Μετά 438 χρόνια από την κατάληψη της πόλεως των Τρικάλων από τοyς Τούρκους, την επεσκέφθη σαν περιηγητής o Λέων Eζέ (1831 -1922) Leon Heuzey, Γάλλος αρχαιολόγος και διάσημος Ελληνιστής και Ανατολιστής, απόφοιτος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.
Ο Εζέ μετέσχε σε πολλές ανασκαφές ενδιαφέρουσες στον ελληνικό χώρο και ιδίως στους Δελφούς και στη Δήλο, εξέδωσε δε πολλά βιβλία του, μεταξύ των οποίων και πολλά αφιερωμένα στη χώρα μας.
Ο Εζέ χαρακτηρίζεται σαν ο συνεχιστής του φιλελληνικού έργου του άλλου Γάλλου γιατρού Φρανσουά Πουκεβίλ (François Charles Hugues Laurent Pouqueville), 1770 -1838, περιηγητή και ιστοριογράφου, με την πολυκύμαντη και περιπετειώδη σταδιοδρομία του, ο οποίος συνέγραψε πολλούς τόμους για την Ελλάδα την οποία περιηγήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της.
Ενδιαφέρουσες και πολύ διαφωτιστικές για την κρατούσα κατάσταση στην πόλη των Τρικάλων επί τουρκοκρατίας, είναι οι εντυπώσεις του Εζέ, ο οποίος τον Ιούλιο του 1858, περιόδευσε την πόλη και την περιοχή μας και έγραψε τα εξής:
«Ύστερα από μεγάλη πορεία από τη Ματαράγκα, όπου ο τελευταίος σταθμός μέσα από λιβάδια αρχίσαμε να αντικρίζουμε το Κάστρο των Τρικάλων, το οποίο υπερείχε από τις στρογγυλές κορυφές των μεγάλων δένδρων και πρόβαλε από μακριά στο μεγάλο φυσικό Κάστρο του Κόζιακα, προχωρημένου αντερείσματος της Πίνδου.
Σ’ εκείνον που μπαίνει μέσα στην πόλη, του παρουσιάζει γραφικότατο θέαμα το ποτάμι με τις πολλές γέφυρες και γεφυράκια, που κυλάει κάτω από πανύψηλα πλατάνια σ’ ένα καυτερό ήλιο που πλανάται επάνω του.
Αναζήτησα μάταια την κυρία Παπαπολυμέρου, πλούσια χριστιανή και γνωστή μου από φίλους της Λάρισας. Απουσίαζε κατά την εποχή αυτή κι’ έτσι υποχρεώθηκα να παραμείνω επί αρκετό σε ένα χάνι, περιμένοντας από το Σουλεϊμάν να ειδοποιήσει τις Αρχές να μου εξασφαλίσουν μια διαμονή. Στενοχωρήθηκα γι’ αυτό πολύ, γιατί παρευρέθηκα με περιέργεια στην κίνηση του μεγάλου Ελληνοτουρκικού χανιού.
Ένας γέρος Αρβανίτης, αρρενωπός, κάθεται μπροστά στην πόρτα, κρατώντας μια πέτρα επάνω στην κοιλιά του. Ένας τύπος Αγά, παρακολουθεί με φιλοφρονήσεις δυο τρομερά σαχλά παιδιά του χανιού. Πιο πέρα μια δυστυχισμένη νέα μαύρη, προκαλεί τον οίκτο με την αθλιότητα της. Μου είπαν πώς είναι εκτεθειμένη εκεί για πούλημα. Ανησυχεί να μάθη ποιος θα είναι ο αγοραστής της και παραπονείται γιατί ένας από τα παλιά αφεντικά της τής κράτησε το παιδί της κι έχει να το ίδει δέκα χρόνια. Παρακολουθώ με αυτούς τους τούρκους μια σκηνή από το «Σπίτι του Μπάρμπα Τεμ».
Φτάνει ο Σουλεϊμάν με το πρόσωπο σκυθρωπό. Οι επίσημοι χριστιανοί, οι κοτζαμπάσηδες, απέφευγαν την τιμή να μάς δεχθούν πια. Ο ίδιος δεν το επιθυμούσα και μας φιλοξενήσουν με αξιοπρέπεια αυτό, γιατί αναλογιζόμουνα τη δυσαρέσκεια που έδειχναν και σε ημάς, πολίτες επαρχιακής πόλεως, εάν ο Δήμαρχος ή ο έπαρχος, τους υποχρέωνε να φιλοξενήσουν έναν περαστικό ξένο. Μια λεπτομέρεια όμως που οφείλω ν’ αναφέρω, πως ένας Τούρκος με κοινή ανατροφή, προσφέρθηκε να μας φιλοξενήσει. Ο πολιτισμός του έφτανε μέχρι του σημείου, να μου στείλει η οικογένεια του τον κουρέα του, ο οποίος μου έπλεξε το εγκώμιό του και με εβεβαίωσε πως ήταν ένας πολιτισμένος Τούρκος, τέλειος Ευρωπαίος.
Το σπίτι μετρίας εμφανίσεως. Έγινα δεκτός από δύο μεγάλους νεαρούς με ευρωπαϊκή περιβολή εκτός από το φέσι, οι όποιοι είναι αδέλφια του οικοδεσπότη. Ο ίδιος ο Μεχμέτ Αγάς, δεν ήταν επάνω από τριάντα χρονών, μάλλον υψηλού αναστήματος, με ξανθά μαλλιά και το πρόσωπό του δυστυχώς σημαδεμένο από ευλογιά Οι άνθρωποι αυτοί μου μιλούσαν κυρίως για τις διασκεδάσεις τους.
Η μεγαλύτερη τους διασκέδαση ήταν να τρέφουν σε μια μικρή αυλή, όπου με οδήγησαν, μερικές κότες και ιδίως περιστέρια της ράτσας που ονομάζονται «περιστρεφόμενα» ή «αναστρεφόμενα» γιατί κάμουν τούμπες. Τα απολάνε στον αέρα και σε μεγάλο ύψος τα πουλιά αυτά, στριφογυρίζουν το σώμα τους και αφήνονται να πέσουν κατακόρυφα στον περιστερεώνα τους.
Γεύμα αλά τούρκα. Είναι σήμερα γιορτή για τούς Τούρκους και δεύτερη ήμερα του Μπαϊραμιού. Από το πρωί δέχονται επισκέψεις των συγγενών και των φίλων. Φιλιούνται, όπως οι Έλληνες την ημέρα του Πάσχα. Εξαιρετική ευκαιρία να ίδει κανένας μερικά χαρακτηριστικά του οικογενειακού και επαρχιακού βίου των τούρκων
Γύρω σε μια μικρή αίθουσα περιτριγυρισμένη με σοφάδες, δέκα ή δώδεκα επισκέπτες με το νοικοκύρη. Μεταξύ τους διακρίνεται από το τούρκικο κουστούμι του, ένας νέος Ιμάμης με κομψή εμφάνιση και όμορφη μαύρη γενειάδα κοντή και λεπτή. Το θρησκευτικό του λειτούργημα φαίνεται από το άμεμπτου λευκότητος τουρμπάνι του, περιτυλιγμένο και σφιγμένο με πολλές γύρες με σχολαστική προσοχή. Προσθέστε σ’ αυτή ένα ελαφρό πανωφόρι (σουρτούκο) κι’ ένα πλατύ παντελόνι, τα δυο αυτά από μερινό γκρι μαργαριταρένιο.
Μόλις εκάθησε έβγαλε από την τσέπη του μια τσιγαροθήκη μετάλλινη, στολισμένη με εικόνες και την κυκλοφορούσε. Είναι μια αληθινή επιτυχία για την οποία o νεαρός Ιμάμης yπερηφανεύετο.
