Για μιαν άλλη χρονιά σήμερα έχουμε Χριστούγεννα. Οι καμπάνες των εκκλησιών θα χτυπήσουν χαρμόσυνα, τα φωτάκια στα έλατα θ’ αναβοσβήνουν, τα παιδιά θα ψέλνουν τα κάλαντα και η μελωδία του «Δόξα εν Υψίστοις» θ’ απλωθεί στα πέρατα της Οικουμένης. Η μέρα της Γέννησης του Θεανθρώπου, η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης έφθασε.
Κι’ όσο κι’ αν τα βαριά σύννεφα σκιάζουν τον διεθνή ορίζοντα και η αβεβαιότητα για το αύριο πλανιέται στις ανθρώπινες ψυχές, ο κόσμος με κρυφές ελπίδες και προσδοκίες υποδέχεται τα Χριστούγεννα του 1985.
Στις μέρες μας και τα Χριστούγεννα ακόμη έγιναν μια συνηθισμένη γιορτή. Μια συνηθισμένη μέρα αργίας και τίποτε άλλο. Μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν πως ετοιμάζονταν οι Τρικαλινοί να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Λοιπόν νοσταλγικά ας γυρίσουμε πίσω μισό και κάτι αιώνα.
Κάποια παραμονή Χριστουγέννων στα Τρίκαλα της δεκαετίας του ’30. Πολύ πριν ακόμη φέξει οι δρόμοι της πόλης που ήταν γεμάτοι από το χιόνι που είχε πέσει όλη τη νύχτα και είχε παγώσει με τα κρύσταλλα να κρέμονται από τα κεραμίδια των σπιτιών σαν πασχαλινές λαμπάδες, παρουσιάζουν έντονη κίνηση. Τα Τρίκαλα της δεκαετίας του ’30 χωρίς αυτοκίνητα και χωρίς τσιμεντένια μεγαθήρια. Χωρίς κυκλοφοριακό αλαλούμ, χωρίς πολυκατοικίες. Μόνο σπίτια μικρά και χαμηλά και κάμποσα δίπατα και λιγοστά αρχοντικά νεοκλασικά. Μέσα στην νύχτα τα Τρικαλόπουλα ξεγλιστρούν ένα-ένα, δύο-δύο, τρία-τρία, με τα τρίγωνα στα χέρια και με τις κουκούλες στο κεφάλι για να πούνε τα κάλαντα.
Χτυπάνε κάθε πόρτα και ξημερώματα ακόμη η ατμόσφαιρα της πόλης γεμίζει από παιδικές φωνές. Το νεογέννητο της Βηθλεέμ φέρνει το μήνυμα στις ψυχές των Τρικαλινών μέσα από τα παιδικά στόματα. Τα μαγαζιά είχανε ανοίξει από πολύ νωρίς ιδιαίτερα τα κρεοπωλεία στην παλιά δημοτική αγορά, τα γνωστά τότε «χασάπικα» που ήταν κατάφορτα από κρεατικά με πρώτα και καλύτερα τα χοιρινά και τα γουρουνόπουλα. Αλλά και τις γαλοπούλες αν και οι Τρικαλινοί προτιμούσαν τότε τις ζωντανές γαλοπούλες πού τις διάλεγαν από τα πολλά κοπάδια που είχαν φέρει στην πόλη οι χωρικοί ινδιανοτρόφοι και είχαν για στέκι τον χώρο όπου γινότανε το γελαδοπάζαρο την πλατεία Μπαντίδου (σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης) αλλά και στην κεντρική πλατεία.
Η πλατεία αυτή δεν είχε ακόμη πάρει την σημερινή της μορφή που οφείλεται στα έργα πού έκανε ο μετέπειτα Δήμαρχος Θεοδοσόπουλος. Έτσι ήταν ένας χώρος στον οποίο οι χωρικοί έδεναν κάθε Δευτέρα τα γαϊδούρια και τα μουλάρια στις εκεί ακακίες.
Στους στρωμένους με πέτρες δρόμους κυκλοφορούσαν πολλά γαϊδουράκια μερικά ποδήλατα, οι άμαξες με τα άλογα, πολλά κάρα και που και που κανένα αυτοκίνητο.
Τότε στην πόλη μας ζήτημα να υπήρχαν πάνω από δέκα Ι.Χ. αυτοκίνητα κι’ αυτά ήταν τα πρώτα «φορτάκια» με τα… μουστάκια -είχανε δηλαδή τις ταχύτητες στο τιμόνι.
Μικρά και φτωχικά ήταν τότε τα Τρίκαλα. Ο πληθυσμός τους μόλις και μετά βίας έφθανε τις 20.000 κατοίκους.
Ήταν μια πολιτεία όμως πολύ γραφική με τα πέτρινα και ξύλινα γεφυράκια πάνω σ’ έναν κατακάθαρο και γεμάτο από πλατάνια Ληθαίο. Μια πολιτεία που δεν έμοιαζε καθόλου με την σημερινή μεγαλούπολη.
Πάνω στο βυζαντινό της φρούριο που δεν το είχε ακόμη αναστηλώσει ο Θεοδοσόπουλος και τα τείχη του ήταν σε πολλά σημεία γκρεμισμένα υπήρχε αντί για το σημερινό όμορφο ρολόγι ένα τούρκικο που χτύπαγε κι’ αυτό τις ώρες.
Σε αρκετές από τις μικρές βιτρίνες των τρικαλινών καταστημάτων φιλόκαλα χέρια έμπορων είχανε στήσει ωραιότατες φάτνες που έδιναν μια ξεχωριστή ομορφιά στην γιορτινή ατμόσφαιρα της πόλης. Φυσικά δεν υπήρχε καν δημοτικός Χριστουγεννιάτικος διάκοσμος στους κεντρικούς δρόμους Ασκληπιού που τότε ονομαζόταν «Σιδηροδρόμου» ή «Σταθμού», Γ. Κονδύλη που λεγότανε Μακεδονίας, Λαρίσης και Βασιλέως Κων/νου που λεγότανε Παν. Τσαλδάρη ή Ηπείρου. Υπήρχε όμως η αγάπη στις καρδιές των Τρικαλινών που ήτανε ανώτερη και από τά σημερινά άψυχα και φανταχτερά στολίδια. Οι Τρικαλινοί τότε δεν ήταν τόσο απόκοσμοι. Υπήρχε σ’ αυτούς πολύς χώρος για ζεστασιά. Είχανε καρδιά, συναισθήματα.
Δεν είχε γίνει ακόμη πρωταρχικός σκοπός της ζωής τους η καλοπέραση και το κέρδος. Δεν είχανε αποξενωθεί ο ένας από τον άλλον και ζούσαν με την καρδιά τους τα Χριστούγεννα.
Παραμονή Χριστουγέννων και οι παλιές Τρικαλινές νοικοκυρές κυριολεκτικά σκοτώνονταν από τα χαράματα ως αργά το βράδυ να ετοιμάσουν τα πάντα. Να φτιάξουν τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά, τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τις δίπλες, τις τηγανίτες για το καλόπιασμα των καλικατζάρων που κατέβαιναν την νύχτα των Χριστουγέννων στην γη.
Ακόμη να ζυμώσουν από τα χαράματα για να φτιάξουν τα πρόσφορα και τα «κόλιντρα» δηλαδή τα ψωμάκια που θα δώσουν στα πρώτα παιδιά που θα πουν τα κάλαντα.
Μα δεν έφταναν μόνο αυτά, είχανε να ετοιμάσουν τα Χριστουγεννιάτικα εδέσματα, την γαλοπούλα και τις άλλες λιχουδιές. Να φτιάξουν και τα λουκάνικα και την «πηχτή», τον χοιρινό πατσά. Και τέλος να ετοιμάσουν το σπίτι και να λούσουν τα παιδιά τους. Αυτά πριν από μισό και κάτι αιώνα.
Σήμερα πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην χθεσινή μέρα. Παραμονή Χριστουγέννων 1985. Τα Τρίκαλα είναι μια μεγάλη πολιτεία με καινούργιες οικοδομές και με πληθυσμό πού πλησιάζει τις 60 χιλιάδες κατοίκους. Ίσως χθες με την άφιξη τόσο πολλών ξενιτεμένων Τρικαλινών και άλλων ξένων επισκεπτών να ήταν περισσότερος.
Στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους κυκλοφορούσαν εκατοντάδες αυτοκίνητα μικρά και μεγάλα και σε πολλά σημεία σημειώνονταν αδιαχώρητο και μποτιλιαρίσματα.
Οι τροχονόμοι δεν προλάβαιναν να ρυθμίζουν την κυκλοφορία με τα συνεχή σφυρίγματα και να σημειώνουν και παραβάσεις. Τα τρικαλινά καταστήματα, τα πιο πολλά καινούργια και μοντέρνα με πολυτελέστατες βιτρίνες δεν άνοιξαν από τα χαράματα αλλά σύμφωνα με το ωράριο που είχε ορίσει ο Εμπορικός Σύλλογος.
Λίγα παιδιά είχαν βγει στους δρόμους να πουν τα κάλαντα κι’ αυτά μετά τις 10 το πρωί γιατί ήτανε ξενυχτισμένα από την τηλεόραση και το βίντεο. Ούτε και οι νοικοκυρές σηκώθηκαν νωρίς το πρωί. Και τούτο γιατί τα γλυκά, τα’ αγόρασαν έτοιμα από τα ζαχαροπλαστεία και τα αρτοποιεία. Όσο για τα φαγητά των Χριστουγέννων αυτά έχουν τόσο απλοποιηθεί που δεν απαιτούν και τόσο μεγάλο κόπο.
Εξ’ άλλου τα διαμερίσματα είναι πάντα καθαρά και δεν χρειάζονται απ’ την αρχή καθάρισμα ούτε και να τινάξουν τις σόμπες αφού τώρα θερμαίνονται με καλοριφέρ, κλιματισμό ή θερμοσυσσωρευτές. Ούτε και είναι υποχρεωμένες να λούσουν τα παιδιά τους αφού αυτά σχεδόν μέρα παρά μέρα λούζονται μόνα τους στο μπάνιο που δεν λείπει από κανένα σημερινό Τρικαλινό διαμέρισμα ή μονοκατοικία. Ας σημειωθεί πως στα κρεοπωλεία της καινούργιας δημοτικής αγοράς υπερτερούσαν χθες τα αρνάκια γάλακτος παρά οι γαλοπούλες είχανε και πολλά γουρουνόπουλα έτοιμα να μπουν στη σούβλα και να ψηθούν.
Σήμερα έλειψε σχεδόν από κάθε Τρικαλινό η ξένοιαστη ζωή. Σήμερα είναι γεμάτος άγχη που του δημιουργούν οι πολλές υποχρεώσεις της σύγχρονης ζωής. Σήμερα ο κόσμος γενικά έγινε πολύ αφιλόξενος. Και μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο γεννιέται και φέτος ο Χριστός. Τα παλιά Χριστούγεννα δεν υπάρχουν πια. Τώρα που στα μάτια μας δεν υπάρχουν τ’ αγγελούδια και τα ζώα που ζεσταίνουν τον μικρό Χριστό. Υπάρχει ένα διαρκές άγχος. Υπάρχει το ψέμα, η απάτη και το αξίωμα «Θάνατός σου η ζωή μου». Ο μικρός Χριστός όμως κάθε χρόνο θα γεννιέται. Ας γινότανε τουλάχιστον να γεννηθεί το φώς, και η ελπίδα να λάμψει στις καρδιές των ανθρώπων. Πάνω σε μια ειρηνική γη να λάμψει το νόημα της Αγάπης και της ανθρωπιάς και τα χείλη να εύχονται με την ψυχή τους «Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα».
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης
«Μια νοσταλγική αναδρομή» του Θεολόγη Τριανταφύλλου, που δημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1985 στην εφημερίδα «Πρωινός Λόγος».