Ψήφος κυριολεκτικά σημαίνει το μικρό λειασμένο λιθάρι και κατ’ επέκταση κάθε μέσο που χρησιμοποιείται από τις συντεταγμένες πολιτείες, προκειμένου να δηλώσει ο πολίτης – ψηφοφόρος τη βούλησή του, στο πλαίσιο μιας εκλογικής διαδικασίας. Στη χώρας μας, ως μέσα ψηφοφορίας έχουν χρησιμοποιηθεί το σφαιρίδιο και το ψηφοδέλτιο.
Από το 1864 και για εξήντα χρόνια περίπου οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν χρησιμοποιούσαν ψηφοδέλτια, για να ψηφίσουν τους κυβερνήτες τους, αλλά «σφαιρίδια», δηλ. μικρές σφαίρες από μολύβι. Σε κάθε υποψήφιο αντιστοιχούσε μία κάλπη χωρισμένη στα δύο και ο ψηφοφόρος καλούνταν να ρίξει το σφαιρίδιο ανάλογα με την προτίμησή του, στη δεξιά πλευρά της ψηφοδόχου, που εξωτερικά ήταν βαμμένη λευκή, ή στην αριστερή, που εξωτερικά ήταν βαμμένη μαύρη. Αν το σφαιρίδιο έπεφτε στη δεξιά πλευρά, η ψήφος ήταν θετική, αν έπεφτε στην αριστερή, η ψήφος ήταν αρνητική.
Με τον τρόπο αυτό οι εκλογείς μπορούσαν να ικανοποιήσουν όλες τις πλευρές, αφού είχαν τη δυνατότητα να «ασπρίσουν» όλους τους υποψηφίους όλων των κομμάτων. Και βέβαια, το αντίθετο: να τους «μαυρίσουν». Οι παροιμιώδεις εκφράσεις «έφαγε μαύρο» και «τον μαύρισα» σχετίζονται με τη χρήση των σφαιριδίων κατά τη διαδικασία της ψηφοφορίας. Συχνά ήταν τέτοιος ο φανατισμός, που πολλοί ψηφοφόροι -που προφανώς είχαν λόγους να «φαίνεται» η ψήφος τους- το «έριχναν δαγκωτό», δηλ. δάγκωναν το σφαιρίδιο δυνατά πριν το ρίξουν στην κάλπη. Αν και το Σύνταγμα του 1911 κατάργησε τα σφαιρίδια, αυτά χρησιμοποιήθηκαν και στις εκλογές του Μαρτίου 1912, ενώ διατηρήθηκαν έως και τις βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Τα χάρτινα ψηφοδέλτια χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1914 στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Με χάρτινο ψηφοδέλτιο έγιναν το 1920 οι εκλογές στη Θράκη και στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Το 1923 έγιναν βουλευτικές εκλογές με χάρτινο ψηφοδέλτιο στις «Νέες Χώρες» (δηλ. στις περιοχές που είχαν πρόσφατα απελευθερωθεί), στην Αθήνα και τον Πειραιά. Παλιότερα τα ψηφοδέλτια δεν τα τύπωνε το κράτος αλλά οι ίδιοι οι υποψήφιοι ή τα κόμματα: έγραφαν καθαρά το όνομά τους σε τυποποιημένα κομμάτια χαρτιού, τα οποία παρέδιδαν στα εκλογικά τμήματα.
Η διαδικασία της ψήφου (στη δεκαετία 1880)
Σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι υποψήφιοι στην περιφέρεια. Η κάθε κάλπη ήταν φτιαγμένη από λευκοσίδηρο, χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν, εξωτερικά, σε δύο χρώματα, μαύρο και άσπρο. Το δεξιό μέρος και στην εμπρόσθια πλευρά του είχε τη λέξη «ΝΑΙ» με κεφαλαία και ήταν άσπρο. Το δεξιό μέρος είχε τη λέξη «ΟΧΙ» επίσης με κεφαλαία και ήταν μαύρο. Στο πάνω μέρος της κάλπης ήταν τοποθετημένος σωλήνας σε γωνία 25 μοιρών, που είχε μάκρος 27 και διάμετρο 12 εκατοστά. Ο ψηφοφόρος έπρεπε να περάσει από όλες τις κάλπες και να πάρει από τον υπάλληλο που στεκόταν μπροστά από την κάθε μία τη μικρή μολυβένια μπάλα, το σφαιρίδιο. Ο υπάλληλος που στεκόταν μπροστά στη κάλπη έπρεπε να φωνάζει ποιανού υποψήφιου ήταν η κάλπη. Μόλις ο ψηφοφόρος έπαιρνε τη μολυβένια μπάλα το σήκωνε στο χέρι κρατώντας τη ανάμεσα στο μεγάλο δάχτυλο και το δείχτη για να δείξει ότι κρατούσε μόνο μία και κατόπιν έβαζε το χέρι του μέσα στο σωλήνα και το έριχνε στο χώρισμα που αντιστοιχούσε στο «Ναι» η το «Όχι».
Από το βιβλίο του Γρηγ Δαφνή, «Τα Ελληνικά Πολιτικά Κόμματα».
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης