Η μετανάστευση είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για τη χώρα μας. Λαμπρό, αλλά και πονεμένο. Αφού μέσα του χώρεσαν ιστορίες ανθρώπινων χωρισμών αλλά και σελίδες λαμπρών επιτυχιών. «Μη με στέλνεις μάναμ’ στην Αμερική», τραγουδούσε γοερά η κοπέλα, στις αρχές του αιώνα μας. Καθώς η φυγή προς την υπερατλαντική γη της επαγγελίας, αλλά και την Αυστραλία, ήταν για δεκαετίες, διέξοδος και όνειρο μαζί πολλών Ελλήνων. Όμως η μετανάστευση προς την Δυτική (τότε) Γερμανία, κατά την δεκαετία του 1960, υπήρξε ένα κοινωνικό φαινόμενο και μια έκρηξη των αδιεξόδων, που δημιουργήθηκαν στην πατρίδα μας, κατά τη διάρκεια του πολέμου της κατοχής και της εμφυλιοπολεμικής περιόδου. Έτσι που πολλοί κάτοικοι αυτής της χώρας, να γυρίσουν από τα κάτεργα του ναζισμού, αλλά να ξαναφύγουν -οι νεότεροι- για τα δουλοπάζαρα της Γερμανικής οικονομικής μηχανής. Και χιλιάδες πολλές ήταν εκείνοι που πήραν το δρόμο της ξενιτειάς για να μπορέσουν να δουλέψουν και να σταθούν στα πόδια τους. Αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της ομαδικής μετανάστευσης -και από το νομό μας- μας ξαναφέρει στην μνήμη, η είδηση που δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη, στο φύλλο της 14ης Μαρτίου 1964, των «Τρικαλινών Νέων». Με τον τίτλο «Υποψήφιος μετανάστης, ηπείλησε τον Επόπτην» δημοσιεύονται τα παρακάτω: «Σοβαρόν επεισόδιον εσημειώθη περί την μεσημβρινήν χθες εις το ενταύθα Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, κατά την διάρκειαν του οποίου ο εκ Μεγάλου Κεφαλοβρύσου υποψήφιος μετανάστης Κωνσταντίνος Θ. Τσασιώτης, 25 χρονών ηπείλησε τον επόπτην εργασίας κ. Νταγκαλέκαν, επειδή ούτος προσεπάθει να τον πείση ότι δεν ήλθεν ακόμη η σειρά του δια να μεταναστεύση. Ο ανωτέρω νεαρός υψώνων τη γροθιά του απηύθυνε προς τον κ. επόπτην απειλητικές φράσεις. Κατ’ αυτού υπεβλήθη μήνυσις και θα παραπεμφθή εις τον κ. Εισαγγελέα».
Μπορεί βέβαια η ενέργεια του συγκεκριμένου υποψήφιου μετανάστη να είχε μέσα της την δυναμική υπερβολή. Όμως ίσως βρίσκει και κάποια δικαιολογία της. Καθώς το τρομερό ρεύμα μετανάστευσης προς την Δυτ. Γερμανία, που είχε ξεσηκωθεί από την ανεργία, στις αρχές του 1964 ιδιαίτερα, δημιουργούσε τεράστιες ουρές στο γραφείο Ευρέσεως Εργασίας και της πόλης μας που την εποχή εκείνη στεγάζονταν σε οίκημα της οδού Λαρίσης (πάνω από το πρατήριο της «Φίνα» σήμερα). Και απαιτούνταν πολιτικό μέσο, για την εξασφάλιση του «μαγικού» χαρτιού, της ειδικής δηλαδή καρτέλας, που θα εξασφάλιζε την μετανάστευση στην Γερμανία. Έτσι κι οι βουλευτές των ημερών εκείνων, δεν δέχονταν πιέσεις για τοποθέτηση κάποιων προσώπων σε θέσεις εργασίας ή εξασφάλιση μετάθεσης κάποιων δασκάλων και καθηγητών, αλλά για την απόκτηση της καρτέλας εισιτηρίου προς τα εργοστάσια της Δυτ. Γερμανίας που χωρούσαν τότε χιλιάδες εργαζομένων, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν την παραγωγή αγαθών -έπειτα από την λαίλαπα, του β’ παγκοσμίου πολέμου.
Όμως πριν προχωρήσουμε σε άλλες προσεγγίσεις του φαινομένου της μετανάστευσης και τα αποτελέσματά της, αξίζει να παραθέσουμε μερικά στοιχεία, που παρατίθενται γύρω από το πρόβλημα σε άλλα φύλλα των «Τρικαλινών Νέων».
Μακρύς κατάλογος
Έτσι στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας και στην τελευταία σελίδα, καταχωρείται ο κατάλογος πολλών νέων και νεανίδων από το νομό μας, που -αντίθετα με τον διαμαρτυρόμενο Κων. Θ. Τσασιώτη- εξασφάλισαν την έξοδό τους απ’ την Ελλάδα προς τα εργοτάξια της Δυτ. Γερμανίας. Τον παραθέτουμε γιατί πιθανόν, μεταξύ αυτών κάποιοι θα διακρίνουν πετυχημένους ή μη μετανάστες μας. Εκρίθη, γράφει η είδηση, της 14/3/1964 υπό του υπουργείου Εργασίας η εις Δυτικήν Γερμανίαν μετανάστευσις των κάτωθι εκ του νομού μας, οίτινες και καλούνται όπως το ταχύτερον προσέλθουν εις το ενταύθα Γράφείον Ευρέσεως Εργασίας.
Στεφ. Καλαμπάκας εκ Μεγ. Κεφαλοβρύσου, Βασιλ. Δεληγιάννης εκ Νεοχωρίου, Γ. Κωστακόπουλος Νεοχωρίου, Οικονόμου, Βλαχάβας, Χρ. Ψύρρας και Βασιλ. Ψύρρας εκ Βλαχάβας, Βασιλ. Μιχαήλ Γεωργανάδων, Χαρ. Ζαφειριού Νεοχωρίου, Ασπασία Μέλιου Οξύνεια, Ευριπίδης και Νικολ. Καρακαντάς θεοπέτρας, Ελένη Γουλοπούλου Μ. Κεφαλοβρύσου, Γιαννούλα και Αικατερίνη Παθέκα Νεοχωρίου, Κωνσταντίνα Μαγκούφη Ασπροκκλησιάς, Δήμητρα Λιανού Κριτσοτάδων, Σπυριδούλα Γαλάνη Λιλής, Βασιλική Χασιώτου Λιλής, Ελένη Τσιόλη Ασπροκκλησιας, Ιωαν. Καζάνου Τρικάλων, Βασιλική Ζικούπη Νεοχωρίου, Ελένη Τζουμάνη Νεοχωρίου, Αναστ. Αναστασίου Ελευθεροχωρίου, Φωτεινή Γαλαζούλα Μυροφύλλου και Άννα Λουλέ Τρικάλων.
Ενώ τέλος, ύστερα από τρεις μέρες, δημοσιεύονται τα εξής χαρακτηριστικά στοιχεία, γύρω από τη μετανάστευση, από το Νομό μας. Εκ μέρους του υπουργείου Εργασίας εζητήθη όπως το ενταύθα Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, αναφέρει τον αριθμό των εγγεγραμμένων προς μετανάστευση εις Δυτικήν Γερμανίαν νέων και νεανίδων του Νομού μας. Ούτοι -κατά την αναφορά του ενταύθα Γραφείου- ανέρχονται εις 3.332. Εκ του ενταύθα Γραφείου Ευρέσεως Εργασίας ανακοινούται ότι όσοι λαμβάνουν κάρταν υπ’ αριθμ. 16 χρώματος πορτοκαλί δι’ έκδοσιν διαβατηρίου, πρέπει εντός ενός μηνός να προσέρχονται στην Νομαρχίαν δια την υποβολήν των δικαιολογητικών, άλλως η κάρτα θα είναι άκυρος και δεν θα γίνεται ανανέωσις αυτής.
Ιστορίες πόνου…
Η μετανάστευσις προς την Δυτική Γερμανία, οδήγησε τότε στην ερήμωση ολόκληρων χωριών της υπαίθρου μας. Που ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να βρουν από τότε την ζωτικότητά τους. Οι νέοι και οι νέες έφευγαν κατά μπουλούκια αφήνοντας πίσω τους, γονείς ή συζύγους και παιδιά. Με αποτέλεσμα να δημιουργούνται όχι λίγα δράματα εγκατάλειψης και χωρισμού. Η φυγή προς τα δουλοπάζαρα της Δυτ. Γερμανίας ενέπνευσε τότε την μούσα και γράφτηκαν πάμπολλα πονεμένα τραγούδια, για τους ίδιους τους μετανάστες, τις συνθήκες εργασίας και τα δράματα που άφησαν πίσω τους.
Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω…
Ή το άλλο
Στις φάμπρικες της Γερμανίας
και του Βελγίου τις στοές.
Εξάλλου και οι συνθήκες δουλειάς στα εργοστάσια, τα ανθρακωρυχεία και αλλού των Ελλήνων εργαζομένων δεν ήταν άριστες. Και στα «Τρικαλινά Νέα» της 27 Φεβρουάριου 1964 διαβάζουμε ανταπόκριση από το Ντόρτμουντ της Δυτ. Γερμανίας του συνεργάτη μας (που δεν ήταν άλλος από τον αείμνηστο συνάδελφο του «Πρωινού Λόγου» Λάμπρο Στρατίκη, που με κάποια ιδιότητα βρέθηκε κι αυτός τότε στην Γερμανία. «Επάνοδο στην πατρίδα και διαμαρτυρία στην Αθήνα», γράφει από την Γερμανική πόλη ο Λάμπρος. Και προσθέτει: Απειλούν πολλοί Έλληνες, εις Δυτ. Γερμανίαν εργάτες. Ο Ελληνικός τύπος δεν ενδιαφέρεται για τα προβλήματά των και οι αρμόδιοι αδιαφορούν.
Πηγή δυστυχίας αλλά και προόδου
Δεν ήταν όμως μόνο 3.332 εκείνοι που έφυγαν, από το Νομό μας κατά την δεκαετία του 1964 προς Δυτ. Γερμανία, αναζητώντας δουλειά και καλύτερη τύχη. Αφού η Ελλάδα ήταν αδύναμη να τους δώσει δουλειά. Ήταν μερικές δεκάδες χιλιάδες. Και η μετανάστευση, επί σαράντα περίπου χρόνια τώρα, στάθηκε κυρίαρχο στοιχείο και δυστυχίας, αλλά και προόδου. Πολλά δράματα γράφονταν καθημερινά στους χώρους της εγκατάλειψης και διάλυσης ολόκληρων οικογενειών . Πολλοί γέροντες βρέθηκαν να φροντίζουν τα εγγόνια τους, τα παιδιά των παιδιών τους που πήραν το δρόμο της φυγής. Άλλοι νέοι και νέες που μετανάστευσαν, έκαναν τη ζωή τους στη Δυτ. Γερμανία, παντρεύτηκαν εκεί και δημιουργήθηκαν, ρίχνοντας «μαύρη πέτρα» στον τόπο τους που δεν τους χωρούσε και δεν μπορούσε να τους κρατήσει.
Όμως, αν κοιτάξει κανένας σήμερα, έπειτα από μερικές δεκαετίες και πιο ψύχραιμα το φαινόμενο της ομαδικής μετανάστευσης προς τη Δυτ. Γερμανία, βλέπει πως υπήρξε και μια σωστή και σωτήρια κίνηση πολλών ανθρώπων της περιοχής μας. Που έκαναν στην ξενιτειά «καζάντια» και ή γύρισαν πανίσχυροι οικονομικά ή δίνουν περιοδικά, αλλά δυναμικά την παρουσία τους, στον τόπο απ’ όπου ξεκίνησαν κατατρεγμένοι και πάμφτωχοι. Με την σκληρή δουλειά τους, μπόρεσαν να κάνουν αξιόλογη περιουσία. Και χαρακτηριστική -εκτός των άλλων- είναι η περίπτωση των μεταναστών από την Οιχαλία (Νεοχώρι) που καθιερώθηκαν στο χώρο των εστιατορίων σ’ όλη την Δ. Γερμανία και απέκτησαν οικονομική δύναμη, που αντικατοπτρίζεται στην σημερινή εικόνα της πόλης τους, την Οιχαλία, που μετατράπηκε σε… μικρό Παρίσι με πανάκριβες βίλες και καταστήματα . Η δύναμη, άλλωστε του Γερμανικού Μάρκου, έκανε την εμφάνισή της σε πάμπολλες επενδύσεις και στην περιοχή μας. Ήταν η καλή όψη της μετανάστευσης, που δεν παύει όμως να αποτελεί και σήμερα μια απ’ τις βασικές αιτίες διάσπασης της πατριαρχικής παραδοσιακής μορφής της οικογένειας.
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης