Δήμος Τρικκαίων

Τα Σημάδια

10 Ιανουαρίου 2020

Τα Σημάδια

(Μικρό μνημόσυνο στον Αράπ’ Μαχαλά*)

Γράφει η Χρύσα Δραγούτσου – Κουρσοβίτη, Φιλόλογος

Ένα εξαιρετικό κείμενο το οποίο πήρε το 1Ο βραβείο στο διαγωνισμό που διοργάνωσε ο φυσιολατρικός Σύνδεσμος Πατρών (Πάτρα 25-11-2002). Διαγωνισμός Λογοτεχνίας και Ποίησης. Αθλοθέτης η Ανώνυμος Βιομηχανία Υψηλής Τεχνολογίας Α.Ε.

***********

Στα δυτικά του Αγίου Κωνσταντίνου, στρίβοντας για τα «Ψυγεία του Κλιάφα» σκόνταφτες παλιότερα σε μια ξεχωριστή γειτονιά, τον Αράπ’ Μαχαλά. Σ’ ένα τόπο γεμάτο λαχανόκηπους μια χούφτα παράγκες φιλοξενούσαν κάποιους «γύφτους» με τις φαμίλιες τους.

Μια χρωματική ποικιλία παράξενη, με μια ασυνήθιστη – κι αταίριαστη – διχρωμία να κυριαρχεί: το πράσινο της φύσης σ’ όλες τις αποχρώσεις του και το μονότονο μαυριδερό χρώμα των Γύφτων του Αράπ’ μαχαλά. Η αφθονία της φύσης από δω και η έλλειψη των πάντων από κει στα φτωχόσπιτα, τα οποία σ’ ένα μονάχα ήταν πλούσια: στις αρμαθιές από παιδιά…

Ο Αράπ’ μαχαλάς ήταν η Δραπετσώνα των Τρικάλων. Πρόσφυγες, κατατρεγμένοι, ξυπόλυτοι, στοιβαγμένοι στα ξύλινα παραπήγματα προσπαθούσαν να ζήσουν, να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους, να ριζώσουν…

Ήταν καλοί, κι ας μην φτιάναν πρόσφορα.

Ήταν καλοί, κι ας ήταν γύφτοι.

Ήταν νοικοκυραίοι, κι ας μην είχαν σπίτια.

Είχαν αρχές, κι ας ζούσαν σε αναρχία.

Ήταν δουλευτάδες, κι ας μην είχαν μόνιμες δουλειές.

Ξεχώριζαν, κι ας ήταν στοιβαγμένοι.

Ήθελαν να ριζώσουν, κι ας μην ήξεραν τις ρίζες τους.

 

Αυτά όλα πριν εξήντα, ογδόντα χρόνια. Οι ανάγκες, η ίδια η ζωή οδηγεί στην αλλαγή, στην εξάλειψη του παλιού ή έστω σε κάτι που το λένε βελτίωση. Έτσι έγινε και στον Αράπ’ μαχαλά. Μέρα με τη μέρα όλο και κάτι άλλαζε. Οι παράγκες στηρίχτηκαν σε τσιμεντόλιθους, οι τσιμεντόλιθοι έδωσαν τη θέση τους στα τούβλα, ο σκελετός γενικά έγινε πιο ισχυρός. Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο: οι αλλαγές προχωρούσαν και στους ανθρώπους.

Ο Αράπ’ μαχαλάς κλείστηκε ανάμεσα στις οδούς Αριστείδου Παππά και Φλεγίου. Οι γενιές άλλαξαν… Ήδη είμαστε στην τρίτη γενιά οι πιο πολλοί έχουμε ξεχάσει ή, αν θέλετε, έχουμε «θάψει» μέσα μας την αρχή. Οι αλλαγές πάντως συνεχίζονται.

Το φορτηγάκι έφερε το τραπέζι και τις καρέκλες της κουζίνας. Καινούργια έπιπλα, μια τραπεζαρία βαμμένη καταπληκτικά, ν’ αστράφτει ούτε γρατζουνιά, ούτε σημαδάκι, ούτε ένα ψεγάδι, ένα βαθούλωμα. Τέλειο έπιπλο, τέλεια βαμμένο, λάκα, σε χρώμα θαλασσί.

