Το κρέμασμα των πέντε πατριωτών από τους Γερμανούς
Την Δευτέρα του Πάσχα (18 Απριλίου) του 1944 απ’ τους φανοστάτες της πλατείας Ρήγα Φεραίου Τρικάλων
Του Θεολόγη Τριανταφύλλου, Δημοσιογράφου
Φέτος συμπληρώνονται 75 χρόνια από τότε που οι Γερμανοί κατακτητές κρέμασαν στην πόλη μας πέντε Τρικαλινούς νέους που ανήκαν στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΠΟΝ. Τους κρέμασαν την εβδομάδα του Πάσχα —ημέρα Τρίτη 18 Απριλίου 1944— από τους φανοστάτες της πλατείας Ρήγα Φεραίου. Τη μέρα εκείνη οι Τρικαλινοί, και ιδιαίτερα εκείνοι που παρακολούθησαν από κοντά τον απαγχονισμό, δεν θα την ξεχάσουν ποτέ. Ένας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ που διατηρώ ακόμη, παρά τη μικρή τότε ηλικία μου — ήμουνα μόλις 12 χρονών— ζωηρές τις αναμνήσεις από εκείνη την απάνθρωπη πράξη των Γερμανών κατακτητών και με βάση αυτές αλλά και άλλες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες Τρικαλινών που συγκέντρωσα επιχειρώ να ιστορήσω τα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής όπως ακριβώς συνέβησαν.
Ήταν τότε άνοιξη του ’44. Απρίλιος μήνας. Ο πόλεμος είχε πια κριθεί υπέρ των Συμμάχων και οι Γερμανοί, βλέποντας ότι έχαναν τον πόλεμο και ότι ήταν υποχρεωμένοι πολύ γρήγορα να φύγουν από τα κατεχόμενα από αυτούς εδάφη, είχανε εξαπολύσει μεγάλη βία και τρομοκρατία σ’ όλη την Ελλάδα. Αυτή η βία και η τρομοκρατία ήτανε ιδιαίτερα φοβερή στην πόλη και την περιοχή μας. Δεν περνούσε μέρα που να μην έκαναν οι Γερμανοί, με τη βοήθεια των ντόπιων συνεργατών τους, επιδρομές στα χωριά, έκαιγαν σπίτια, λεηλατούσαν, κάνανε συλλήψεις, βασάνιζαν, βίαζαν και σκότωναν· αλύπητα όποιον αντιστεκόταν. Έκαψαν πολλά χωριά και δεν άφησαν σ’ αυτά τίποτα όρθιο, όπως συνέβη με τα όμορφα και γραφικά Ασπροποταμίτικα χωριά.
Εκείνη την εποχή είχε ξεσπάσει στην πόλη μας ένα μεγάλο —το μεγαλύτερο της κατοχικής περιόδου— κύμα ακρίβειας. Να τι έγραφε σχετικά με την ακρίβεια αυτή η τότε αντιστασιακή εφημερίδα του ΕΑΜ Τρικάλων «Λαοκρατία», στο φύλλο της 24ης Απριλίου 1944:
«Καινούριο κύμα ακρίβειας —αυτή τη φορά τρομαχτικό κυριολεκτικά— ξέσπασε στην πόλη μας. Όλες γενικά οι τιμές τετραπλασιάστηκαν με τάσεις νέας ανατίμησης. Ο εργαζόμενος που ’χε στην τσέπη του μερικές χιλιάδες για να σταθεί στα πόδια του βλέπει με απόγνωση πως με τα λεφτά αυτά δεν μπορεί να πάρει ούτε ένα ζευγάρι αυγά. Μα τι έγινε και τετραπλασιάστηκαν οι τιμές; Απλούστατα οι μεγαλοβιομήχανοι και οι μεγαλομαυραγορίτες ανέβασαν τη λίρα στα 34 εκατομμύρια. Στην πόλη μας. αφού πρώτα την κατέβασαν από τα 21 εκατομμύρια στα 15 και απορρόφησαν όλες τις λίρες των ορεινών πυροπαθών που θέλαν να κάνουν με χαρτονόμισμα προμήθειες στοιχειώδεις απότομα την ανέβασαν στα 34 εκατομμύρια».
Για να πάρετε μια μικρή ιδέα της μεγάλης εκείνης ακρίβειας αναφέρω μερικές τιμές βασικών ειδών διατροφής όπως τις βρήκα δημοσιευμένες στην εφημερίδα «Λαοκρατία». Από τα δημητριακά το σιτάρι 350 χιλ. δρχ. την οκά, το καλαμπόκι 280 χιλ., από τα όσπρια τα φασόλια 610 χιλ., τα ρεβίθια 370 χιλ.. οι φακές 380 χιλ. Το βούτυρο 2,5 εκατομ., το τυρί 1,5 εκατομ.. τ’ αυγά 140 χιλ. το ζευγάρι, το λάδι 3 εκατομ., το σαπούνι 1.5 εκατομ., οι ελιές 800 χιλ., το αλάτι 230 χιλ., η σταφίδα ξανθή 650 χιλ.. οι πατάτες 300 χιλ. Τα αρνιά πωλούνταν 8-9 εκατομ. το ένα. Και η εφημερίδα αναρωτιόταν: «Πώς θα ζήσει με τέτοια ακρίβεια ο πολύς λαός. Ο εργάτης, ο υπάλληλος, ο βιοτέχνης, ο επαγγελματίας, ο επιστήμονας;» Και παρότρυνε: «Σηκωθείτε στο πόδι. Σπάστε με τις διαμαρτυρίες σας και τους αγώνες σας την τρομαχτική αυτή ακρίβεια. Αξιώστε συσσίτια για όλο το λαό.»
Με τέτοια λοιπόν ακρίβεια η ζωή είχε γίνει πολύ δύσκολη και μια μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας του 1944 έγινε στα Τρίκαλα μια μεγάλη λαϊκή διαδήλωση.
Χωρικοί είχανε συγκεντρωθεί στην κεντρική πλατεία της πόλης πλαισιωμένοι από πολλούς Τρικαλινούς και κραύγαζαν διάφορα συνθήματα, όπως «θέλουμε ψωμί», «πεινάμε», «δώστε μας δουλειά» κ.ά. Η διαδήλωση εκείνη είχε οργανωθεί από το ΕΑΜ και είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Οι Γερμανοί αντέδρασαν αμέσως και διέλυσαν βίαια το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία με τα μαστίγια και τα όπλα τους, βοηθούμενοι και από τους συνεργάτες τους, τους γνωστούς Τριεψιλίτες και Εασαδίτες, κάτι αποβράσματα της κοινωνίας, σωστοί κτηνάνθρωποι, με επικεφαλής τον αρχηγό τους, τον περιβόητο Χρ. Μαντζούκα. Έγιναν και πολλές συλλήψεις με μπλόκο που κάνανε σε ακραίες συνοικίες της πόλης, γιατί είχανε πληροφορίες ότι σ’ αυτές κρύβονταν οι υποκινητές της διαδήλωσης.
Το μεγαλύτερο μπλόκο έγινε στην συνοικία Αγία Μονή. Πιάστηκαν και ανακρίθηκαν βασανιστικά όλοι οι άρρενες της συνοικίας. Πάλι με τη βοήθεια του Μαντζούκα διαλέχτηκαν απ’ όλο το πλήθος των συλληφθέντων πέντε νεαροί που ήταν Επονίτες, ηλικίας 19-21 χρονών, εκτός από έναν που ήταν πάνω από 26 χρονών. Οι άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι ενώ οι πέντε απομονώθηκαν στα κρατητήρια της Φελντζανταρμερί, δηλαδή της γερμανικής στρατιωτικής αστυνομίας που στεγαζότανε σε κτίριο της οδού Απόλλωνος κοντά στο πίσω μέρος του σημερινού σταθμού του ΚΤΕΛ. Στο ίδιο κτίριο ήταν και το αρχηγείο των Τριεψιλιτών του Μαντζούκα. Εκεί ανακρίθηκαν και βασανίστηκαν οι πέντε νεαροί για να προβούν σε ομολογίες.
Γερμανός Φρούραρχος τότε στα Τρίκαλα ήταν ο λοχαγός Φράιλιχ που εκείνες τις μέρες που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά απούσιαζε και τον αναπλήρωνε ο ταγματάρχης της Βέρμαχτ Χανς Κλόκεμπεργκ. ένας Γερμανός σκληρός και αδίστακτος. Αυτός διέταξε το κρέμασμα των πέντε νεαρών πατριωτών. Η απόφαση εκδόθηκε το Μεγάλο Σάββατο και αυτή ανέφερε ότι οι πέντε συλληφθέντες θα εκτελούνταν «δι’ απαγχονισμού» στην πλατεία Ρήγα Φεραίου. Μόλις μαθεύτηκε αυτό έσπευσαν διάφοροι Τρικαλινοί παράγοντες να παρακαλέσουν τον Κλόκεμπεργκ να μετριάσει την ποινή επικαλούμενοι και την ιερότητα των ημερών εκείνων (πλησίαζε το Πάσχα). Στάθηκε όμως αδύνατον. Ο Κλόκεμπεργκ ήταν αμετάπειστος. Το μόνο που τους υποσχέθηκε ήταν ότι θα τους κρεμούσε μετά το Πάσχα. Και πραγματικά αυτό έγινε. Ανήμερα το Πάσχα, ενώ οι Τρικαλινοί όδευαν το πρωί στις εκκλησίες με τις λαμπάδες στα χέρια για την Ανάσταση — λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας δεν είχε γίνει το βράδυ του Μ. Σαββάτου η Ανάσταση— οι Γερμανοί έστηναν τα ικριώματα ανάμεσα στους δυο φανοστάτες της πλατείας Ρήγα Φεραίου, από τη μεριά της Ασκληπιού, με τις ανάλογες αγχόνες. Και την άλλη μέρα —Δευτέρα του Πάσχα— 18 Απριλίου 1944 το απόγευμα έγινε ο απαγχονισμός των πέντε. Τα ονόματα αυτών ήταν: Κώστας Στεργιόπουλος από τον Πυργετό, Γιάννης Μπριάζης, Απόστολος Τσανάκας, Στέργιος Γάτσας και Κώστας Σύρμπας. όλοι από τα Τρίκαλα.
Θυμάμαι σαν να ήτανε τώρα την σκηνή του απαγχονισμού τους. Η πλατεία ήταν κυκλωμένη από Γερμανούς και Τριεψιλίτες με τα πολυβόλα και τα αυτόματα στο χέρι στραμμένα προς το πλήθος των Τρικαλινών που ήταν συγκεντρωμένο σε μεγάλη απόσταση από αυτή. Ένα καμιόνι αμερικάνικο «Τζέιμς». που το είχανε οι Γερμανοί λάφυρο από τους συμμάχους, παρέλαβε τους πέντε μελλοθάνατους από το κτίριο της οδού Απόλλωνος όπου κρατούνταν και ακολουθώντας τη διαδρομή Γαριβάλδη – Όθωνος ανέβηκε στην πλατεία και κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου είχανε στηθεί οι αγχόνες. Σταμάτησε κάτω ακριβώς από αυτές και, αφού ένας γερμανομαθής συμπολίτης διάβασε την καταδικαστική απόφαση μεταφράζοντάς την στα ελληνικά, άρχισε το κρέμασμά τους ενώ ένας ιερέας έψελνε δεήσεις κι έδινε κουράγιο στους μελλοθάνατους. Η θηλιά περνιόταν στο λαιμό του καθένα από τον Γερμανό δήμιο και το καμιόνι ξεκινούσε μπροστά και άφηνε πίσω του και από ένα κρεμασμένο. Το κρέμασμα του Κώστα Σύρμπα υπήρξε πολύ τραγικό. Δυο φορές κόπηκε το σχοινί του. Και κάθε φορά που έπεφτε καταγής ο κόσμος κραύγαζε «έλεος», «χάρη», «είναι αθώος, δεν βλέπετε;». Μάλιστα μερικοί κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος των Γερμανών. Ευτυχώς που συγκρατήθηκαν από τους πιο ψύχραιμους κι έτσι οι Γερμανοί δεν έριξαν στο ψαχνό, που όπως φαινόταν ήταν αποφασισμένοι να το κάνουν, οπότε θα γινόταν μεγάλο μακελειό και θα θρηνούσαμε πολλά θύματα. Τελικά ο Γερμανός δήμιος έδεσε στο ικρίωμα άλλο πιο γερό σκοινί και για να είναι σίγουρος ότι δεν θα συμβεί και τρίτη ατυχία στο… έργο του, έπνιξε πρώτα τον άτυχο Σύρμπα σφίγγοντας δυνατά τη θηλιά στο λαιμό και μετά τον πέταξε από το καμιόνι.
Οι πέντε Τρικαλινοί νεαροί μείνανε κρεμασμένοι ως την άλλη μέρα και παρουσίαζαν ένα φρικτό θέαμα καθώς αιωρούνταν κάθε φορά που φυσούσε αέρας. Τέτοιο φρικτό θέαμα δεν είχανε αντικρίσει ποτέ οι Τρικαλινοί έτσι που τους βλέπανε κρεμασμένους με τις γλώσσες τους πεταγμένες έξω, με τα σάλια που είχανε τρέξει από το μισάνοιχτο στόμα τους και την απαίσια μυρουδιά που ανέδιναν καθώς είχε αρχίσει η αποσύνθεση των πτωμάτων τους εξαιτίας της μεγάλης ζέστης που επικρατούσε εκείνες τις ηλιόλουστες απριλιανές μέρες του ’44… Ξεκρεμάστηκαν την άλλη μέρα κατά το απόβραδο και παραδόθηκαν στις οικογένειές τους. Όμως οι αγχόνες με το ικρίωμα ανάμεσά στους δυο φανοστάτες παραμείνανε ακόμα στην πλατεία για πολλές μέρες, γιατί οι Γερμανοί σκόπευαν να κρεμάσουν κι άλλους Τρικαλινούς. Οι Τρικαλινοί τις βλέπανε να είναι ακόμη στημένες και τους έπιανε φόβος και τρόμος, ύστερα μάλιστα από μια φήμη που κυκλοφόρησε τότε ευρύτατα σ’ όλη την πόλη ότι επρόκειτο να γίνουν και άλλοι απαγχονισμοί. Ο ίδιος ο αρχηγός των Τριεψιλιτών Μαντζούκας διέδιδε παντού πως τούτη τη φορά οι αγχόνες προορίζονταν για τον λαιμό προσωπικοτήτων της πόλης. Και αυτή η φήμη είχε μια δόση αλήθειας γιατί εκείνες τις μέρες είχανε συλληφθεί και κρατούνταν έξι από τους πιο σημαίνοντες τότε τοπικούς παράγοντες. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο αείμνηστος Γιάννης Παπαζήσης, που ήταν τότε πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματοβιοτεχνών. Σ’ ένα παλιό του δημοσίευμα στην εφημερίδα «Έρευνα» ο Παπαζήσης έγραψε για κείνη την περιπέτειά του:
«Τρεις Γερμαναράδες με βρήκαν ανύποπτο στο μαγαζί μου και αφού ήλεγξαν την ταυτότητα με συνέλαβαν, κλείδωσαν το μαγαζί και πήραν το κλειδί για να κάνουν έρευνα την επόμενη. Ευτυχώς δεν την έκαναν. Μια σπάθα κυρτή Δαμασκού με κεντημένη θήκη και κομψοδουλεμένη λαβή ήταν εκεί κρυμμένη. Παμπάλαιο κειμήλιο του σπιτιού. Σ’ άλλη κρύπτη είχα εκατό πλατύφυλλα «Κουπόνια Αλληλεγγύη» καθώς και μια παράνομη «Λαοκρατία». Τι χρείαν για να μ’ απαλλάξουν από το βάρος της μάταιας ετούτης ζωής; Όταν με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα κατάλαβα το λόγο της συλλήψεώς μου. Γιατί είχαν κιόλας συλλάβει τους Α. Σωκρατίδη, Διευθυντή Νομαρχίας, Φίλιππο Χριστοδήμο, Δήμαρχο και πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου, Νικόλαο Ντουλόπουλο, πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου, Γρηγόριο Δερπανόπουλο, πρόεδρο του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου και Αθανάσιο Σαράφη, πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου. Μαζί είχαμε υπογράψει ένα πιστοποιητικό για τον Κώστα Σκούρτη, Διευθυντή τότε της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών, ότι ήτο ευυπόληπτος Έλλην, ιδίως ότι δεν ήταν… κομμουνιστής. Ήμουν τότε πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματοβιοτεχνών.»
Αλλά ο Σκούρτης ανέβηκε αργότερα στο βουνό, εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της περιοχής μας, έγινε μάλιστα περιφερειακός του ΕΑΜ με τον βαθμό του συνταγματάρχη —ήταν στρατιωτικός— και έβγαζε λόγους στα χωριά. Το μάθαν αυτό οι Γερμανοί και αμέσως πιάσανε τους έξι που είχανε εγγυηθεί για τον Σκούρτη. Και τους προόριζαν για κρέμασμα. Αυτό ήταν αποφασισμένος να το κάνει ο αδίστακτος ταγματάρχης Χανς Κλόκεμπεργκ.
Προέκυψε όμως τότε ένα πρόβλημα. Οι αγχόνες στην πλατεία ήταν πέντε, ενώ οι συλληφθέντες ήταν έξι. Έπρεπε κατά συνέπεια ένας από αυτούς να αφεθεί ελεύθερος. Ποιος όμως θα ήταν ο μεγάλος τυχερός; Όπως αναφέρει στο δημοσίευμά του εκείνο ο Παπαζήσης, ο Γερμανός ταγματάρχης Χανς Κλόκεμπεργκ, που αναπλήρωνε τότε τον Γερμανό Φρούραρχο Τρικάλων, ζητούσε χρυσές λίρες και όποιος από τους έξι υποψήφιους για κρέμασμα θα έδινε τις περισσότερες θ’ αφηνόταν ελεύθερος.
«Και αφού δεν θα έπαιρναν ούτε μισή από μένα», γράφει ο Παπαζήσης, «έπρεπε να βγω από τη μέση. Και βρήκαν οι Γερμανοί την φόρμουλα. Ο Παπαζήσης είναι κομμουνιστής!! Έδωσαν ειδικό σημείωμα δεόντως σφραγισμένο στο Διοικητή του τμήματος Μοίραρχο Αντωνίου, με εντολή αυστηράς απομονώσεως, μου εξέφρασε την λύπη του ο άνθρωπος και με διπλοκλείδωσε.»
Τότε γύρισε ο Γερμανός Φρούραρχος λοχαγός Φράιλιχ που έλειπε εκείνο τον καιρό από τα Τρίκαλα. Ενημερώθηκε για τα όσα συνέβησαν κατά την απουσία του, το κρέμασμα των πέντε Επονιτών και τη σύλληψη των έξι προσωπικοτήτων από τον υπασπιστή του ανθυπολοχαγό Όττο Στράσε.
Κατσάδιασε, όπως μαθεύτηκε, τον Κλόκεμπεργκ που εξετέλεσε τους πέντε και διέταξε να ξεστηθούν τα ικριώματα με τις αγχόνες. Και λίγες μέρες μετά ήρθε διαταγή από τα κεντρικά των Ες-Ες Αθηνών ν’ αφεθούν ελεύθεροι οι έξι κρατούμενοι Τρικαλινοί. Αλλά τι ήταν εκείνο που μεσολάβησε για την απελευθέρωση; Δεν ήταν φυσικά η μεγαλοψυχία των Γερμανών.
Ο Παπαζήσης γράφει σχετικά: «Και να που οφειλόταν η σωτηρία μας. Ο αείμνηστος Χριστοδήμος επιχείρησε δυο φορές να μου αποκαλύψει αργότερα το μεγάλο μυστικό. Μου είπε για δύο φιλικά του πρόσωπα που είχαν θέσεις-κλειδιά στο Επιτελείο των Ες-Ες. Και όταν έπεσε κατάκοιτος από συμφόρηση κι αραιά τον έβλεπα σε μια του αναλαμπή μου εξήγησε πως ήταν παιδιά Έλληνος εξαιρετικού επιστήμονος εγκατεστημένου στη Γερμανία από τα φοιτητικά του χρόνια. Επιχείρησε να μου πει το επίθετο μα δεν είχε την πρέπουσα άρθρωση και δεν τα κατάφερε. Μάλλον γιατί θάταν σαν πολυσύλλαβο.»
Η τοπική εφημερίδα του ΕΑΜ «Λαοκρατία», που τυπωνόταν τότε στο Γοργογύρι, στο φύλλο της 24ης Απριλίου 1944, που ήταν τετρασέλιδο σε μικρό σχήμα, ήταν αφιερωμένο στη μνήμη των πέντε Επονιτών που κρέμασαν οι Γερμανοί. Δημοσίευε δε στην πρώτη σελίδα κι ένα πολύ παραστατικό σκίτσο του απαγχονισμού.
Την άλλη μέρα, Τετάρτη 19 Απριλίου, οι Γερμανοί, φοβούμενοι εκδήλωση διαμαρτυρίας από μέρους των κατοίκων της πόλης και της υπαίθρου, πήραν αυστηρά μέτρα ασφαλείας, ένα από τα οποία ήταν ο περιορισμός της νυχτερινής κυκλοφορίας των πολιτών και ενέτειναν τις επιδρομές τους κατά των γύρω από την πόλη χωριών. Να τι έγραφε σχετικά η «Λαοκρατία»:
«Ύστερα από τον απαγχονισμό και την έκδηλη αγανάκτηση του λαού της πόλης και τις συνεχιζόμενες συλλήψεις κι εκτελέσεις, οι Γερμανοί φασίστες από φόβο δημιουργίας λαϊκής εξέγερσης, περιόρισαν την κυκλοφορία από τις 6 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ. Ταυτόχρονα για να προφυλάξουν τους χαφιέδες και τους προδότες, με άλλη διαταγή των απαγόρευσαν την κυκλοφορία πολιτών περισσότερα από δύο άτομα. Οι πολίτες, λέει η ίδια διαταγή, πρέπει να σηκώνουν αμέσως τα χέρια τους στο άκουσμα της λέξης «αλτ» και να μη βαδίζουν με τα χέρια στις τσέπες.»
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα βίας και τρομοκρατίας που όλο και εντεινόταν, κύλησε ο υπόλοιπος καιρός της γερμανικής κατοχής ως τις 18 Οκτωβρίου, δηλαδή μετά έξι ακριβώς μήνες, που ήρθε η πολυπόθητη λευτεριά και οι μισητοί Χιτλερικοί έφευγαν νικημένοι και ντροπιασμένοι αφήνοντας πίσω τους αίμα, πόνο, δάκρυα και ερείπια…
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης