Δήμος Τρικκαίων

Οι παλιότερες συνοικίες της πόλης μας

27 Σεπτεμβρίου 2018

Αναδημοσιεύουμε σχετική εργασία του εκπαιδευτικού Ν. Γιαννούλη για τις παλιότερες συνοικίες των Τρικάλων η οποία είχε δημοσιευθεί στο “Τρικαλινό Ημερολόγιο” το 1985.

 

Τα Τρίκαλα, η αρχαία Τρίκκη, ως γνωστόν, είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις όχι μόνο της Θεσσαλίας, μα και της Ελλάδας όλης, καθώς αναφέρεται από πολύ παλιά, ήδη από την Ομηρική εποχή. Όμως τα Τρίκαλα, σε σύγκριση με τις άλλες Θεσσαλικές πολιτείες, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: σ’ όλη την ιστορία της έχει μια υπαρκτή και συνεχή παρουσία σαν πολιτεία, μικρή σε έκταση και χωρίς ίσως κάτι το ιδιαίτερο, μα ωστόσο, ουδέποτε έσβησε ή καταστράφηκε τελείως από τους ξένους κατακτητές, όπως αίφνης η Λάρισα στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Κι ασφαλώς λόγοι στρατηγικής θα συντέλεσαν σ’ αυτό, επειδή με το φρούριο και την οχυρή τους τοποθεσία, στους πρόποδες λόφων, αποτελούσαν προκεχωρημένο φυλάκιο, στη θέση αυτή, όλων των κατακτητών της Θεσσαλίας εναντίον στις επιθέσεις των ανυπότακτων κατοίκων των γύρω βουνών, ήδη από την εποχή του Βυζαντίου, για να μη πούμε και γρηγορότερα. Βέβαια, σήμερα, τα Τρίκαλα είναι μια μεγάλη πολιτεία με εξαιρετικό μέλλον, μα στον καιρό της απελευθέρωσής της, πριν εκατό περίπου χρόνια, ήταν ένα σωστό ανατολίτικο τουρκοχώρι με τους άθλιους φτωχομαχαλάδες και τίποτα παραπάνω, όπως όλες σχεδόν οι Ελληνικές πολιτείες της εποχής.

Η πόλη μας, λοιπόν, στην Τουρκοκρατία είχε μικρή έκταση και ήταν κτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου του φρουρίου, για το προσήλιο και για να φυλάγεται από τους αέρηδες του χειμώνα, κι όλα της τα σπίτια βρίσκονταν μόνο στην αριστερή όχθη, καθώς κατεβαίνει ο Ληθαίος. Πέρα απ’ αυτό το ποτάμι, όλη η έκταση, που φτάνει σήμερα μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό, ήταν ακατοίκητη, σχεδόν, από Ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος είχε συγκεντρωθεί, όπως αναφέραμε, στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου του φρουρίου, στη γνωστή από παλιά συνοικία του Βαρουσιού, τη γνωστότερη Ελληνική συνοικία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Απόδειξη, οι τόσες χριστιανικές Εκκλησίες της εποχής, που σώζονται μέχρι σήμερα. Μ’ άλλα λόγια, στη συνοικία αυτή είχαν κυριολεκτικά «κουρνιάσει» οι Τρικαλινοί ραγιάδες της εποχής, για να περάσουν τη μεγάλη νύχτα της ξενικής κατοχής…

Ως τόσο όμως με την πάροδο του χρόνου, όσο πλησιάζομε προς το μεγάλο σηκωμό, άρχισε να δημιουργείται, συνέχεια με το Βαρούσι και στην πεδινή έκταση κάτω από το λόφο του Προφήτη Ηλία, μια άλλη συνοικία, που παλιότερα ήταν γνωστή με τ’ όνομα «Μπάρα-μαχαλάς». Σ’ αυτή τη συνοικία εγκαταστάθηκαν αγροτικές οικογένειες από τα γύρω πεδινά χωριά, που ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια των χωραφιών της περιοχής, κάτω βέβαια από άθλιες και πρωτόγονες συνθήκες, μέσα από τα μικρά και άχαρα πλινθόκτιστα σπίτια τους. Αργότερα η συνοικία πήρε το όνομα «Καραγάτσι», που στα τούρκικα σημαίνει το δέντρο Φτελιάς και που ασφαλώς θα υπήρχε κάπου εκεί κάποιος μεγάλος Φτελιάς, για να ονομαστεί έτσι η περιοχή. Η συνοικία όμως μεγάλωνε, με την πάροδο του χρόνου, κι έτσι αναγκάζονται να κτίσουν στο σημείο αυτό την πρώτη Εκκλησία έξω από το Βαρούσι, τον Άγιο Αθανάσιο, για τις θρησκευτικές τους ανάγκες. Το γεγονός αυτό αναφέρει ως εξής μια εφημερίδα της εποχής:1 «Την παρελθούσαν Κυριακήν ετελέσθησαν τα εγκαίνια του εν τη συνοικία Καραγάτση νεοδμήτου ιερού ναού ο Άγιος Αθανάσιος». Για την συνοικία αυτή ο Μπαριώτης στρατηγός Στέφανος Σαράφης γράφει:2 «…Στο μαχαλά μας, έξω από την πόλη, μα πολύ κοντά στα τελευταία σπίτια, ήταν μια μπάρα,3 ένα είδος μικρής λίμνης, που στέρευε το καλοκαίρι και γι’ αυτό ο μαχαλάς4 μας λέγονταν μπάρα. Το χειμώνα με το δυνατό κρύο πάγωνε η μπάρα και μεις τρέχαμε και γλυστρούσαμε πάνω στον πάγο…». Αλλά, επειδή στα χρόνια αυτά δεν τηρούνταν και οι όροι της καθαριότητας, η Μπάρα κατάντησε εστία μόλυνσης, γιατί εκεί έριχναν τα σκουπίδια της πόλης τα κάρα του τότε Δήμου, πράγμα όμως που έκανε πολλούς να διαμαρτύρονται, όπως φαίνεται από σχετικά σχόλια στις εφημερίδες της εποχής.5 Ακόμα να προσθέσουμε, ότι στα κράσπεδα αυτής της συνοικίας, εκεί που παλιότερα ο δρόμος οδηγούσε στο κοντινό χωριό Σελίμογλου, οι περίοικοι έδειχναν, παλαιότερα, στον επισκέπτη, ένα λαγούμι, μια δηλ. υπόνομο-υπόγειο δρόμο και ισχυρίζονταν ότι αυτός ο δρόμος ξεκινούσε από το εσωτερικό του φρουρίου… Επίσης το σημείο αυτό της συνοικίας είχε το όνομα Τσιγκέλια,6 που το πήρε από τα τσιγκέλια πάνω στα οποία οι Τούρκοι θανάτωναν τους ανυπότακτους ραγιάδες, με όργανά τους γύφτους της εποχής.

Νοτιοανατολικά της Μπάρας δημιουργήθηκε, από τους Τούρκους, η τρίτη συνοικία της πόλης, που ήταν, τότε, γνωστή με το όνομα «Μπενοβά σοκάκι», δηλ. η σημερινή γύρω από την οδό Αχιλλέως συνοικία, όπου οι Τούρκοι εγκατέστησαν μαύρους (αραπάδες) κι έτσι βγήκε για τη συνοικία το όνομά της, Αραπάτικα, αργότερα. Τους μαύρους εγκατέστησαν εκεί οι Τούρκοι, γιατί ήθελαν να βρίσκονται σε φιλικό περιβάλλον, επειδή εκεί κοντά ήταν το Διοικητήριο τους, δηλ. τα σημερινά δικαστήρια, καθώς και οι στρατώνες τους, που σώζονταν και μετά την Μικρασιατική καταστροφή και όπου στεγάστηκαν τότε, προσωρινά, πρόσφυγες από τη Σμύρνη κι άλλα μέρη της Μ. Ασίας. Έπειτα από την απελευθέρωση, που άρχισαν οι Τούρκοι να φεύγουν, η συνοικία κατοικήθηκε, καθώς ήταν επόμενο, από Έλληνες. Μάλιστα η συνοικία αυτή μεγάλωσε γρήγορα, όπως φαίνεται και από το ακόλουθο σχόλιο της εφημερίδας «Εργάται» της 18-2-1884: «Ολόκληρος και ουχί απόκεντρος συνοικία, η παρά την αγοράν συνοικία Μπενοβά σοκάκι, υπέρ τας εξήκοντα αριθμούσα οικίας, ουδέ ενός ηξιώθη φανού7 υπό του καλού κάγαθού Δημάρχου, επειδή, φαίνεται, θεωρεί αυτήν κομματικώς αλλοτρίαν. Τούτο λέγομεν, διότι δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν ότι διεξέφυγε την προσοχήν του κ. Δημάρχου, ούτινος η οξυδέρκεια εξικνείται και πέραν του Καραμαλή8 και Κουκουτζιάμι9»…

Η τέταρτη, λοιπόν, συνοικία της πόλης μας ήταν η συνοικία «Καραμαλή- Κουκουτζιάμι», που στην αρχή ήταν αραιοκατοικημένη, όπως αφήνει να εννοηθεί το παραπάνω σχόλιο της εφημερίδας, μα που ύστερα μεγάλωσε, ώστε να καταστεί αναγκαίο να κτιστεί και δεύτερη Εκκλησία, έξω από το Βαρούσι, ο Άγιος Κωνσταντίνος,10 για τις θρησκευτικές ανάγκες της καινούριας συνοικίας, που φυσικά τώρα πήρε η συνοικία αυτή το όνομά της, ως συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου. Μα εδώ έχει, νομίζομε, τη θέση της μια μικρή παρέμβαση, για να πούμε λίγα λόγια για το τζαμί της περιοχής. Και πρώτα η ονομασία Κουρσούμ τζαμί, όπως επικράτησε να λέγεται, δεν είναι σωστή, επειδή η λέξη Κουρσούμ είναι παραφθορά της πραγματικής του ονομασίας Κουρσουνλή τζαμί, δηλ. μολυβδοσκέπαστο τζαμί, ή Κουκουτζιάμι, που πάει να πει το ίδιο περίπου, όπως το ονόμασαν οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής. Κι αν κάνομε σήμερα λόγο γι’ αυτό το τζαμί, είναι που αυτό το τζαμί, όπως πιστεύεται, είναι έργο του Σινάν, που ήταν ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της Τουρκιάς στα χρόνια της ίδρυσής του, «του οποίου όπου κανείς κι αν σταθεί θα αντικρύσει έργα του και του οποίου η δράση στάθηκε σταθμός και χρυσός αιώνας στην όλη τουρκική καλλιτεχνία», όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του «Mimaj Sinan», δηλ. ο αρχιτέκτονας Σινάν, ο τούρκος συγγραφέας Ahmet Rejik στα 1931. «Παντού ακουγότανε το όνομά του, συνεχίζει ο συγγραφέας, με τον τίτλο «Koca Sinan», δηλ. ο μεγάλος Σινάν, κι έτσι με τα έργα του πλούτισε τη φτώχεια της Τούρκικης τέχνης»… Αυτά λοιπόν τα λίγα για τον μεγάλο αρχιτέκτονα. Επιστρέφοντας στην περιγραφή της συνοικίας αναφέρομε την πληροφορία, που δημοσίεψε η εφημερίδα «Φάρος του Ολύμπου» της 1-11-1883, ότι η συνοικία του Κουρσούμ τζαμί, όπως επικράτησε πια να λέγεται ήδη από την εποχή αυτή, «λαμβάνει ύδωρ εκ της πηγής της Μαρούγγινας,12 αλλ’ η ακηδεία των χθες και πρώην Δημάρχων εγκατέλειπεν αυτήν εις την διάκρισιν της ροής των υδάτων, άπερ κατέστρεψαν το Υδραγωγείο και ήδη εις την πηγήν δεν ρέει μηδέ το πέμπτον του ύδατος».

Άλλη νέα συνοικία, γνωστή από παλιά, είναι η συνοικία «Μνήματα», που το όνομά της προήλθε από το ακόλουθο περιστατικό, πολύ σπουδαίο για την ιστορία της πόλης και σαν τέτοιο το μεταφέρομε σχεδόν ολόκληρο, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θάρρος» της 1-10-1919 με την υπογραφή: Τρικκαίος, που κι αυτός τ’ άκουσε από παλιότερούς του συμπολίτες, όπως είναι φυσικό. Γράφει λοιπόν ο Τρικκαίος: «Όλοι μας θα ενθυμούμεθα τα μεγάλα τουρκικά μνήματα εις την μεσημβρινήν άκραν των Τρικάλων, όπου σήμερον οι αδεσποτοφάγοι συμπολίται μας ανενόχλητοι καταλαμβάνουν και μεταβάλλουν εις καπνοτόπια και ιδιοκτησίας των το δημόσιον εκείνο μέρος… Και ενώ όλοι ενθυμούνται τα μνήματα, ελάχιστοι γνωρίζουν την ιστορίαν των… Επειδή το ανέκδοτον είναι αρκετά χαριτωμένον και μας παρουσιάζει μίαν σελίδα της ιστορίας της πόλεώς μας και τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, είναι άλλωστε σήμερον (δηλ. στα 1919) με την εξαπλωθείσαν εις την πόλιν μας επιδημίαν ευλογιάς και πολύ επίκαιρον… Η παράδοση μας λέγει, συνεχίζει το δημοσίευμα, ότι επιδημία χολέρας και πανώλους ακόμη αποδεκάτιζαν άλλοτε τον πληθυσμόν της… Εις μίαν λοιπόν εποχήν ήλθε και μία φοβερά και θανατηφόρος επιδημία ευλογιάς, η οποία εθέριζε κυριολεκτικώς τον τουρκικόν, κατά προτίμησιν, πληθυσμόν της. Όλος ο χώρος, τον οποίον αναφέραμεν (δηλ. τα μνήματα) είχε γεμίσει τότε από τάφους των αποθνησκόντων εξ ευλογίας, Οθωμανών. Αι Χριστιανικοί όμως οικογένειαι, άλλαι είχον εγκαταλείψει εγκαίρως την πόλιν και άλλαι τη βοηθεία των πρακτικών ιατρών είχον κατορθώσει να εμβολιασθούν και τοιουτοτρόπως, έμεινε αποκλειστική βορά της απαίσιας επιδημίας ο Τουρκικός πληθυσμός, όστις λόγω της μοιρολατρείας του ουδέν μέτρον ηννόει να λάβη κατά της νόσου. Έκθαμβοι και εξοργισμένοι συνάμα οι Τούρκοι δεν ήξευρον πού να αποδώσουν την προτίμησιν αυτήν του Χάρου και ήρχισαν να εξεγείρωνται κατά των απίστων γκιαούρηδων,13 οι οποίοι έμειναν απρόσβλητοι, ενώ αυτοί, καίτοι πιστοί, εξωλοθρεύοντο καθημερινώς. Επί τοσούτον μάλιστα ήναψεν ο άγριος φανατισμός των, ώστε εμελέτησαν και ήσαν έτοιμοι να προβούν εις σφαγάς των Χριστιανών, εάν εγκαίρως δεν επενέβαινεν η σωφροσύνη του Κατή (Τούρκου ιεροδικαστή), όστις έμαθε το σχέδιον των σφαγών και είχε τους ιδιαιτέρους, φαίνεται, λόγους του και τα συμφέροντά του να μείνη η πόλις ήσυχος… Διέταξε λοιπόν ο «Γκαβοκατής» (γιατί η παράδοση τον θέλει με χαλασμένο το ένα του μάτι) τον κήρυκα να καλέση όλους τους πιστούς εις το κεντρικό τζαμί, όπου σήμερα η πλατεία της πόλεώς μας, διότι ήθελε να τους ανακοινώση ένα όνειρόν του και να τους εξηγήση τι καθ’ ύπνους του είπεν ο Αλλάχ, δια την φοβεράν ασθένειαν… Και ιδού τι περίπου ο Κατής εξήγησεν εις τους πιστούς Μουσουλμάνους (ο αθεόφοβος!!): ότι μία σκάλα του παραδείσου είχεν πέσει και ο Αλλάχ είχεν ανάγκην εργατών δια να επιδιορθώση αυτήν. Ήτο φυσικόν επομένως να προτίμηση δια την ιεράν ταύτην εργασίαν χείρας πιστών, οι οποίοι πρέπει να χαίρουν δια την προτίμησην του Αλλάχ και να μη μνησικακούν κατά των Χριστιανών, τους οποίους ο Μωάμεθ περιφρονεί και ούτε θέλει να τους ξεύρη. Δια του μέσου τούτου (συνεχίζει το ανέκδοτο) ο παμπόνηρος Κατής κατώρθωσε να κατευνάση τα πνεύματα των αφελών πιστών και να αποσοβήση την σφαγήν. Η σκάλα όμως που είχε πέσει ήτο τόσο μεγάλη, ώστε ο Αλλάχ εχρειάσθη να μετακαλέση πάρα πολλούς πιστούς, όπως και σήμερον φαίνεται, καταλήγει το δημοσίευμα, από την έκταση των μνημάτων…».

Μεγάλο κάπως το ανέκδοτο, μα τόσο χαριτωμένο και ιστορικότατο… Πάντως η μεγάλη έκταση των «μνημάτων» προήλθε βέβαια από τα πολλά θύματα που προκάλεσε η ευλογιά, μα και από τη συνήθεια των Τούρκων να μη θάβουν στον ίδιο τάφο άλλο νεκρό, και τούτο για θρησκευτικούς λόγους. Κι έτσι από τη συνήθεια αυτή, ύστερα από την απελευθέρωση, βρέθηκαν χώροι για πλατείες και αδέσποτες εκτάσεις για τους οικοπεδοφάγους… Στη συνοικία αυτή εγκαταστάθηκαν κυρίως οικογένειες από τα χωριά του Ασπροπόταμου, Γαρδικιώτες,14 κ.ά., καθώς και Έλληνες διωγμένοι από τις Ελληνικές παροικίες της Βουλγαρίας, γι’ αυτό ένα μέρος της πήρε το όνομα, «Βουλγάρικα».

Στα Δυτικά του φρουρίου, και πέρα από το ποτάμι, δημιουργήθηκε με τον καιρό μια νέα συνοικία με την ονομασία «Τρικκαίογλου», από το όνομα κάποιου προφανώς, γαιοκτήμονα της περιοχής, που ήταν γιος κάποιου Τρικκαίου, όπως δείχνει η κατάληξη του ονόματος του -ογλου. Φαίνεται πως ο Τρικκαίος αυτός θα ήταν πολύ γνωστός στην εποχή του, προύχων ή κάτι τέτοιο, και γι’ αυτό έμεινε στην παράδοση της περιοχής. Ένας Τρικκαίος, πάντως, αναφέρεται επανειλημμένα στις «Επιστολές διαφόρων» του Ιωάννου Οικονόμου του Λαρισαίου (έκδοση Γιάννη Αντωνιάδη, πρόλογος Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα, 1964, σ. 295-7, 393). Ίσως να πρόκειται για το γνωστό γιατρό της εποχής Τρικαίο, που αποκαλούσε τον εαυτό του Νοσημάχο… Στη συνοικία αυτή εγκαταστάθηκαν, ύστερα από την απελευθέρωση, κυρίως Κρανιώτες,15 αλλά και από άλλα χωριά της Πίνδου.

Στα ΒΔ του φρουρίου, πίσω από το λόφο του Προφήτη Ηλία, δημιουργείται, ύστερα από την απελευθέρωση, σιγά-σιγά και άλλη μια νέα συνοικία της πόλης μας, τα Κουτσομύλια, όπου εγκαταστάθηκαν κυρίως Περιβολιώτες, αλλά και από άλλα ορεινά χωριά της περιοχής του. Οι Κουτσομυλιώτες ασχολούνταν κυρίως με την κατεργασία των μαλλιών και την υφαντική, όπως και οι Ασπροποταμίτες των άλλων συνοικιών της πόλης. Επίσης, μέχρι σήμερα, η παράδοση αναφέρει ότι στη συνοικία αυτή υπήρχαν και πολλοί μύλοι ή μύλια, όπως τους έλεγαν τότε. Δηλ. το όνομα μύλος, στην περιοχή, ήταν από κείνα τα ονόματα που η Γραμματική τα ονομάζει «ετερογενή», γιατί στον πληθυντικό αριθμό, κατά τη κλίση τους, έχουν διαφορετικό γένος από το γένος του ενικού αριθμού, όπως: πλούτος – τα πλούτη και φυσικά, ο μύλος – τα μύλια. Απ’ αυτή τη συνήθεια προήλθε, κατά πάσαν πιθανότητα, και το όνομα της συνοικίας Κουτσομύλια, λέξη σύνθετη από το τούρκικο Κιουτσούκ, που θα πει μικρός-κοντός,16 και της λέξης μύλια, όπως αναφέραμε, δηλ. τόπος με μικρόμυλους, (κιουτσούκ + μύλια, κουτσομύλια).

Επίσης και τα Εβραίικα ήταν από τις παλιότερες συνοικίες της πόλης, με αρκετά και μεγάλα σπίτια. Ο πιο πλούσιος από τους Εβραίους και από τους μεγαλύτερους τσιφλικάδες της εποχής, ήταν ο γνωστός, στους παλιότερους, Λιάχος, που είχε, εκτός από τάλλα, και το πιο μεγάλο και πολυτελές σπίτι της πόλης, στο οποίο μάλιστα κατέλυσε και ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Α’, όταν, μετά την απελευθέρωση, επισκέφτηκε τα Τρίκαλα. Μα κοντά στον Λιάχο κι άλλες οικογένειες Εβραίικες ήταν πλούσιες και ευκατάστατες, που διατηρήθηκαν μέχρι το β’ παγκόσμιο πόλεμο, όπως τα γνωστά, στους παλιότερους, ονόματα, Βελούχ, Λεβή, Σαμπεθάϊ, Νεγρίν κ.ά. Η λαίλαπα όμως του Χιτλερισμού, ως γνωστόν, έκανε κι εδώ το θαύμα της…

Αυτά για τις παλιότερες συνοικίες της πόλης μας. Τα Σαράγια και η Αγιαμονή ήταν, τότε, ξεχωριστοί συνοικισμοί, που στα νεότερα χρόνια ενώθηκαν με την παλιά πόλη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

  1. Βλ. εφημ. Τρικάλων «Τρίκαλα» της 2-5-1883.
  2. Βλ. Στρατηγού Στεφ. Σαράφη «Ιστορικές αναμνήσεις», Αθήνα 1952, σ. 11.
  3. Από το Σλάβικο bara = τέλμα.
  4. Μαχαλάς· από το τούρκικο mahalla = συνοικία.
  5. Βλ. εφημ. «Τρίκαλα» της 7-8-1883.
  6. Τσιγκέλια· βλ. Ν. Γιαννούλη «Τρία τοπωνύμια Τρικάλων», περ. «Μετέωρα», 1979, σ. 115.
  7. Φανοί· τα γνωστά φανάρια των δρόμων της εποχής, πριν από τα ηλεκτρικά.
  8. Καραμαλή- από κάποιο καταγόμενο από την Καραμανία της Μ. Ασίας.
  9. ΚουκουτζιάμΓ από τη λ. Κούκος = είδος καλύμματος του κεφαλιού + τζαμί.
  10. Βλ. εφημ. Τρικάλων «Εργάται» της 27-4-1885.
  11. Βλ. εφημ. Τρικάλων «Θάρρος» της 25-10-1927.
  12. Μαρούγγινα· η πιο γνωστή παλιά βρύση της πόλης, κάτω από την σημερινή οδό Όθωνος.
  13. Γκιαούρης- άπιστος, περιφρονητικός χαρακτηρισμός Χριστιανών από τους Τούρκους.
  14. Βλ. περισσότερα: Ηλία Κωστόπουλου «οι Βλάχοι», Τρικαλινό Ημερολόγιο. Τρίκαλα 1984. σ. 93-113.
  15. Ό.π.
  16. Το όνομα Κιουτσούκ έμπαινε σαν πρώτο συνθετικό σε κύρια ονόματα (Εκτός κι αν το δεύτερο συνθετικό -μύλια, στη λέξη Κουτσομύλια, είναι ξενική επίδραση, που να σημαίνει, ίσως, καταφύγιο, σπίτι ή κάτι τέτοιο).

Για την αντιγραφή: Σωτήρης Α. Μπακοβασίλης