Λίγη ιστορία
88 χρόνια κλείνουν φέτος από τότε που ιδρύθηκε ο θεσμός της λαϊκής αγοράς, ένας θεσμός που λειτουργεί μέχρι σήμερα συνεχώς –με εξαίρεση την περίοδο της κατοχής- σε ολόκληρη τη χώρα. Ένας θεσμός που βοήθησε σημαντικά τους παραγωγούς να διαθέτουν τα προϊόντα τους χωρίς μεσάζοντες αλλά και τους πολίτες οι οποίοι ψώνιζαν φθηνά και καλά προϊόντα.
Η αρχή για τις λαϊκές έγινε με προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε ο Παύλος Κουντουριώτης και καθόριζε τις μέρες, τους χώρους και τις ώρες που θα πραγματοποιούνταν λαϊκές αγορές στις γειτονιές της Αθήνας. Οι λαϊκές αγορές άρχισαν τη λειτουργία τους με μια απλή αστυνομική διάταξη που διαβάστηκε ακόμη και στις εκκλησίες των χωριών της Αττικής για να ενημερωθούν κυρίως οι παραγωγοί για το νέο εγχείρημα. Για τον ίδιο λόγο προσκλήθηκαν και Ενώσεις Γεωργικών Συνεταιρισμών από Νάξο, Σύρο, Χανιά, Θήβα, Λιβαδειά κλπ.
Η μακρά παράδοση συναλλαγής παραγωγών με τους εμπόρους είχε δημιουργήσει μια άτυπη μονοπωλιακή και αποκλειστική εκμετάλλευση. Οι υπερτιμήσεις των προϊόντων ήταν τεράστιες και κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους, με νόμους και αγορανομικές εγκυκλίους, έπεφταν στο κενό. Ένα από τα «μυστικά» που χρησιμοποίησε η διοίκηση ήταν τα μετρητά, η απευθείας είσπραξη ρευστού εκ μέρους των παραγωγών, οι οποίοι μέχρι τότε έδιναν τα προϊόντα τους στους μεσάζοντες με μακροχρόνιες πιστώσεις.
Κάπως έτσι πείστηκαν κυρίως στην Αττική οι κηπουροί και γεωργοί από τις περιοχές του Αγίου Σάββα, του Ελαιώνα, του Μοσχάτου, του Ρέντη και των Καλυβίων και άρχισαν να ξεκινούν χαράματα από τα προάστια της Αθήνας, πηγαίνοντας τα φρεσκοκομμένα προϊόντα τους στις λαϊκές της Αθήνας. Αργότερα προστέθηκαν παραγωγοί από το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, την Ελευσίνα και το Μενίδι και ακολούθησαν από διάφορες επαρχίες.
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ
Η πρώτη λαϊκή αγορά στήθηκε στις 18 Μαΐου 1929, στην πλατεία Θησείου, ημέρα Σάββατο. Στο τότε υπουργείο Εσωτερικών έπεσαν με τα «μούτρα» για να οργανώσουν την πρώτη λαϊκή αγορά. Όλοι βρίσκονταν σε θέση μάχης, κυρίως λόγω του χειμώνα… αφού όλοι περίμεναν τη βελτίωση του καιρού, για να μπορούν και οι λαχανόκηποι να είναι… αποδοτικοί.
Όλοι περίμεναν, επίσης, να αποφασίσουν οι παραγωγοί τι θα κάνουν… Αν δηλαδή θα άρχιζαν να τροφοδοτούν οι ίδιοι τις λαϊκές ή θα έδιναν τα προϊόντα τους στους μεσάζοντες εμπόρους… οι οποίοι από την πρώτη στιγμή δεν ήθελαν τον νέο θεσμό και υπονόμευαν τη λειτουργία του. Η μέθοδος ήταν και τότε η ίδια όπως σε κάθε τέτοια περίπτωση: απειλούσαν τους παραγωγούς λέγοντας πως θα διέκοπταν τη συνεργασία τους.
Χρειάστηκε λοιπόν η προσωπική παρέμβαση και επιτόπου επίσκεψη του επικεφαλής της Αγορανομικής Υπηρεσίας στα περιβόλια του Αγίου Σάββα, του Ρέντη και της Κολοκυνθούς για να πεισθούν οι παραγωγοί να στείλουν τα προϊόντα τους σ’ εκείνη την πρώτη λαϊκή.
Η παρουσία τού τότε πρωθυπουργού στη λαϊκή του Θησείου ήταν το μεγάλο θέμα εκείνης της ημέρας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πήγε στο Θησείο στην πρώτη λαϊκή, ζήτησε ένα ζεμπίλι και πραγματοποίησε μόνος του αγορές, για να χαρίσει στο τέλος όσα αγόρασε σε μια φτωχή γυναίκα της περιοχής.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Παναγής Βουρλούμης φωτογραφιζόταν αγοράζοντας λεμόνια και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Πάτσης λαχανικά και πατάτες. Οι τιμές, που δημοσιεύονταν την επομένη στις εφημερίδες, δεν μπορούσαν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο.
Το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως προέβλεπε το Προεδρικό Διάταγμα, αλλά σε ορισμένα σημεία ελαφρά τροποποιημένο. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, ο θεσμός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν και ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί.
Το «ταξίδι» των λαϊκών αγορών είχε αρχίσει… Το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε επανειλημμένα, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, αλλά αυτό που παραμένει στη συνείδηση του κόσμου είναι ότι οι λαϊκές αγορές έγιναν ένας θεσμός που ακούμπησε τις γειτονιές και αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά.
Η ενταύθα λαϊκή αγορά καταργείται εντός μηνός
Τον Δεκέμβριο του 1954 το υπουργείο Εμπορίου πήρε την απόφαση περί καταργήσεως των λαϊκών αγορών. «Στην ενταύθα διοίκησιν χωροφυλακής ελήφθη η διαταγή του υπουργείου Εμπορίου –κατόπιν ενεργειών του ενταύθα συλλόγου των καταστηματαρχών οπωρολαχανικών- περί εφαρμογής και εις την πόλιν μας του σχετικού νόμου και καταργήσεως της λαϊκής αγοράς, ειδοποιήθησαν δε περί αυτού οι εκθέτοντες αγροτικά κυρίως προϊόντα επί των πεζοδρομίων του προαναφερθέντος χώρου, εις τους οποίους μάλιστα ο διοικητής χωροφυλακής παρέσχε μηνιαίαν προθεσμίαν πριν εφαρμοσθή το μέτρον».
Εν τω μεταξύ επιτροπή παραγωγών που εκθέτουν προϊόντα στην λαϊκή αγορά επισκέφθηκαν τον Νομάρχη και τον Δήμαρχο ζητώντας την μη κατάργηση του θεσμού καθώς και την προστασία των.
Όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ «επειδή το όλον ζήτημα είναι σοβαρόν ηθελήσαμε να ερευνήσωμεν τούτο, διότι είναι φυσικόν η κατάργησις ενός θεσμού ισχύσαντος επί σειράν ετών εθιμοτυπικώς να προκαλέσει διαφόρους αντιδράσεις».
«Φυσικά αι απόψεις των παραγωγών δεν είναι δυνατόν να είναι άλλαι από την διατήρησιν της καθημερινής λαϊκής αγοράς, η οποία εξυπηρετεί και το κοινόν, αλλά και τα ιδικά των συμφέροντα προασπίζει. Υπάρχει μία μερίς συμπολιτών παραγωγών και πολυάριθμοι χωρικοί εκ των πέριξ της πόλεως μας συνοικισμών, οι οποίοι εκθέτουν καθημερινώς γεωργικά προϊόντα και αποζούν εξ’ αυτών».
«Υπάρχουν όμως και αι απόψεις των καταστηματαρχών οπωρολαχανικών που ευρίσκονται συγκεντρωμένοι εντός της Δημοτικής Αγοράς της πόλεως μας. Αυτοί θεωρούν απαράδεκτον την ύπαρξιν της λαϊκής αγοράς και διαθέτουν επιχειρήματα προς τούτο. Κυρίως ότι ούτοι διατηρούντες καταστήματα είναι υποχρεωμένοι εις την καταβολήν ενοικίου, φόρων και εισφορών, τελών φωτισμού και απορριμμάτων, εισφορών εις το ΤΕΒΕ, ΙΚΑ κλπ ώστε η πώλησις των προϊόντων να επιβαρύνεται και ο συναγωνισμός με τους παραγωγούς της λαϊκής αγορά να τίθεται εις ανίσους βάσεις…».
«Κατόπιν όλων αυτών και εφ’ όσον η κατάργησις της λαικής αγοράς θεωρείται ήδη τελεσίδικος και αναπότρεπτος –ως μέτρο ισχύσαν εις ολόκληρον την Ελλάδα- θα πρέπει να εξευρεθή τρόπος εξυπηρετήσεως του κοινού και προστασίας των παραγωγών που αποζούν από την λαϊκήν αγοράν. Και προς την κατεύθυνσιν αυτήν θα πρέπει να προσανατολιστούν μάλλον οι αρμόδιοι».
Την επομένη υπάρχουν δύο επιστολές στις εφημερίδες της εποχής. Η μία από τη Διοίκηση Χωροφυλακής και η άλλη από τον Ιωάννη Γεωργολόπουλο από το Ριζαριό. Αλλά και ο Αγροτικός Σύλλογος Τρικάλων διά του αντιπροέδρου αυτού Δημ. Δελληλίγκα απαντά με επιχειρήματα στη Διοίκηση Χωροφυλακής αναφέροντας: «Το αποσταλέν τηλεγράφημα εγένετο κατόπιν επιμόνων διαμαρτυριών πλείστων μελών του υφ’ ημάς Συλλόγου προς τον Σύλλογον και επι τω σκοπώ όπως το αρμόδιον υπουργείον εκδώση απόφασιν μη εφαρμογής του σχετικού άρθρου του αγορανομικού κώδικος…»
«…Αι γενόμεναι διαμαρτυρίαι προς τους αρμοδίους παρά των τοπικών οργανώσεων, τα διάφορα αφορώντα την υπόθεσιν ταύτην δημοσιεύματα και αυτή αύτη η υπό της Διοικήσεως Χωροφυλακής μηνιαία αναστολή της εφαρμογής του σχετικού νόμου, μαρτυρούν την σοβαρότητα του θέματος τούτου και πιστεύομεν ότι η απόφασις του αρμοδίου υπουργού θα είναι ικανοποιητική. Δεν επιθυμούμεν να σχολιάσωμεν το υπό της Διοικήσεως Χωροφυλακής δοθέν εις την δημοσιότητα έγγραφον, αλλ’ ευρισκόμεθα εις την δυσάρεστον θέσιν να εκθέσωμεν τας αντιθέτους επί τινών σημείων απόψεις μας…»
Αλλά και ο βουλευτής Παγκούτσος κατηγορεί το Επιμελητήριο Τρικάλων και την Ομοσπονδία Επαγγελματιών Τρικάλων ότι αυτοί ζήτησαν την κατάργηση της λαικής αγοράς και δηλώνει ότι θα αγωνισθεί δια την μη κατάργηση της αγοράς,
Τις επόμενες ημέρες σε ρεπορτάζ της εφημερίδας “Ελευθέρα Γνώμη” αναφέρονται ότι: «Όπως διαγράφονται ήδη τα πράγματα, φαίνεται ότι το αναφυέν ζήτημα της λαϊκής αγοράς της πόλεως μας, δεν θα έυρη σύντομον λύσιν προασπίζουσαν την ανάγκην επιβιώσεως των μικρών παραγωγών αυτής της αγροτικής περιφερείας και τα συμφέροντα των επαγγελματιών οπωρολαχανοπωλών της πόλεως μας…» «…Η κατάργησις της λαϊκής αγοράς θα πλήξη τα συμφέροντα ενός μεγάλου αριθμού μικρών κυρίως παραγωγών, αλλά και η διατήρησις της υπό την σημερινήν μορφήν θα διαιωνίση την αντιδικίαν και τας διαμαρτυρίας των οπωρολαχανοπωλών της δημοτικής αγοράς…»
«…Όμως δεν θα πρέπει να παραβλεφθή η εν προκειμένω αρμοδιότης του Δημοτικού μας Συμβουλίου, το οποίον έχει υποχρέωσιν να αποφανθή και αποφασίση επί του ζητήματος της λαϊκής αγοράς. Και ασφαλώς θα δώση την πλέον ορθήν λύσιν διότι το Συμβούλιον προστατεύει και τα συμφέροντα των παραγωγών το πλείστον, των οποίων, προέρχεται εκ συνοικισμών αυτού και τα τοιάυτα των συμπολιτών επαγγελματιών…».
«…Η εκ μέρους του Δημοτικού Συμβουλίου συζήτησις του ζητήματος της λαϊκής αγοράς δεν στερείται ασφαλώς περιεχομένου. Χωρίς να θέλωμεν να επηρεάσωμεν τα πράγματα ημπορούμεν να είπωμεν ότι θα ήτο εκτός πραγματικότητος η ίδρυσις μιας μονίμου λαϊκής αγοράς –κατά το πρότυπον άλλων ελληνικών πόλεων- ενός δηλαδή περιμαντρωμένου χώρου εντός της πόλεως, όπου οι παραγωγοί θα εκθέτουν καθημερινώς τα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα των. Υφίσταται παρά τη δημοτική αρχή η κατ’ αρχήν ιδέα δημιουργίας ενός τοιούτου χώρου εις το ηλεκτρικόν εργοστάσιον Σταματοπούλου, το οποίον μετ’ ολίγον θα περιέλθη εις την κυριότητα του Δήμου μας…»
Έτσι στη επόμενη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου το θέμα συζητήθηκε προ ημερησίας διατάξεως και τον δήμαρχο Μάτη να λέει τα εξής:
«Επειδή εις τους οπωρολαχανοπώλας εδόθη ένας μήνας προθεσμία διά να φύγουν εκ της αγοράς πρέπει να λάβωμε μέτρα και τους προστατεύσουμε. Πρέπει να σκεφτούμε αν θα φτιάξουμε νέα καταστήματα εις την δημοτικήν αγοράν ή να φτιάξουμε νέαν αγοράν εις τον χώρον όπου το ηλεκτρικόν εργοστάσιον. Ακολούθως αναγιγνώσκει απόφασιν του 1954 η οποία αναφερομένη εις το θέμα των λαϊκών αγορών λέγει ότι όπυ αυται επικράτησαν εθιμικώς δεν δύναται να καταργηθούν. Νομίζω κατόπιν τούτου, ότι δεν είναι αρμόδιον το υπουργείον Εμπορίου να καταργήση την λαϊκήν αγορά της πόλεως μας».
Στη συζήτηση που ακολούθησε στο δημοτικό συμβούλιο εκείνο που φαίνεται καθαρά είναι τα… προεόρτια για την καταστροφή της λαικής αγοράς και ανεγέρσεως του εκτρώματος που χτίστηκε και στεγάζει την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Διαβάστε την συζήτηση και θα καταλάβετε…