Ειδοποιήθηκα από το Σαντάκ Πασά, ότι στα Τρίκαλα υπήρξε ένα ισχυρό απόσπασμα Κοζάκων του. Πηγαίνω να τους ιδώ και οι αξιωματικοί με προσκαλούν με πολλή προσήνεια να μοιραστούμε το μεσημβρινό τους φαγητό, το γεύμα όπως το αποκαλούν. Γεύμα με κρασί Μπορντώ παρακαλώ. Παραπονούνται γιατί μένουν σε μια μικρή πόλη. Όλοι τους είναι απελπισμένοι με την Τουρκιά, αν και την υπηρετούν.
Μεταξύ των εκκλησιών των Τρικάλων, που όλες είναι μεγάλες κι έχουν ανακαινισθή, μόνο της Αγίας Παρασκευής διατηρεί μια αρχαία Ελληνική επιγραφή εντοιχισμένη. Το μέγαρο του Επισκόπου είναι μια ξύλινη οικοδομή, η οποία όμως έχει τα χαρακτηριστικά της. Γύρω σε ένα σπόνδυλο μιας μικρής κολώνας που χρησιμεύει για να στηρίζη την εξωτερική σκάλα, τυλίγεται μια Βυζαντινή επιγραφή ενδιαφέρουσα για την ιστορία. Δυστυχώς η διάβρωση της πέτρας κάμει δυσανάγνωστο τη λέξη. Νομίζω εν τούτοις πως μπορούμε να υποθέσουμε πως πιθανό να είναι η λέξη μεσημέριον». Ο όρος έχει σχέση με τη λέξη μεσημβρία, σημαίνει ίσως ένα περισσότερο ή ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα, στο οποίο διέμεναν το μεσημέρι, τις ώρες της αναπαύσεως.
Σκέφθηκα επίσης ότι μπορούσε να ήταν είδος μεσημβρινού ή γνώμων, στον όποιο η κολώνα θα χρησίμευε ως στήριγμα, αλλά δεν μπόρεσα να δικαιολογήσω αυτή την εκδοχή. Ιδού εξ άλλου η μετάφραση του κειμένου, όπως την αποδίδω: «Αυτό το μεσημέριον (μάλλον εφημέριον), οικοδομήθη κατά την εποχή του ευσεβεστάτου Βασιλέως ημών Συμεών Παλαιόλόγου και της ευσεβεστάτης κυριάρχου Άννης, επί αρχιεπισκόπου αγιοτάτου Μητροπολίτου Νίλου. Αι άραί των 518 Αγίων Πατέρων της συνόδου της Νίκαιας, να πλήξουν εκείνον που θα προσεπάθει να το καταστρέψει». Η επίκληση του τέλους, ο τύπος της οποίας είναι πολύ γνωστός, θα ετελείωνε σε ένα άλλο σπόνδυλο της κολώνας.
Μάτην θα αναζητούσε κανένας ένα Συμεών μεταξύ των Αυτοκρατόρων της οικογενείας των Παλαιολόγων. Ο Πρίγκηψ που ισχυρίζεται ότι ανήκει σ’ αυτήν, είναι ο Βασιλεύς Συμεών Ουρέσης, ονομαζόμενος από τους Έλληνες Ουρέσης ή Ούρεσης, αδελφός του Σέρβου κατακτητού Στεφάνου Δουσάν.
Κάθε δράση είχε παραλύσει τότε στην Κωνσταντινούπολη λόγω των αγώνων μεταξύ του Κεκαυμένου, ο οποίος με την ικανότητα του ήταν συνηνωμένος με την αυτοκρατορία και της Βασιλεύουσας αυτοκρατείρας της Σαβοΐας. Ο Στέφανος Δουσάν επωφελούμενος της ευκαιρίας, κυρίευσε πολλές Ελληνικές επαρχίες και εγκατέστησε στα Τρίκαλα τότε το Στρατηγό του Πρεάλουμπο με τον τίτλο του Καίσαρα (1346 μΧ.).
Διαφυλάσσων για τον εαυτό του τον τίτλο του Αυτοκράτορα, όχι δίχως υπερβολή, γιατί ούτε η έκταση, ούτε η διάρκεια αυτής της κυριαρχίας δεν δικαιολογεί παρόμοιο όρο. Αργότερα ο Συμεών αναλαμβάνων τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του αδελφού του κατέληξε να ορίσει προσωπική του έδρα τα Τρίκαλα, σαν είδος προχωρημένης θέσεως (1355-1374 μΧ.). Τέτοιο γεγονός βεβαιώνει πολύ πιθανόν η επιγραφή αυτή της μικρής κολώνας. Εξ άλλου η συνέχεια του ταξιδίου μου, με κάμει να συναντήσω κι άλλα στοιχεία που αφορούν τους Σέρβους αυτούς πρίγκιπας, τα οποία επιτρέπουν να μελετήσω την επιρροή που ασκούν αυτοί στη Θεσσαλία.
Δύσκολα μπορεί να εξακριβώσει κανένας την ταυτότητα της Άννης, η οποία μνημονεύεται από το Συμεών με βασιλικούς τίτλους. Το όνομά της αναφέρεται με τα δυό γράμματα Αν… Δεν μπορώ όμως ν’ αναγνώσω άλλο (έκτος της Άννης δηλαδή). Γνωρίζουμε εξ άλλου πώς η γυναίκα του Συμεών λέγονταν Θωμαΐς. Ήταν αδελφή του Νικηφόρου Σούκα, ο οποίος ήταν προγενέστερα Έλληνας Δεσπότης της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, αλλά τίποτα δεν μας πληροφορεί πως ο Συμεών, αφού την έχασε, νυμφεύθηκε τη δεύτερη αυτή περί τα τέλη της Βασιλείας του.
Μήπως λοιπόν η αναγραφή της ήταν πράξη σεβασμού προς την παλιά Δεσπότη Άννα της Ηπείρου, μητέρα της Θωμαΐδος; Μάλλον νομίζω θα πρόκειται περί της Βασιλικής Αυτοκράτειρας Άννας της Σαβοΐας, την οποία οι Έλληνες αποκαλούσαν Άννα Παλαιολόγου, ως χήρα Ανδρονίκου του νεωτέρου. Είναι αληθινά κάπως απίθανο να τοποθετούνται έτσι το ένα δίπλα στο άλλο, το όνομα της Βασιλίσσης Αυτοκράτειρας αλλά πρέπει να έχουμε υπ’ όψει ότι η επιγραφή δεν είναι σύγχρονη με τα ονόματα που μνημονεύει. Έχει σκοπό να καθορίσει κατά προσέγγιση μια χρονολογία που αναφέρεται σε αναμνήσεις του παρελθόντος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να παρθεί ως προς αυτό υπ’ όψει αναφέρει ο Συμεών, ο όποιος εβασίλευε πραγματικά στα Τρίκαλα και Άνναν, η οποία τότε εξασκούσε την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη.
Επιχειρώ μια εκδρομή προς τα Ζαβλάνια, όπου υπάρχει ένα πτωχό αγρόκτημα, περίφημο στην περιφέρεια, χάρη σε ένα πολύ σπουδαίο Μοναστήρι, για το οποίο θα μιλήσουμε. Στο τέλος μιας αλυσίδας από λόφους που ξεκινούν από το Κάστρο των Τρικάλων με κατεύθυνση προς Βορρά, δεν ανευρίσκω πια παρά μια βαρειά μεσαιωνική οικοδομή, ένα είδος πύργου, που στεγάζει ακόμα ολίγους Μοναχούς. Ένας γέρος παππάς που με οδηγεί, μου δείχνει προς τα Χάσια πολλές τοποθεσίες που θεωρούνται πως έχουν παλιά ερείπια. Στο Κούρσοβο, στη Σμόλια, στη Σκουτίνα.
Επιστρέφω στα Τρίκαλα για ν’ αποχαιρετήσω τους φιλοξενούντας εμένα».
ΣΗΜ.: Το κείμενο είναι από το περιοδικό «Μετέωρα», του ΑΧΙΛ. ΓΡ. ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΥ Οδοντιάτρου, προέδρου του ΕΜΟΤ και μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών και Ενώσεως Ελλήνων Συγγραφέων και Δημοσιογράφων Τουρισμού
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης