Όπως κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας έτσι και κατά τον 18ο αιώνα τα Τρίκαλα καθώς και ολόκληρη η Θεσσαλία έπασχαν τα πάνδεινα από τους Γενίτσαρους, τους Σπαχήδες, τις ληστρικές συμμορίες και ιδίως από τα άτακτα Αλβανικά στίφη.
Κατά το 1773 μεγάλη συμφορά έπαθαν τα Τρίκαλα από τους Τουρκαλβανούς που επέστρεφαν στην πατρίδα τους μετά την καταστολή της Πελοποννησιακής επανάστασης, η οποία προκλήθηκε από τις υποσχέσεις της Ρωσίας για βοήθεια στην επανάσταση που είχε εκδηλωθεί και την ενίσχυση των ψεύτικων υποσχέσεων με την παρουσία του Ρωσικού στόλου από τον Ορλόφ στα ελληνικά ύδατα.
Οι επιστρέφοντες τουρκαλβανοί κατηγόρησαν ψευδώς τους Τρικαλινούς ότι βοήθησαν το επαναστατικό κίνημα & με αυτό το πρόσχημα πραγματοποίησαν αρπαγές και καταστροφές, σκότωσαν και εξανδραπόδισαν το μισό σχεδόν από τους 25.000 κατοίκους πληθυσμό της πόλης, κατέκαψαν την αγορά και λεηλάτησαν τα πάντα. Οι επιζήσαντες της καταστροφής βρίσκονταν πλέον σε τέτοια κατάσταση φόβου ώστε μετά από έξι ολόκληρα χρόνια από την καταστροφή, με το άκουσμα και μόνο ότι έρχεται ληστοσυμμορία έφευγαν πανικόβλητοι.
Ο Μπλόρνσταλ ένας γλωσσομαθής Σουηδός περιηγητής που επισκέφθηκε τα Τρίκαλα το 1779 γράφει: «Όταν έφθασα εις Τρίκαλα αι Έλληνες της πόλεως έφευγον ομαδικώς προς τα όρη και τα μοναστήρια, διατί, είχεν αναγγελθή η άφιξις επαναστατημένων Αλβανικών στρατευμάτων, ακόμη και αυτοί οι τούρκοι είχαν κλειστές τις πόρτες των σπιτιών των». Μόνο τον Μητροπολίτη συνάντησε και είχε ενδιαφέρουσα ομιλία.
Το Διβάνιο, (Τουρκική Κυβέρνηση) δεν επιθυμούσε να υπάρχει η κατάσταση αυτή, γιατί και η φορολογία δεν απέδιδε ελλείψει εισοδημάτων, και έλλειψη εργατικών χειρών δημιουργούνταν και δεν μπορούσαν να επιβάλουν την τάξη. Προς πάταξη της έκρυθμης αυτής κατάστασης αποφάσισε να αναθέσει την τήρηση της τάξης και ασφάλειας της Θεσσαλίας σε έναν ισχυρό Αλβανό Μπέη, διότι κυρίως έπρεπε να αποκρουσθούν οι επιδρομές από ατάκτους Αλβανούς.
Οι Αλβανοί ανέκαθεν υπηρετούσαν ως μισθοφόροι ζώντας αυτοί και οι οικογένειες τους από αρπαγές και λεηλασίες των γύρω χριστιανικών πόλεων και χωριών.
Ο Αλή Πασάς την εποχή εκείνη ασχολούνταν και αυτός με την συμμορία του σε λεηλασίες χωριών της Ηπείρου & Δυτικής Θεσσαλίας όταν πληροφορήθηκε από τους φίλους του στην Κωνσταντινούπολη τις σκέψεις του Διβανίου. Αμέσως φρόντισε και πέτυχε μέσω αυτών να διοριστεί το 1785 από την Πύλη, Δερβέναγας (Ντερβεντάτ Ναζήρ) δηλ. γενικός επόπτης και φύλακας των στενωπών διαβάσεων των βουνών της Ρούμελης (Θεσσαλίας, Στέρεας).
Με τον διορισμό του, ως γνώστης της καταστάσεως της χώρας και του τρόπου επιβολής της τάξεως, λόγω του πρώην ληστρικού του βίου ετέθη επί το έργον. Στρατολόγησε 4.500 Αλβανούς και διά των Ζαγοροχωριών τα οποία λεηλάτησε έφθασε στα Τρίκαλα στις 12/12/1786 όπως αναφέρει ο Χριστόφορος Βαρλαμίτης: «Το 1786 κατά μήνα Δεκέμβριον ήλθεν ο Αλή Πασάς από το Τεπελένι με χιλιάδες 4.500 τα δε αυτού ανδραγαθήματα όσα εποίησεν ας τα διηγηθούν άλλοι».
Χωρίς να χάσει χρόνο επιδόθηκε στην εξόντωση των ληστρικών συμμοριών, βοηθούμενος από τους χριστιανούς οπλαρχηγούς (Δ. Παλαιόπουλο, Καναβό και άλλους), κατόρθωσε μάλιστα σε λίγο χρόνο να επιβάλλει την τάξη. Αυτό συνετέλεσε ώστε πολλές οικογένειες οι οποίες είχαν εγκαταλείψει την πόλη των Τρικάλων και είχαν καταφύγει στα ορεινά χωριά κυρίως του Ασπροποτάμου, να επιστρέψουν στην πόλη και στα σπίτια τους.
Οι εκδιωχθέντες από την Θεσσαλία ληστοσυμμορίτες τράπηκαν προς την Ήπειρο όπου παρακινούμενοι και υποβοηθούμενη από τον Αλή Πασά, δημιούργησαν μεγάλη αναταραχή και ανασφάλεια στους κατοίκους της Ηπείρου.
Έτσι την εποχή εκείνη η Θεσσαλία βρίσκονταν σε ησυχία η δε Ήπειρος σε αναταραχή. Η Πύλη κατόπιν των επιτυχιών του Αλή Πασά στην εμπέδωση της τάξης στη Θεσσαλία, τον προάγει το 1787 σε Πασά του διαμερίσματος Τρικάλων, σ’ αυτό δε συνετέλεσαν πάλι οι φίλοι του στην Κωνσταντινούπολη πράκτορες του.
Όταν ανέλαβε το Πασαλίκι κάλεσε όλους τους προύχοντες Οθωμανούς και τους Μπέηδες Γενίτσαρους και τους δηλώνει ότι δεν θα ανεχθεί ουδεμία παρεκτροπή και ότι θα τιμωρήσει αυστηρά κάθε παραβάτη των διαταγών του. Η αυστηρότητα και η αμείλικτη καταδίωξη των κακοποιών & συμμοριών έφερε αποτελέσματα μέσα στη διετία 1780-1788.
Ο πανέξυπνος Αλή Πασάς με την επιβολή της τάξης στην Θεσσαλία περίμενε ότι η δεινοπαθούσα Ήπειρος θα μακάριζε τους Θεσσαλούς και οι Ηπειρώτες θα ζητούσαν από την Υψηλή Πύλη την υπαγωγή και της Ηπείρου στον διοικητή της Θεσσαλίας, στον ίδιο δηλαδή, όπως τελικά και συνέβη. Η Ήπειρος είχε περιέλθει σ’ αυτή την οικτρή κατάσταση λόγω των συνεχών ληστρικών επιδρομών.
Προ αυτής της απελπιστικής κατάστασης της Ηπείρου μερικοί προύχοντες του Ζαγορίου μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησαν από τον Σουλτάνο την προσάρτηση της τοπαρχίας Ιωαννίνων στο Πασαλίκι των Τρικάλων.
Την ενέργεια αυτή των Ζαγορισίων υποβοηθούσε στην Κωνσταντινούπολη ο Αλή Πασάς με τους εκεί πράκτορες του οι οποίοι κατόπιν της αναλήψεως του Πασαλικιού Τρικάλων αμείφθηκαν πλουσιοπάροχα για να ενεργούν και να φροντίζουν για τα συμφέροντά του. Μάλιστα επί του θέματος αυτού διηγούνταν ο Αλή Πασάς για τις επιτυχίες του στον Σ/χη Ντε Βαντκούρ.
«Όταν έφθασα στα Τρίκαλα βρήκα ένα τόπο ερημωμένο, οι τούρκοι Μπέηδες είχαν κρεμάσει ένα πλήθος πτωχών ανθρώπων, τα ίδια έκαναν και στη Λάρισα, κατάλαβα ότι αληθινοί επαναστάτες ήταν οι Οθωμανοί, κτύπησα αμέσως τους Μπέηδες, έστειλα μερικά κεφάλια στον Σουλτάνο διά να τον καλοπιάσω και χρήματα και δώρα στους υπουργούς του, διότι το νερό κοιμάται αλλά ο φθόνος μένει πάντοτε άγρυπνος».
Με τις ενέργειες των Ζαγορισίων και των δωροδοκουμένων φίλων του στην Κωνσταντινούπολη πέτυχε ο Αλή πασάς τελικά την ανάληψη και του Πασαλικιού των Ιωαννίνων, το οποίο ονειρεύονταν να αποκτήσει όπου και μετέφερε αμέσως την έδρα του.
Η εμπέδωση της τάξεως & ησυχίας μη νομισθεί ότι ήταν ολοκληρωτική για την Θεσσαλία, οι μεν πόλεις Τρίκαλα, Λάρισα κλπ. απολάμβαναν τα αγαθά αυτά, η ύπαιθρος χώρα όμως λεηλατούνταν συνεχώς. Πάντως η κατάσταση ήταν καλύτερη από την προηγουμένη αναρχία και το εμπόριο ευδοκιμούσε συγκεντρωμένου αρκετού πλούτου στις πόλεις.
Ο Αλή Πασάς αμέσως μόλις διαπίστωσε ότι η οικονομική, κατάσταση των κατοίκων βελτιώθηκε, αύξησε τη φορολογία για να θησαυρίσει διότι με κάθε τρόπο φρόντιζε να αυξάνει την περιουσία του (φορολογία, αρπαγές κτημάτων, δημεύσεις περιουσιών, εκβιασμοί κλπ).
Κατά τους χρόνους του Αλή Πασά θα πρέπει να πούμε ότι η περιφέρεια Τρικάλων κατέστη σπουδαίο επαναστατικό κέντρο με τους Θύμιο Βλαχάβα, Στουρναραίους, Χατζηπετραίους και άλλους.
Αξίζει όμως να αναφερθούμε και τα δεινά που υπέστησαν τα Τρίκαλα και η περιφέρεια την εποχή εκείνη (1785—1820). Συγκεκριμένα:
Το 1790 επέπεσε στα χωριά των Τρικάλων, ο Αλβανός Μέτος με την συμμορία του όπως αναφέρει ο Τσοποτός από σημείωμα της Μονής Ρεντίνας.
Το 1792 ενέσκηψε φοβερό θανατικό (λοιμός) και χιλιάδες πέθαναν εκ της επιδημίας χολέρας, συνάμα δε αναζωπυρώθηκαν και τα πολιτικά πάθη.
Τον Μάρτιο του ίδιου έτους άρχισε φιλονικία του Γιαννάκη γιου του Παπαδήμου από την Καστανιά με τα παιδιά του Χαλήλ Αγά τα οποία έφεραν τον Μπεκήρ Αγά και εξόρισαν τον Γιαννάκη, οι δε Τουρκικές αρχές βρήκαν αφορμή για να πλιατσικολογούν σε βάρος των χριστιανών.
Το ίδιο έτος θανατώθηκαν και οι ιερείς της πόλης Πολυζώης και Αναστασίου ως μετάσχοντες της επανάστασης του Λάμπρου Κατσώνη όπως αναφέρει ο Βοβολίνης.
Τον Απρίλιο του ίδιου έτους κατόπιν διαταγής του Σουλτάνου κίνησε ο Αλής για τον Δούναβη εναντίον των Αυστριακών και πέρασε από τα Τρίκαλα. Κάλεσε τότε τους κοτζαμπάσηδες και τους επέπληξε διότι καλλιεργούν τη διχόνοια μεταξύ των χριστιανών, τους συνέστητε δε ομόνοια.
Και ο χειμώνας όμως του 1792 υπήρξε βαρύτατος όπως και οι προηγούμενοι τέσσερις, επιδείνωσε την κατάσταση και μεγάλωσε την δυστυχία ιδίως των γεωργών, τόση δε ήταν η φτώχεια ώστε ο κόσμος πουλούσε τα πάντα που είχε για να ζήσει.
Όπως αναφέρει σημείωμα της Μονής Βαρλαάμ χειρότερα συνέβησαν στην φτωχότερη Ήπειρο όπου οι Αρβανίτες έφθασαν να πωλούν τα προσφιλέστατα σ’ αυτούς όπλα ακόμη και τα παιδιά τους για να ζήσουν.
Το 1804 έπληξε την Θεσσαλία μεγάλη λοιμώδης ασθένεια η οποία κατέστρεψε σχεδόν όλη την κτηνοτροφία (επιζωστία).
Το 1808 ενέσκηψε βαρύτατος χειμώνας, στη δε Κρανιά Ασπροποτάμου έπεσε χιόνι σαν κοκκινοπίπερο όπως αναφέρει σημείωμα της Μονής Δουσίκου.
Το 1813 νέα επιδημία πανούκλας απλώθηκε στα Τρίκαλα και σε όλη τη Θεσσαλία με συνέπεια να δημιουργηθεί τρομερή έλλειψη εργατικών χεριών. Ο Πουκεβίλ περιγράφοντας την κατάσταση λέγει:
«Ο Τύρναβος παρείχε όψιν κοιμητηρίου, εις την Λάρισσαν η θνησιμότητα έφθασε εις το κατακόρυφον, τα χωριά τις πεδιάδος ερημώθησαν, το ημερομίσθιον ανήλθεν εις ένα χρυσό φλωρί (Βενέτικο), αλλ’ ο φόβος του θανάτου ήτο ανώτερος της πλεονεξίας, η συγκομιδή εχάθη ελλείψει χειρών, ο πλούσιος στάχυς επί ματαίω εζήτει δρέπανον του θεριστού, ο σπόρος επανέπιπτεν επί των αυλάκων οίτινες παρήγαγον αυτόν, οι γεωργοί οίτινες έσπειραν τους αγρούς δεν υπάρχουν πλέον».
Τα Τρίκαλα που ήταν άλλοτε πόλη μεγάλη και πολυάνθρωπος γράφει επίσης ο Αθ. Ψαλίδας, τώρα έχουν ερημωθεί από την πανούκλα.
Η επιδημία αυτή μείωσε φοβερά την παραγωγή αγαθών διατροφής ιδίως σιτηρών, τα εισοδήματα των Μπέηδων περιορίστηκαν τρομερά, πολυέξοδοι δε όπως ήταν χρεώθηκαν, ήθελαν πολλοί εξ αυτών να πωλήσουν τα τσιφλίκια τους, αγοραστές όμως δεν υπήρχαν.
Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Αλής, ο οποίος είχε μεγάλη οικονομική ευχέρεια, όπως αντί «πινακίου φακής» γίνει κύριος πολλών τσιφλικιών Μπέηδων όπως ο Λήκ & Ολλάντ (ξένοι περιηγητές) αναφέρουν.
Και τα δεινά συνεχίζονται, το αραίωμα του πληθυσμού εκ των επιδημιών δεν ήταν δυνατόν να θεραπευθεί, η παραγωγή ελαττώθηκε φοβερά, η φτώχεια και η δυστυχία μάστιζε τον πληθυσμό όλα τα χρόνια μετά την επιδημία της Πανούκλας του 1813, με κορύφωμα το έτος 1817 κατά το οποίο η πείνα έφθασε στο αποκορύφωμα, το σιτάρι πωλούνταν ένα γρόσι η οκά, τιμή δεκαπλάσια της συνηθισμένης, μόνο τα κρέατα και τα γαλακτερά ήταν σε σχετικά λογική τιμή.
Το 1820 πέρασε από τα Τρίκαλα ο Δράμαλης, (ο οποίος είχε διοριστεί πασάς Τρικάλων αντί του επαναστατήσαντος Αλή) βαδίζοντας κατά του Αλή, με δύναμη 6.000 ανδρών, οι οποίοι ταλαιπώρησαν τους κατοίκους των Τρικάλων και της περιφέρειας.
Όλοι οι ανωτέρω λοιμοί, λιμοί κατατυράννησαν ασφαλώς τον πληθυσμό αλλά ο κόσμος τα έβλεπε αυτά ως προερχόμενα από τον θεό. Εκείνα που στοίχιζαν στον κόσμο ήταν οι αρπαγές, η αφαίρεση της ζωής των ιδίων και των οικείων τους από τα άτακτα Αλβανικά στίφη, γι’ αυτό ο Λήκ λέγει ότι η κραυγή που ακούγονταν στη Θεσσαλία ήταν «μάς χάλασε η Αρβανιτιά».
Αυτή ήταν η ζωή του σκλαβωμένου Γένους, γεμάτη πίκρες. βάσανα, μαύρες μέρες χωρίς τελειωμό, αλλά και ζωή γεμάτη πίστη στο Χριστό ότι θα έλθει η ευλογημένη μέρα της λευτεριάς, που άργησε μεν 400 περίπου ολόκληρα χρόνια αλλά επί τέλους έφθασε ολόλαμπρη.