Η είδηση, καταχωρείται στα «ψιλά» των «Τρικαλινών Νέων» τον Αύγουστο του 1964. Με τον τίτλο «Νέα ψυκτική μονάδα» λέει ότι: «Εις τα ψυγεία Θεόδ. Κλιάφα ήρχισαν αι εργασίαι προσθήκης νέας ψυκτικής μονάδας, δια την εναποθήκευσιν κυρίως φρούτων παραγωγών της περιφέρειας μας». Πίσω όμως απ’ την ειδησούλα, κρύβεται η μεγάλη διαδρομή μιας τοπικής επιχείρησης και βιομηχανίας, που αποτελεί Τρικαλινή επικαιρότητα, επί μία εβδομηκονταετία τώρα κι όχι μόνο στον καθαρά οικονομικό τομέα. Επειδή όμως η στήλη και σε προηγούμενες αναφορές της επιχείρησε, μία προσέγγιση αυτού του κεφαλαίου που λέγεται «ψυγεία Κλιάφα» κι επειδή δεν θα κομίσει γλαύκα, σ’ ένα χειροπιαστό καθημερινό θέμα, με εκφράσεις και κοινωνικής παρέμβασης, θα περιορισθεί σήμερα, σε μια και μόνη δραστηριότητα αυτής της βιομηχανίας, που όμως εμπλέκεται με έντονες αναμνήσεις και συναισθηματισμούς, από μία εποχή που σήμερα την αντικρύζουμε και την χαρακτηρίζουμε σαν πια φυσική, όμορφη μα και ανθρώπινη. Την προπολεμική και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όταν ο κόσμος γευόταν τα πρώτα επιτεύγματα του μηχανικού πολιτισμού και μέσα απ’ αυτά προσπαθούσε, να ξεχάσει -κατόπιν- τις πληγές της πολεμικής λαίλαπας.
Η «επανάσταση» του πάγου
Η ψύξη, λοιπόν, το ψυγείο και ο πάγος, είχαν μπει για καλά στη ζωή και των Τρικαλινών, στη δεκαετία του 1950. Με αποτέλεσμα να αναδειχθεί και η αναγκαιότητα, αλλά και η ευρύτερη κοινωνική προσφορά της πρώτης και μοναδικής -τότε και για πολλά χρόνια μετά- ψυκτικής μονάδας, των ψυγείων Θεόδ. Κλιάφα. Που είχαν μεταβάλλει τα οικήματα στην γωνία των οδών Ομήρου και Θεμιστοκλέους, σε μια ανθρώπινη κυψέλη δραστηριότητας και κίνησης. Ένας μικρός ομφαλός, της οικονομικής ζωής των Τρικάλων. Καθώς συγκεντρώνονταν εκεί ένα σωρό κόσμος, που όχι μόνο αναζητούσε, αλλά και ζούσε απ’ τον πάγο. Αφού δεν ήταν μόνο όσοι κατέφευγαν εκεί για να προστατεύσουν την διάρκεια των ευπαθών γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων (φρούτων, τυριών και άλλων), ούτε εκείνοι που το καλοκαίρι, αναζητούσαν την δροσιά των εύγευστων αναψυκτικών, στην πηγή τους, αλλά και όσοι επαγγελματίες και μεροκαμματιάρηδες, ζούσαν από την παραγωγή του πάγου. Καφεπώλες, καροτσέρηδες, παγοπώλες…
Ένας συμπαθής βιοπαλαιστής
Ήταν η εποχή, που είχε αναδείξει κι ένα παραδοσιακό επάγγελμα το οποίο εξαφανίστηκε, όταν η ψύξη έπαψε να είναι αποκλειστικό παράγωγο του πάγου, και πέρασε σε άλλους τρόπους, όπως τα ηλεκτρικά ψυγεία: Τον παγοπώλη. Τότε που ο πάγος, ο οποίος παράγονταν σε μεγάλες κολώνες (παγοκολόνες) κι ήταν ανάγκη να φθάσει έγκαιρα, όχι μόνο στα ζαχαροπλαστεία, τα καφενεία και τα ψαράδικα αλλά και στις πιο απομακρυσμένες γειτονιές της πόλης μας. Για να μπει στα πρώτα ψυγεία, που λειτουργούσαν με πάγο. Έτσι ο παγοπώλης, ήταν τότε κάτι ανάλογο και παράλληλο με τον γαλατά. Που έπρεπε γρήγορα -πριν λειώσει ο πάγος- να φθάσει στον καταναλωτή, όπου κι αν βρίσκονταν. Έτσι κάθε πρωί -κι όχι μόνο- έξω απ’ τα ψυγεία Κλιάφα, συγκεντρώνονταν ένας ολόκληρος κόσμος που διακινούσε, αλλά και αποζούσε από τον πάγο. Καροτσέρηδες, παγωτατζήδες, αλλά και συμπολίτες, που κατέφευγαν στα ψυγεία, για να πάρουν στην πηγή του, τον πάγο της ημέρας, χρησιμοποιώντας για την μεταφορά του, την «σχάρα» του ποδηλάτου τους. Όλη αυτή η καθημερινή διαδικασία, φάνταζε σαν ένα ιδιόμορφο πανηγύρι.
Πάντως, όταν το 1926 ο αείμνηστος ιδρυτής και στυλοβάτης της βιομηχανίας Θεόδωρος Κλιάφας, εγκατέστησε (με Γερμανούς τεχνικούς) τα πρώτα μηχανήματα ψύξης και παραγωγής πάγου, ίσως δεν είχε φαντασθεί -και πιθανόν όμως να το ήλπιζε- πως τα ψυγεία του, θα έπαιρναν αυτή την μοναδικότητα και σημασία, που τα μετέτρεψε σε μια βιώσιμη βιομηχανική μονάδα, που «έδωσε ψωμί» -κατά την κοινή έκφραση- σ’ ένα μεγάλο αριθμό Τρικαλινών. Πέρα, που αργότερα, πέρασε και στον χώρο των κοινωνικών παρεμβάσεων, που συχνά αιφνιδιάζουν τους συμπολίτες, με τελευταία και σπουδαιότερη, την μετατροπή, του παλιού και εγκαταλειμμένου πια ψυγείου της Ομήρου και Θεμιστοκλέους, σε μουσείο και πνευματικό κέντρο.
Ο παγοπώλης, λοιπόν -για να επανέλθουμε στο ειδικότερο θέμα της σημερινής επισήμανσης- υπήρξε ένας, από τους τόσους επαγγελματίες, που εξαρτώνταν απ’ την παραγωγή του πάγου των ψυγείων Κλιάφα. Υπήρχαν όμως οι απλοί παγοπώλες, που με κάθε τροχοφόρο της εποχής, αλλά κυρίως με καροτσάκια, μετέφεραν το πάγο, διαλαλώντας μάλιστα την πραμάτεια τους στις γειτονιές, αλλά και οι πιο οργανωμένοι, που είχαν δημιουργήσει μικρά… υποκαταστήματα ψυγείων σε καίρια σημεία της πόλης, όπως έξω απ’ τα ψαράδικα και από κει κατηύθυναν καθημερινά την όλη διανομή του προϊόντος, παίρνοντας την προμήθειά τους, που τους εξασφάλιζε ένα καλό εισόδημα. Και καθώς η ζήτηση και η διακίνηση του πάγου ήταν τεράστια και σταθερή, χρειάζονταν λίγο-πολύ να βάλει κανένας «μέσον» για να μπει στην όλη προσοδοφόρα διαδικασία της εμπορίας και διανομής του.
Η φιγούρα που χάθηκε
Ο… πλανόδιος, πάντως, παγοπώλης, υπήρξε μία χαρακτηριστική φιγούρα βιοπαλαιστή, που χάθηκε οριστικά πια. Εφοδιασμένος με γάντια, έναν μπαλντά και μία πέτσινη ολόσωμη σχεδόν ποδιά, έκοβε τις παγοκολώνες σε κομμάτια, ανάλογα με την επιθυμία του καταναλωτή και την μετέφερε μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού. Η πληρωμή του γίνονταν και σε καθημερινή βάση ή βδομαδιάτικη και μηνιάτικη ακόμα, για τους πιο γνωστούς και τακτικούς πελάτες, κάτι δηλαδή ανάλογο με τον γαλατά της κάθε οικογένειας.
Όμως υπήρχαν και συνοικιακά παντοπωλεία, που έκαναν καθημερινά διακίνηση πάγου. Όπως -τα πιο γνωστά- των Αδελφών Κατσίκα και του Μιλτιάδη Βλαχάβα στην Αγία Επίσκεψη. Μάλιστα ο τελευταίος υπήρξε και από τους τελευταίους σε δράση, εποχούμενος παγοπώλης της γειτονιάς, κι οι παλιότεροι Τρικαλινοί, διατηρούν ακόμα την χαρακτηριστική εικόνα του, με το τρίκυκλο ποδήλατο, να μεταφέρει πάγο, παντού όπου τον αναζητούσαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα ακόμα γίνεται στα Τρίκαλα κάποια μικρή διακίνηση πάγου, από ψυγεία της γειτονικής Καρδίτσας, για την ικανοποίηση ιδιαίτερων αναγκών όπως η διατήρηση αναψυκτικών και μπύρας σε μεγάλα καζάνια, σε γάμους και υπαίθρια πανηγύρια χωριών. Όμως η εποχή που η παραγωγή του πάγου, από τα ψυγεία Θεόδ. Κλιάφα, βρίσκονταν στο επίκεντρο μιας έντονης οικονομικής δραστηριότητας, για τα Τρίκαλα, πέρασε οριστικά και χωρίς επιστροφή. Ενώ στήριξε επί δεκαετίες, το βαλάντιο πολλών συμπολιτών βιοπαλαιστών.
Αντίθετα, όμως με την εξαφάνιση του γραφικού παγοπώλη, τα ψυγεία Κλιάφα, εκσυγχρονισμένα και με ποικίλες πια δραστηριότητες στην παραγωγή αναψυκτικών, εμφιάλωσης, αλλά και ψυκτικών χώρων, συνεχίζουν την εβδομηντάχρονη και πλέον πια πορεία τους.
Η κατ’ οίκον διανομή του πάγου στην πόλη μας
Και προπολεμικά, αλλά ιδιαίτερα μετά την κατοχή και μέχρι τη δεκαετία τον 1970 ακόμα, ο πάγος ήταν ένα περιζήτητο προϊόν. Ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, που προσέφερε άφθονη και ποικιλώνυμη δροσιά, με την δυνατότητα που προσέφερε την ψύξη αναψυκτικών και ποτών, αλλά και την συντήρηση τροφίμων και φαγητών. Και η παρουσία στην πόλη μας ενός από τα πρώτα παγοποιεία του Ελλαδικού χώρου τον αείμνηστου Θεοδώρου Κλιάφα, ο πάγος και η όλη διακίνηση του, έπαιρνε μια μεγάλη επικαιρότητα, η οποία και αποτυπώνεται ακόμα και στην ειδησεογραφία των τοπικών εφημερίδων. Βέβαια, γι’ αυτή την βιομηχανία παραγωγής πάγων και αναψυκτικών που ξεκίνησε πριν εβδομήντα και, χρόνια, έχουν γραφεί -και στην στήλη- τόσο πολλά και πολύ λεπτομερειακά κατά καιρούς, ώστε το θέμα να φαντάζει εξαντλημένο και για τη μνήμη των παλιότερων Τρικαλινών ακόμα. Να όμως που πάντα, από την προ 34ετίας ειδησεογραφία, προκύπτουν κάποιες λεπτομέρειες, σωστή πρόκληση για μια ακόμα αναφορά στο είδος αυτό και την εποχή του, που κατά παράφραση και υπέρβαση, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν “τα καλοκαίρια του πάγου”. Τότε που τα ηλεκτρικά ψυγεία δεν είχαν εισβάλλει ακόμα στην αγορά και στη ζωή μας, όταν τα καρπούζια δεν αφθονούσαν και δεν κατόρθωναν να δροσίσουν τα αναμμένα απ’ τις ζέστες του καλοκαιριού στομάχια των ανθρώπων του Τρικαλινού κάμπου ενώ και η διαδικασία της τουλούμπας μέχρι που να βγάλει λίγο κρύο νερό απ’ τα βάθη της γης, που κι αυτή πυρπολούνταν απ’ τον ήλιο και τον καύσωνα δεν ήταν αρκετή. Έτσι με το μπάσιμο τον Μάρτη, που κατ’ έθιμο κυκλοφορούσαν τα πρώτα παγωτά, μέχρι και το τέλος του Οκτωβρίου, ένας ολόκληρος κόσμος κινούνταν γύρω απ’ τον πάγο: Αυτοί που δούλευαν για να τον παράγουν, εκείνοι που έσπευδαν να τον προμηθευθούν στην πηγή τον κι όσοι τον πωλούσαν σε πρατήρια ή στις γειτονιές, εξασφαλίζοντας έτσι ένα μικρό ίσως αλλά τίμιο μεροκάματο. Καθώς όμως το πράγμα πολυκαίριζε και οι συνθήκες της ζωής μέσα στην πόλη έπαιρνε άλλους ρυθμούς και η διάθεση τον πάγου, υφίστατο κι αυτή αναπόφευκτη τις μεταβολές. Και μια τέτοια ριζική και χαρακτηριστική σκηνή μας θυμίζει και το δημοσίευμα των “Τρικαλινών Νέων” της 22ας Μαΐου 1965, δίνοντας μια αφορμή για επαναφορά του θέματος. Παρ’ όλο που ο φετινός Μάης, κάθε άλλο παρά ευνοεί -με τα όψιμα κρύα του- κουβέντες και νοστιμιές για πάγους και παγωτά.
Μ’ τον παραπάνω τίτλο λοιπόν, δημοσιεύεται το παρακάτω πρωτοσέλιδο σχόλιο της εφημερίδας: Υπάρχουν πληροφορίες ότι εφέτος δεν θα γίνεται από μικροπωλητάς διανομή πάγου κατ’ οίκον. Και τούτο γιατί έχει “αποφασισθεί” όπως ο πάγος πωλείται μόνον από τα πρατήρια και εις αυτά να μεταβαίνουν οι έχοντες ανάγκην συμπολίτες. Είναι όμως σωστό αυτό; Και θα διατίθεται ο πάγος κατ’ αυτόν τον τρόπον; Είναι σωστό να στερηθούν της εργασίας των τόσοι μικροπωληταί, αλλά και οι συμπολίτες να μεταβαίνουν καθημερινά στα πρατήρια για να προμηθεύονται τον πάγο; Το θέμα είναι σοβαρό και πρέπει το ταχύτερο να απασχολήσει τους αρμοδίους μας και ειδικότερα τον κ. Νομάρχη. Η μονοπώλησις και διάθεσις πάγου μόνον από τα πρατήρια, είναι απαράδεκτη, γιατί θα ταλαιπωρούνται οι συμπολίτες στην προμήθεια του και θα στερηθούν της εργασίας των οι μεταπωληταί κατ’ οίκον”.
Η αντίστροφη μέτρηση για τους παγοπώλες
Από την ειδησεογραφία των αμέσως επόμενων ημερών, δεν προκύπτει αν η επισήμανση της εφημερίδας είχε κάποιο θετικό αποτέλεσμα για τους δεκάδες μικροπωλητές πάγου. Κι ανεξάρτητα αν δόθηκε κάποια αναστολή στο μέτρο πώλησης του πάγου μόνο σε πρατήρια, εκείνη την χρονιά, γεγονός είναι ότι ένα ακόμα παραδοσιακό επάγγελμα ο παγοπώλης, έπαιρνε τον μοιραίο δρόμο της εξαφάνισής του, όπως πολλοί άλλοι μικροπωλητές και βιοπαλαιστές στην πορεία του χρόνου.
Πάντως, η μορφή κι η δουλειά του πλανόδιου παγοπώλη έχει καταγραφεί και στην τοπική μας παράδοση που με πολύ νοσταλγία θυμούνται και αναπολούν οι Τρικαλινοί. Ο άνθρωπος με το καροτσάκι φορτωμένο παγοκολόνες, ζωσμένος με μια χοντρή πέτσινη κι ολόσωμη ποδιά -για να μη δέχεται τους αντίκτυπους του συχνού εναγκαλισμού με τον πάγο- και τα πέτσινα γάντια στα χέρια, που γύριζε -στην τακτή ώρα κάθε μέρα από κατάστημα σε κατάστημα και από σπίτι σε σπίτι, κουβαλώντας μέσα ή αφήνοντας στην εξώπορτα την μια ή δύο κολώνες πάγου ή την μισή και το τέταρτο για τις ανάγκες του ψυγείου της εποχής εκείνης. Κόβοντας την κολώνα του πάγου με εξαιρετική δεξιοτεχνία, με πριόνι ή σπάζοντάς την με μεγάλο μπαλτά.
Πέρα, όμως απ’ τις συγκεκριμένες παραγγελίες ο πλανόδιος παγοπώλης διαλαλούσε το προϊόν του και για τους ευκαιριακούς πελάτες.
– Ο πάγος… Παγοπώλης εδώ….
Κάτι ανάλογο με τον πλανόδιο γαλατά, που καθώς έμπαινε ο Μάης διαφήμιζε φωναχτά και το εποχιακό υποπροϊόν του γάλακτος.
– Ξυνόγαλο Μαΐσιο.
Τα πρατήρια
Άγνωστο λίγο- πολύ για ποιες σκοπιμότητες, οι αρμόδιοι έκριναν πως ο πλανόδιος παγοπώλης δεν έχει θέση στις νέες συνθήκες διακίνησης αυτού του καλοκαιρινού -και όχι μόνο τότε- προϊόντος. Ήδη η κατανάλωση του πάγου στην πόλη μας είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις, που οργανωμένοι διακινητές του -πέρα απ’ το εργοστάσιο Κλιάφα- είχαν δημιουργήσει πρατήριο πάγου, πωλώντας το προϊόν αυτό όλη σχεδόν την ημέρα. Τέτοια πρατήρια είχαν εγκατασταθεί, με τη μορφή μεγάλων ψυγείων, σε κεντρικά σημεία του εμπορικού τμήματος της πόλης μας, ιδιαίτερα δε γύρω απ’ την παλιά δημοτική αγορά. Κι έκαναν χρυσές δουλειές. Μέχρι που τα ηλεκτρικά ψυγεία ανατρέψουν τα δεδομένα και βγάλουν εκτός ζήτησης τον πάγο. Αν και για πολλά χρόνια μετά και μέχρι και σήμερα ακόμα υπάρχει εξειδικευμένη ζήτηση πάγου, όπως η συντήρηση φρέσκων ψαριών στις κάσες των ψαροπωλείων, η ανάγκη δημιουργίας μεγάλου αριθμού παγωμένων ποτών (μπύρας ιδιαίτερα) και αναψυκτικών μέσα σε καζάνια για τα γαμήλια γλέντια και άλλες τέτοιες μεμονωμένες περιπτώσεις. Πάντως μετά την διακοπή παραγωγής πάγου από τα ψυγεία Κλιάφα εξαφανίστηκαν -μετά τους πλανόδιους παγοπώλες- και τα πρατήρια πάγου. Καθώς ήταν πια ασύμφορη η μεταφορά απ’ την γειτονική Καρδίτσα -όπου συνεχίστηκε η παραγωγή του- και η διατήρησή του στα πρατήρια.
Ο παγοπώλης, λοιπόν, ένας γραφικός μικροπωλητής της μεταπολεμικής εποχής, έσβησε απ’ τον επαγγελματικό χάρτη, πριν τρεις δεκαετίες. Κάπου απ’ τα μέσα του 1960, όταν απαγορεύτηκε η κατ’ οίκον διακίνηση του πάγου. Ένα ακόμα θύμα του επιχειρηματικού πνεύματος, αλλά κυρίως της μηχανικής εξέλιξης. Και μια ακόμα μορφή της Τρικαλινής παράδοσης, δίπλα στις τόσες, που ζουν σήμερα στις αναμνήσεις και τη νοσταλγία πια.
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης