Για τους σημερινούς ανθρώπους τα χάνια είναι άγνωστα. Μερικοί παλιότεροι κάτι θυμούνται. Εκείνοι που τα γνώρισαν στην ακμή τους δεν υπάρχουν σήμερα. Η λέξη «χάνι» προέρχεται από την περσική λέξη «χαν», που σημαίνει πανδοχείο. Τα χάνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ζωή του ανθρώπου μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. Ήταν η όαση μέσα στην έρημο.
Μαζί με το σβήσιμο του «αγωγιάτη» ή «κυρατζή», που χρόνια εξυπηρέτησαν τους κατοίκους του Ελλαδικού και ιδιαίτερα του Τρικαλινού χώρου με τους μεγάλους ορεινούς όγκους της Πίνδου, των Χασίων αλλά και πέραν αυτών, έσβησε και ένα άλλο επάγγελμα, του «Χαντζή» ή «Χανιτζή». Και μαζί του, φυσικά, και τα γραφικά Χάνια.
Χάνια λέγονταν τα κέντρα εκείνα, που εγκατεστημένα σε επίκαιρα σημεία της διαδρομής των «Κυρατζήδων», προσφέρονταν σ’ αυτούς για το νυκτερινό ύπνο, για γεύμα και για περιποίηση των ζώων.
Τα χάνια χτίζονταν σε δημοσιές και σε επιλεγμένα μέρη, ώστε να εξυπηρετούν και να εκπληρώνουν απόλυτα τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν. Φρόντιζαν οι χανιτζήδες ώστε τα χάνια τους να βρίσκονται κατά κύριο λόγο σε κεντρικό δρόμο, να υπάρχουν κοντά βρύσες με αρκετό νερό για να πίνουν και να ξεδιψάνε οι κυρατζήδες και τα ζώα τους, να νίβονται, να δροσίζονται και να πλένουν τα λερωμένα ρούχα τους, να είναι προφυλαγμένα από ανέμους και να υπάρχουν γύρω – γύρω πολλά και σκιερά δέντρα και πλατώματα, για να κοιμούνται οι άνθρωποι το καλοκαίρι, να ξεφορτώνουν και να δένουν τα ζώα τους.
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: Σ.Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ
Μπροστά σε κάθε χάνι, υπήρχε μεγάλη αυλή, την είσοδο της οποίας ασφάλιζε —από το φόβο της επιδρομής, αφού τα περισσότερα Χάνια ήταν εγκατεστημένα σ’ έρημα μέρη— μία γερή πόρτα με διπλούς σιδερένιους μάνταλους. Στο βάθος της αυλής ένα σπίτι δίπατο, και σε πολλές περιπτώσεις μονόπατο. Στο ισόγειο η τραπεζαρία με μεγάλους πάγκους, η κουζίνα, το κελί με τα τρόφιμα και το κρασί και το δωμάτιο του «Χαντζή», που ήταν έτοιμος σε κάθε στιγμή να σηκωθεί για να υποδεχτεί το νυκτερινό πελάτη. Στο δεύτερο πάτωμα ήταν τα δωμάτια, στρωμένα με ψάθες και με ένα-δυο κρεβάτια για τους «εκλεκτούς» πελάτες. Οι πελάτες έτρωγαν λουκάνικα, αυγά, τυριά ή παστωμένο κρέας και έπιναν κρασί ή τσίπουρο. Στα ζώα έδιναν σανό και κριθάρι. Επίσης τα ζώα είχαν στο χάνι και την περιποίηση του «αλμπάνη» (πεταλωτή) ή του ίδιου του Χαντζή, που τους άλλαζαν τα πέταλα, όσα είχαν φαγωθεί από τη «στράτα».
Στην περιοχή των Τρικάλων, ήταν πολλά τέτοια χάνια. Σημειώνουμε, από όσα στοιχεία μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε, τα παρακάτω
Του Βρατσίστα στον Άγιο Κων)νο Παλαιοκαρυάς, του Μπέκου λίγο πιο πάνω από τον Άγιο Κων)νο, καθώς επίσης και του Παπασπύρου, του Καψάλη στην Κάτω Παλαιοκαρυά, καθώς και του Μπαθέκα, του Αντώνη στην Άνω Παλαιοκαρυά του Φουρκιώτη στις λάκες της Γκρόπας, του Σίμου πίσω από την Γκρόπα, του Κατσαρού κοντά στη βρύση του Βούλγαρη στο βουνό Λέουσα. Τα χάνια αυτά, εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες από την Πόρτα, τη σημερινή Πύλη, προς τη Μεσοχώρα. Δύο χάνια του Βασ. Μιχαήλ και του Παν. Πανάγου ήταν μέσα στην Πόρτα Παναγιά.
Στη διαδρομή για τα χωριά του Ασπροποτάμου ήταν τα χάνια, του Φώτη Ντάφου—Κουτσιλιά στα Βανακούλια, στο οποίο περνούσαν τη νύχτα τους οι οικογένειες που πήγαιναν για την Κρανιά και τη Τζούρτζια, των Κ. Καρπούζα, Κλεάνθη, I. Σαμαρά, Γ. Σκουρτίκου. Γιάντζαρου, Αθαν. Μπαντέκα κ.ά. κοντά στον Κλεινοβό τα χάνια της Φάρμας, του Γούσιου Τρίππα, του Ζαλαβρά—Τσίτου, το Χάνι της Κρύας Βρύσης στο δρόμο προς την Καστανιά καθώς και άλλα, σε διάφορες άλλες τοποθεσίες.
Χάνια ή όπως λέγονταν επίσημα, πανδοχεία, υπήρχαν και μέσα στην πόλη των Τρικάλων, όπως: Των Τσιάμη, Κότοβα, Παπαευθυμίου, Στ. Κόπανου, Γεώργ. Καλόγηρου, Αρ. Μυλωνά, Καλαμπαλίκη, Μπατάλα, Θανόπουλου, Αθ. Τσιάκα, Παπαζαχαρία, Τσούβα, Κεφάλα, Οικονόμου, Χρ. Πίσσα, Αγγελάκη και πολλών άλλων.
Και τα χρόνια πέρασαν. Τα άλογα άρχισαν σιγά-σιγά να λιγοστεύουν και οι κυρατζήδες να εξαφανίζονται. Τη θέση τους πήραν τα αυτοκίνητα, οι μηχανές, που δεν θέλουν σανό και κριθάρι αλλά λάδι και βενζίνη. Και οι επιβάτες, αν νυχτώσουν στο δρόμο και θέλουν ύπνο, δεν συμβιβάζονται ούτε με τις πλατιές σάλες για ομαδικό ύπνο, ούτε και με ψάθες. Ζητούν κρεβάτια, δωμάτια μοναχικά με μπάνιο και καλοριφέρ. Και για φαγητό, τα λουκάνικα και τα τυριά τα δέχονται μόνον σαν σπεσιαλιτέ.
Δυστυχώς η «πρόοδος» ισοπέδωσε τα χάνια και το ελληνικό κράτος δεν φρόντισε να διατηρηθούν τουλάχιστον κάποια από αυτά. Αμέτρητα χάνια υπήρξαν σε ολόκληρη τη χώρα. Δυστυχώς σήμερα, ελάχιστα από αυτά έχουν σωθεί. Τα περισσότερα έχουν παραδοθεί στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου αλλά και του ανθρώπου.
****
Πολλά από τα ιστορικά χάνια της χώρας μας έχουν συνδεθεί με μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως το Χάνι του Βαλιερή στην Ήπειρο, όπου ο Αλή-Πασάς εξόντωσε τους Γαρδικιώτες, το Χάνι του Ζεμενού στον Παρνασσό, όπου το 1821, ο Αθανάσιος Διάκος σκότωσε τους Τούρκους φοροχαρατσήδες, το Χάνι του Μπαντούνα, όπου στις 17 Μαΐου του 1821 ο Ντελή-Γιώργης Γιαννιάς αντιμετώπισε τους αιμοχαρείς Λαλαίους Τούρκους, το πιο ιστορικό όλων Χάνι της Γραβιάς (που έχει ανακαινιστεί) με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και την θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων, κ.λπ.