Μετά που πέθανε ο πατέρας, η κουζίνα βάφτηκε. Περάσαμε ταπετσαρία θαλασσιά εμπριμέ στον τοίχο και βάψαμε το ταβάνι άσπρο. Στο δάπεδο κολλήσαμε μοκέτα θαλασσιά σκούρα. Με τη θαλασσιά – λάκα – τραπεζαρία, ένα σύνολο απίθανο… Όλοι καμαρώναμε τα καινούργια έπιπλα. Θέλαμε τόσο πολύ ν’ αλλάξει όψη το σπίτι, θέλαμε να το δούμε πιο λευκό, πιο χαρούμενο, πιο καθαρό…

Αυτή η κουζίνα σε τίποτα δεν έμοιαζε με την προηγούμενη. Το παλιό τραπέζι ήταν από ξύλο ακατέργαστο, άβαφο, άκομψο ίσως και αρκετά βαρύ, με κάτι δαγκωνιές απάνω του. Ο τοίχος, που τώρα είχε πάνω του κολλημένη τη θαλασσιά ταπετσαρία, πρωτύτερα, ήταν βαμμένος στο χρώμα της ώχρας αν και από την πολυκαιρία είχε γίνει καφετής. Ο τοίχος σ’ ένα σημείο φαινόταν σα να ’χε βαθουλώσει από χτυπήματα. Κάτω στο δάπεδο ήταν τσιμέντο ριγμένο, όχι γυαλιστερό – γκρο μπετόν – και πάνω του ήταν κάτι χαραγμένο. Το μικρό παράθυρο της κουζίνας, που τώρα το κάλυπτε βιτρό, τότε το σκέπαζε ένα κομμάτι φτηνό τζάμι, που σ’ ένα σημείο ψηλά πάντα ήταν σπασμένο.

Όσο καιρό διαρκούσε η μεταμόρφωση της κουζίνας, οι αναμνήσεις έδιναν κι έπαιρναν… Το τραγούδι της Χαρούλας « Όλα σε θυμίζουν / παλιά κι αγαπημένα / πράγματα δικά σου /, καθημερινά….» μου είχε γίνει εμμονή. Ένιωθα πληγωμένος καθετί που άλλαζα, μου δημιουργούσε την εντύπωση ότι κάποιους προδίνω, ότι κάποιους προσπαθώ να ξεχάσω. Όλα τα έκανα με μισή καρδιά… Σ’ όλες τις γωνιές καραδοκούσαν σκιές, ματιές, μορφές. Απ’ όλες τις επιφάνειες έβγαιναν σημάδια που μου έφερναν ανάκατες μνήμες, που με διέλυαν, που με αποσυντόνιζαν, που με εξάγνιζαν, που με γιάτρευαν…

Κυρίαρχη μορφή παντού σ’ αυτόν το θολό μελαγχολικό χώρο, η μορφή του πατέρα. Ψηλός, ξερακιανός, μ’ ένα χαμόγελο σχεδόν αφανέρωτο, με κάτι δόντια κομμάτια μάρμαρο πεντελικό. Ο πατέρας ήταν πολύ δυνατός άνθρωπος. Όλη του όμως η δύναμη σαν να ήταν συγκεντρωμένη στα δόντια του: καταπληκτικοί κυνόδοντες, στέρεοι τραπεζίτες, συμμετρικοί κοπτήρες, γέμιζαν ένα πανέμορφο στόμα.

Η μάνα μας τον ερωτεύτηκε για τα δόντια του. Στο καπηλειό του Χαβύλα ο σύγχρονος Σαμψών σήκωσε ένα τραπέζι ξύλινο με τα δόντια του μόνο, χωρίς καν ν’ αγγίξει το τραπέζι με τα χέρια του, χωρίς ζαβολιές, χωρίς θεατρινισμούς, έτσι απλά, δυνατά, αντρίκεια… Η μάνα τρελάθηκε. «Αυτόν κι όχι άλλον. Αυτός θα σηκώνει τη ζωή με τα δόντια του και θα την κρατάει στα δόντια του, θα τη ζυγιάζει και θα ισορροπεί τα φορτία της. Αυτός μόνο θα μπορεί να σηκώσει τα βάρη της οικογένειας. Αυτόν και μόνον αυτόν…» είπε η μάνα.

Ο πατέρας ποτέ δεν έκανε επίδειξη της δύναμής του. Πολύ λίγες φορές σήκωνε το τραπέζι με τα δόντια του μόνο όταν είχε χαρά, λύπη, θυμό ή άλλο έντονο συναίσθημα. Την τελευταία φορά που ζύγιασε το τραπέζι με τα δόντια και το σήκωσε, ήταν όταν στην επιστράτευση του ’74 ντύθηκαν στο χακί και οι τέσσερις λεβέντες του. Εκείνο το μεσημέρι, στα γρήγορα, χωρίς λόγια, σήκωσε το τραπέζι με τα δόντια. Απάνω στο σκληρό ακατέργαστο ξύλο έμειναν τα σημάδια των δοντιών του, μια μαργαριταρένια μασέλα αψεγάδιαστη, όπως ακριβώς λέει και το δημοτικό τραγούδι: «δόντια πυκνά / πυκνά και μαργαριταρένια». Θες ο θυμός, θες η περηφάνια, θες η λύπη, θες κάποια αδυναμία της ψυχής, τον έκανε να σηκώσει το τραπέζι. Κανείς ακόμα δεν έμαθε. Μα τα σημάδια δεν έμειναν μόνο στο τραπέζι της κουζίνας μας, αλλά και στην καρδιά μας, στο μυαλό μας, μια δαγκωνιά που μας πλήγωσε, που μας άντρεψε, που μας θύμωσε.

Ο πατέρας ήταν λιγομίλητος. Καθόταν πάντοτε σε μια συγκεκριμένη θέση στο τραπέζι. Καθόταν κοντά στον τοίχο, όχι στη ράχη του τραπεζιού, όχι σαν αρχηγός, σαν αφέντης, αλλά σαν κουρασμένος άνθρωπος, κάπου ανάμεσα από τοίχο και τραπέζι. Καθόταν εκεί με τις ώρες, απ’ όταν βράδιαζε μέχρι που πήγαινε για ύπνο. Ο πατέρας δεν είχε κοσμική ζωή, ζούσε μέσα απ’ τη δικιά μας ζωή ή καλύτερα ζούσε τη ζωή, μελετώντας και σπουδάζοντας την. Μ’ ένα ποτηράκι ρακί, μόνος του, φιλοσοφούσε. Με το μυαλό του κουβέντιαζε, διαφωνούσε, θύμωνε, μάλωνε… Κι όταν δεν έβρισκε λύσεις, κεφαλοχτυπούσε τον… τοίχο. Όχι, ο πατέρας δεν ήταν Ξέρξης που έδερνε τη θάλασσα για τις αποτυχίες του, όχι. Ο πατέρας με το κεφάλι του επιβεβαιωνόταν. Ακουμπούσε γερά στον τοίχο, ζύγιζε τα καμώματα της ζωής του και των ανθρώπων. Έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του ότι και ο τοίχος ήταν τόσο γερός όσο κι αυτός – δεν καταδέχονταν αντίπαλο αδύναμο – και βαρούσε τον τοίχο με δύναμη. Με τα χρόνια ο τοίχος άρχισε να κοιλιάζει σε κάποια σημεία, είχε κάνει βαθουλώματα.

Το τελευταίο χτύπημα το δέχτηκε ο τοίχος όταν έμαθε από κάποιους δικούς μας ότι τα δυο του αγόρια αγαπούσαν την ίδια γυναίκα. Το ίδιο βράδυ κάλεσε τα αγόρια του και τους κοίταξε τα δόντια. Δεν είπε τίποτα άλλο παρά μόνο. «Είναι αραιά τα δικά σας, γι’ αυτό φέρεστε έτσι, έχουν κενά, έχουν χαραμάδες κι αφήνουν κι άλλα να περνούν εκτός από τα κανονικά…

Το ίδιο βράδυ ο τοίχος απόχτησε κι άλλο βαθούλωμα, αυτό φαινόταν περισσότερο απ’ τ’ άλλα, πιο βαθύ. πιο «ένγλυφο»: επειδή ήταν το τραύμα της ψυχής τέτοιο; Επειδή ήταν το τελευταίο; Δεν ξέρω.

Στην παλιά κουζίνα το δάπεδο το είχε κάνει ο ίδιος ο πατέρας. Αυτός έριξε το γκρο – μπετόν. Μόνος του έφτιαχνε το χαρμάνι, αυτός τόριχνε, αυτός το ίσιαζε με το μυστρί. Τόσο απαλά, που λες και το χάιδευε. Όταν έπαιρνε να στεγνώσει το μπετόν, να στερεοποιηθεί, και ν’ αποχτήσει την πέτρινη σκληρότητά του, φώναξε τη μάνα κι εμάς. Μας έβαλε στη σειρά, απ’ το μεγαλύτερο ως το μικρότερο. Μπροστά έβαλε τη μάνα. Είμαστε όλοι ξυπόλυτοι. Είπε στη μάνα να περπατήσει, πρώτη κι εμάς τα παιδιά να πατήσουμε πάνω στα χνάρια της. Το σχεδόν έτοιμο δάπεδο βούλιαξε λίγο στις πατημασιές μας. Επάνω στο δάπεδο είχαμε αφήσει τα χνάρια μας, ίχνη διαφορετικά, κι όμως τόσο ίδια: μέσα στην μεγάλη πατούσα άλλες τέσσερις μαζί. Η δύναμη της οικογένειας, ο πληθυσμός της οικογένειας, η ηλικία της οικογένειας, όλα αποτυπωμένα στο σχεδόν έτοιμο δάπεδο. «Στα ίχνη της, στον ίσκιο της να περπατάτε» μουρμούριζε, «η μάνα σας είναι καλή»…

Τότε, θυμάμαι, το τραπέζι μας είχε αποκτήσει κι άλλη δαγκωνιά απ’ τα μαργαριταρένια δόντια του πατέρα. Το σκληρό ξύλινο τραπέζι της κουζίνας έγινε, για μια ακόμα φορά, μαλακό εκμαγείο για την πορσελάνινη οδοντοστοιχία του.

Η κουζίνα μας είχε ένα παράθυρο. Τώρα το ανοίξαμε περισσότερο και αντικαταστήσαμε τα τζάμια με καινούργια. Τα παραγγείλαμε βιτρό, θαλασσιά κλωναράκια ξεκινούσαν και τελείωναν κατά μήκος του τζαμιού. Ποτέ το παλιό μας παράθυρο δεν είχε ακέραια τα τζάμια του, πάντα έλειπε ένα κομματάκι ακανόνιστο. Ο πατέρας το ’κοβε με μαεστρία και το ’βγάζε χωρίς να σπάζει τίποτα γύρω στο κενό. Απ’ την έξω μεριά του παραθυριού υπήρχε ένα γιασεμί με δύο ρίζες που ανθοβολούσε σε διαφορετικές περιόδους, έτσι όλες τις εποχές είχαμε ανθισμένο γιασεμί. Ο πατέρας τραβούσε ένα κλωναράκι ανθισμένο και το ’βαζε μέσα απ’ το σπασμένο παράθυρο. Σήμερα θα λέγαμε ότι το κλωνάρι εκείνο του γιασεμιού ήταν το φυσικό αποσμητικό της κουζίνας μας. Ο πατέρας το απολάμβανε. Εκεί, ανάμεσα από τοίχο και τραπέζι, ανάμεσα από γυναίκα και κουτσούβελα, ανάμεσα από μυρωδιές της κουζίνας και της φύσης, ένιωθε ότι ζούσε. Από κείνο το κλωναράκι έκανε τα δώρα του ή τις φιλοφρονήσεις του. Αυτό το κλωναράκι με τ’ ανθισμένο γιασεμί γινόταν το κίνητρο, ο στόχος, το έπαθλο. Εκείνο το λιανό κλωνί βοηθούσε να εξωτερικεύσει ο πατέρας την ευαισθησία του, τον ρομαντισμό του, τη γλυκάδα του, που τα μαρμάρινα δόντια του δεν άφηναν να εξωτερικεύσει. Τελευταία ο πατέρας έκοβε, πάντα στα κρυφά, ένα τσαμπάκι ανθισμένο απ’ το κλωνάρι που – μέλος πια κι αυτό της οικογένειας – ζούσε στην κουζίνα μας, και το ’βαζε στο στήθος της μητέρας, εκεί ακριβώς που η μάνα είχε κάνει μαστεκτομή, εκεί αριστερά κοντά στην καρδιά της. Το βαθούλωμα της μάνας γέμιζε από το κλωνί κι ο κόρφος της μοσχοβολούσε. Ποτέ ο πατέρας δεν ένιωσε την ανάγκη να καλύψει το βαθούλωμα της μάνας με σιλικόνη. Είχε δικά του μαγικά υλικά γιασεμί κι αγάπη. Εκείνη την εποχή, θυμάμαι, ο πατέρας ξανασήκωσε το τραπέζι. Πάλι στο ίδιο σημείο ξαναζύγιασε το ξύλινο τραπέζι και το σήκωσε. Ξανάφησε στα σημάδια τον πόνο του ή τη σφραγίδα της δύναμής του; Ξαναπροκάλεσε τη ζωή να μετρηθούνε ή με τα δόντια του σφράγισε την ήττα μιας μάχης άνισης με την επάρατο;

Σημάδια πολλά στην παλιά κουζίνα του Αράπ’ μαχαλά, ή καλύτερα στην οδό Αριστείδου Παππά και Φλεγίου.

Σημάδια που όλοι θελήσαμε να καλύψουμε στα γρήγορα. Η μοκέτα στο δάπεδο, το βιτρό στα τζάμια, η ταπετσαρία στους τοίχους, η λάκα τραπεζαρία έσβησαν μέσα σε λίγο καιρό τη σφραγίδα του πατέρα, τη ζωή της οικογένειας, τους καημούς, τις χαρές του Αράπ’ μαχαλά, τη δύναμη του, μια ολόκληρη ζωή…

Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως η τόση βιασύνη να καλύψουμε τα σημάδια του πατέρα στην κουζίνα, ξεκινούσε απ’ την απουσία των προσώπων. Μας πλήγωναν τα σημάδια. Αναζητούσαμε τα πρόσωπα. Μας μάτωνε το σπασμένο τζάμι. Μας γέμιζε δαγκωνιές την ψυχή η μαργαριταρένια οδοντοστοιχία του πατέρα που ήταν αποτυπωμένη στο τραπέζι. Η σκέψη μας σκόνταφτε στα βαθουλώματα του τοίχου, εκεί που ο πατέρας «ακουμπούσε» το κεφάλι και τους αγκώνες του. Χάναμε την ισορροπία μας στα χνάρια του τσιμέντου. Ζητούσαμε τον ίσκιο της, ψάχναμε να μη ξεφύγουμε απ’ τα χνάρια της, κι όμως η δίκιά μας ζωή ήταν αλλιώτικη…

Με τις «επεμβάσεις μας» στην παλιά κουζίνα κλείσαμε στην ψυχή και στο μυαλό μας τα σημάδια με αγάπη. Τα κλείσαμε ερμητικά χωρίς ν’ αφήσουμε χαραμάδες για γιασεμιά. Καλύψαμε τα πάντα με απαλά υλικά κι όμορφα. Φωτίσαμε το χώρο για να φωτισθεί και η ψυχή μας. Το μόνο που δεν μπορέσαμε να καλύψουμε ήταν το τραπέζι της κουζίνας. Το σκληρό, βαρύ, άκομψο ξύλο – έπιπλο δεν είχε πια θέση στην κουζίνα μας. Ήταν «πολύ βαρύ» για όλους μας…, αυτό το τόσο «μαλακό εκμαγείο» μιας μαργαριταρένιας οδοντοστοιχίας αποφασίσαμε να το μοιράσουμε σε κομμάτια. Όλοι μας πήραμε από ένα, με τα αποτυπώματα των πυκνών δοντιών του πατέρα για να τα συγκρίνουμε με τα δόντια των παιδιών μας. Όλοι μας ευχόμαστε και τα παιδιά μας να ’χουν δόντια πυκνά, χωρίς χαραμάδες και κενά, όπως ακριβώς του πατέρα… Και ν’ αφήσουν κι αυτά τα δικά τους σημάδια στην θαλασσιά πια λάκα τραπεζαρία…, σημάδια ζωής όχι πια στον Αράπ’ μαχαλά, αλλά στην οδό Αριστείδου Παππά και Φλεγύου…

***

* Αράπ’ μαχαλάς ή Γύφτικα. Ήταν μια μικρή συνοικία δυτικά του Αγίου Κωνσταντίνου. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά και πολλά χρόνια αργότερα, ένα μεγάλο τμήμα, εκεί δίπλα στα ψυγεία του Κλιάφα, ήταν λαχανόκηποι. Θεωρούνταν από τους πιο φτωχούς μαχαλάδες της πόλης, και οι περισσότεροι από τους κατοίκους του ήταν λίγο μελαμψοί. Η καταγωγή τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, γιατί τα στοιχεία που έχουν φτάσει μέχρι σήμερα να είναι ασαφή και λίγα. Κάποιες πηγές μας λένε ότι ήταν Βλαχότουρκοι…                                          (Από το βιβλίο του Νεκτάριου Κατσόγιαννου «Συνοικίες». Τρίκαλα 1992, σ. 1».

 

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης