο πάντως είναι ότι η πόλη και η περιοχή με την πυρπόληση του «Θάρρους» στερήθηκαν περαιτέρω υπηρεσιών ενός ακαμάτου αγωνιστή των τοπικών συμφερόντων, όπως ο Λεωνίδας Κλειδωνόπουλος, αλλά και για όσας υπηρεσίας προσέφερε δεν υπήρξε η ενδεδειγμένη αναγνώριση. .Η παράλειψή αυτή μπορεί και πρέπει να επανορθωθεί έστω και με κάποια καθυστέρηση. Η γνώμη ερρίφθη από μηνών από τις στήλες τοπικής εφημερίδος από τον Απόστολο Πήχο, που είχε εργαστεί ως συντάκτης του «Θάρρους». Να δοθεί το όνομα Λεωνίδα Κλειδωνοπούλου σε μια από τις οδούς της πόλεώς μας. Αποτελεί χρέος, το οποίο το Δημοτικό Συμβούλιο επιβάλλεται να εκπληρώσει.
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης