Συμπληρώθηκαν ήδη δύο χρόνια θητείας της σημερινής κυβέρνησης. Θεωρούμε λοιπόν πως παρήλθε επαρκές χρονικό διάστημα, ώστε πλέον να μπορούμε να διατυπώσουμε με ασφάλεια κάποιες κρίσεις σχετικά με δύο μείζονα για τη Θεσσαλία ζητήματα, όπως αυτά της ηλεκτρικής ενέργειας και των υδατικών πόρων.
Εξετάζουμε πρώτα το υδροηλεκτρικό (ΥΗ) έργο της Μεσοχώρας Τρικάλων. Όλες οι αντιρρήσεις για τη χρησιμότητα του έργου, μετά από τόσα χρόνια προβληματισμού ακόμη και διενέξεων, έχουν πλέον παραμερισθεί και άπαντες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αποδέχονται τη λειτουργία του. Να σημειωθεί ότι το έργο είναι σχεδόν έτοιμο και ο κύριος του έργου, η ΔΕΗ, το μόνο που αναμένει είναι η υπογραφή της υπουργικής απόφασης για την περιβαλλοντική του αδειοδότηση. Ο προηγούμενος Υπουργός Περιβάλ-λοντος, κ. Π. Σκουρλέτης, όταν τον επισκέφθηκαν εδώ και σχεδόν ένα χρό-νο σύσσωμοι οι θεσσαλικοί φορείς, δήλωσε πως θα υπογράψει την ΑΕΠΟ (απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων), κάτι όμως που δεν έπραξε. Ο αναπληρωτής του κ. Ιωάννης Τσιρώνης, ηγετικό στέλεχος των Οικολόγων-Πρασίνων, όταν ήρθε στη Θεσσαλία δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Μεσοχώρα «…νομίζουμε πως δεν έχει κάποιο πρόβλημα περιβαλλοντικό…» (Ελευθερία Λάρισας, 3 Σεπτεμβρίου 2016). Άλλωστε, οι περιβαλλοντικοί όροι έχουν προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της 26/2014 απόφασης του ΣτΕ. Εγείρεται συνεπώς ένα ερώτημα : Γιατί δεν προχωράει το έργο ;
Φυσικά δεν παραγνωρίζουμε την ύπαρξη ποικίλλων ενεργειακών και εργολαβικών συμφερόντων που δρούνε ανταγωνιστικά προς την ΥΗ Ενέργεια και τις ΑΠΕ (κυρίως το ισχυρό λόμπι των εταιριών φυσικού αερίου, οι οποίες πλέον, μετά την πλήρη ιδιωτικοποίηση του τομέα, πουλάνε – δυστυχώς ακριβά – ηλεκτρική ενέργεια στους καταναλωτές).
Όμως η υπέρβαση αυτών των συμφερόντων – που αξιοποιούν και κάποιες ήσσονος σημασίας «οικολογικές» αντιδράσεις – δεν θα γίνει από μόνη της, ούτε και θα πρέπει να περιμένουμε απαθείς τις εξελίξεις, αρκούμενοι στις δηλώσεις Σκουρλέτη – Τσιρώνη και κάποιων ακόμη κυβερνητικών παραγόντων. Η ΔΕΗ «καίγεται» κυριολεκτικά για τη λειτουργία του έργου, η ανεργία στην περιοχή μας «χτυπάει κόκκινο», το κόστος ενέργειας για αγρότες, νοικοκυριά και επαγγελματίες έχει ανεβεί πάνω από 60% τα τελευταία χρόνια, οπότε και η Θεσσαλία οφείλει να απαιτήσει άμεσα από τον νέο υπουργό (κ. Γ. Σταθάκη) την υπογραφή της ΑΕΠΟ, ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες έως την λειτουργία του έργου.
Μας προκαλεί, πράγματι, απορία η στασιμότητα του θέματος, όταν ΟΛΟΙ οι φορείς (Περιφέρεια, Δήμοι, Επιμελητήρια, Επιστημονικές και Επαγγελματικές Οργανώσεις, Αγροτικοί φορείς κλπ) έχουν διαμορφώσει κοινή άποψη για τη Μεσοχώρα. Η πλούσια εμπειρία μας λέει πως όταν σε ένα θέμα οι απόψεις των εκπροσώπων της Θεσσαλίας συνέπιπταν, τίποτε δεν μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο για την επιτυχία του στόχου. Εύλογα συνεπώς αναρωτιόμαστε: Μήπως θα πρέπει να κινηθούμε πιο συντονισμένα και πιο αποφασιστικά για την αποτελεσματική διεκδίκηση του έργου ;
Παρόμοια στασιμότητα παρατηρείται και στο άλλο μεγάλο θέμα, αυτό του ταμιευτήρα Συκιάς Καρδίτσας και της σήραγγας μεταφοράς μέρους των υδάτων του Αχελώου προς την λεκάνη Πηνειού (σήραγγα Πευκοφύτου), σύμφωνα και με τις απαιτήσεις της 26/2014 απόφασης του ΣτΕ. Κύριος του έργου είναι το Υπουργείο Υποδομών και αρμόδιος υπουργός ο κ. Χρ. Σπίρτζης, ο οποίος, εκτός από μία απάντηση σε ερώτηση του βουλευτή Κώστα Τσιάρα στη Βουλή το 2015, όπου δήλωνε ότι ΘΑ ασχοληθεί με τις διαδικασίες επανέναρξης των εγκαταλελειμμένων έργων, δεν έπραξε απολύτως τίποτα, ούτε καν επισκέφθηκε την περιοχή των εγκαταλελειμμένων έργων.
Όσα λοιπόν αναφέραμε στα προηγούμενα για την οργανωμένη αντίδραση των Θεσσαλών, ισχύουν στο ακέραιο και για το θέμα αυτό και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία από το γεγονός ότι δεν στάθηκε μέχρι τώρα δυνατό να πραγματοποιηθεί συνάντηση με τον κ. Σπίρτζη, με δική του αποκλειστική υπαιτιότητα. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Σπίρτζης οφείλει να δώσει εξηγήσεις για την επί δύο έτη αδράνειά του στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά και για τις πραγματικές του προθέσεις. Και, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, υπάρχει τρόπος να υποχρεωθεί να δώσει τις εξηγήσεις αυτές. Ιδιαίτερα όταν τον τελευταίο καιρό διοχετεύτηκαν προς την κοινή γνώμη απόψεις του τύπου «θα κάνουμε ανάπλαση (;) των έργων», θα τα «επανεξετάσουμε» κλπ.
Τελικά, ένα είναι βέβαιο. Ότι σε τέτοια μείζονος σημασίας ζητήματα, η ιστορία δεν πρόκειται να συγχωρήσει την όποια δική μας αδράνεια. Περιμένουμε, λοιπόν, πρωτοβουλίες από εκείνους που είναι αρμόδιοι να τις αναλάβουν.