Από τις αναμνήσεις του αείμνηστου Δημοσιογράφου Θεολόγη Τριανταφύλλου
Η Εμποροζωοπανήγυρη της πόλης μας προπολεμικά και λίγο μετά την απελευθέρωση γινόταν αρχές Οκτωβρίου, επειδή όμως τότε πιάνανε πάντοτε αυτή την περίοδο τα πρωτοβρόχια με αποτέλεσμα να διαλύεται αυτή μόλις σχεδόν άρχιζε, μετατέθηκε για τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Ήταν τότε η Εμποροπανήγυρη ή το πανηγύρι όπως συνηθίζεται να λέγεται, το μεγαλύτερο γεγονός της πόλης και του νομού μας. Όλοι περίμεναν το πανηγύρι για να δουν τα διάφορα αξιοπερίεργα, να θαυμάσουν ότι καινούργιο έβγαινε κάθε χρονιά, να διασκεδάσουν και να ψωνίσουν πράγματα φθηνά και καλοδιαλεγμένα.
Ήταν συνάμα το πιο αξιοπερίεργο και γραφικό θέαμα για τα Τρίκαλα τόσο για την μεγάλη ποικιλία των διαφόρων προϊόντων και εμπορευμάτων που προσκομίζονταν σ’ αυτό, όσο και για την μεγάλη κίνηση που παρουσίαζε όλες τις μέρες που διαρκούσε και πιο πολύ τις τρεις πρώτες που γινότανε και η ζωοπανήγυρη.
Κοσμοπλημμύρα στην πόλη μας και σωστό πανδαιμόνιο από φωνές, ήχους από τρομπέτες, σφυρίγματα, ξεφωνητά και κλαψουρίσματα μικρών παιδιών ανάμικτα με μουγκρητά ζώων… γκαρίσματα γαϊδουριών και ότι άλλο ηχητικό θόρυβο μπορεί κανένας να φαντασθεί.
Οι χωρικοί από τα κοντινά χωριά κατέβαιναν στην πόλη με βοϊδάμαξες, κάρα κι’ άλλα ζώα, ενώ οι ορεσίβιοι βλάχοι ερχόντουσαν από τη παραμονή πάνω σε ωραία κι’ ατίθασα άλογα και μουλάρια, άλλοι έχοντας και τους τσοπαναραίους με τα γιδοπρόβατα, τα γελάδια και μοσχάρια, κι’ άλλοι κουβαλώντας διάφορα είδη (βελέντζες, τσουράπια, κάπες κ.α.). Όλα για πούλημα στο πανηγύρι.
Ερχόντουσαν και οι τσέλιγκες με τα επίσημα σκουτιά ρούχα τους και τις γκλίτσες στο χέρι, αρειμάνιοι, υπερήφανοι, σωστοί αρχοντόβλαχοι, για ν’ αγοράσουν καινούργια ζωντανά. Τις πιο πολλές φορές τους ακολουθούσε κι’ ολάκερη η οικογένεια τους.
Παράλληλα, από διάφορες πόλεις κατέφθαναν οι ζωέμποροι για την αγορά των ζώων. Ας σημειωθεί πώς εκείνη την εποχή ο Νομός Τρικάλων θεωρούνταν κατ’ έξοχή κτηνοτροφικός και πάντοτε προσείλκυε το ζωηρό ενδιαφέρον των ζωεμπόρων και γι’ αυτό γινότανε μεταξύ τους αληθινός αγώνας για το ποιος θ’ αγοράσει τα καλύτερα και περισσότερα ζώα.
Γέμιζαν τα καφενεία, οι ταβέρνες και τα εστιατόρια – στέκια από ορεσίβιους πανηγυριώτες και ζωέμπορους. Και σ’ αυτά κλείνονταν οι συμφωνίες, δίνονταν το καπάρο και επισφραγίζονταν αυτές στην συνέχεια με γερή τσιπουροποσία…
Οι κάτοικοι των κοντινών χωριών, οι καμπίσιοι ή Καραγκούνηδες, κατέβαιναν στην πόλη μας με βοϊδάμαξες, κάρα και καβάλα στα γαϊδούρια με μοναδικό στόχο να χαρούν το πανηγύρι. Κουβαλούσαν για πούλημα αργαλειούς και λανάρια, τραχανάδες, δυνατό σπιτίσιο ξύδι, χωριάτικα χειροτεχνήματα και κεντητές φορεσιές.
Γραφικό ήτανε το θέαμα των αραγμένων σε διάφορα σημεία της πόλης βοϊδαμαξών και κάρων στολισμένων με διάφορα μπιχλιμπίδια και στρωμένων με κεντητές φανταχτερές κουβέρτες σαν δείγμα χωριάτικης αρχοντιάς.
Ο δρόμος για το πανηγύρι, η τότε οδός Ηπείρου (σήμερα Στρ. Σαράφη) έπηζε από κόσμο, ντόπιο και ξένο πού σεργιάνιζε αδιάκοπα σ’ ολάκερο το πανηγύρι πού περιεργάζονταν τα διάφορα εκθέματα και χάζευε σ’ ότι έβλεπε μπροστά του.
Και τα καταστήματα της πόλεως είχαν τότε μεγάλη κίνηση. Ήτανε τόσο μεγάλη η κίνηση σ’ αυτά που οι καταστηματάρχες και οι υπάλληλοι, κυριολεκτικά ξεθεώνονταν από την κούραση και την ολημερίς ορθοστασία.
Γεμάτα ήτανε και όλα τα κέντρα της πόλης, τα καφενεία, οι ταβέρνες, τα κρασοπουλειά, τα εστιατόρια κ.α. Στήνονταν υπαίθριες ψησταριές με σουβλιστά αρνιά, κατσίκια, γουρουνάκια, κοκορέτσι και σπληνάντερο. Και όλοι αγόραζαν κι έτρωγαν αδιάκοπα, πεινασμένοι, σωστοί λύκοι, υστέρα από το πολύωρο ποδαράτο σεργιάνι στο πανηγύρι.
Άφθονα ήτανε τα θεάματα τότε στο πανηγύρι της πόλεώς μας:
Το θέατρο «Βαριετέ» με μουσικό θίασο της κακίας ώρας, που έπαιζε συνήθως την «Γκόλφω», την «Αστέρω» και τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Για την προσέλκυση των θεατών που αποτελούνταν από τους βλάχους και τους Καραγκούνηδες εμφανίζονταν στην είσοδο του θεάτρου δυο αξιοθρήνητες μπαλαρίνες και ένας κλόουν με τρομπέτα, που χόρευαν, ή καλύτερα χοροπηδούσαν με αγριοφωνάρες. Και το φιλοθεάμον κοινό έτρεχε να δη την «Γκόλφω» και να… κλάψει για τον άδικο χαμό της.
Η ρουλέτα στα παλιά χρόνια κυριαρχούσε σε κάθε πανηγύρι. Το τυχερό αυτό παιγνίδι συγκέντρωνε πάντοτε το ενδιαφέρον πολλών -αν όχι όλων- των πανηγυριστών που μ’ αυτό επεδίωκαν να γίνουν… πλούσιοι. Έπαιζαν ώρες ατέλειωτες ξημεροβραδιάζοντας πάνω στο πράσινο τραπέζι της με τούς αριθμούς με την κρυφή ελπίδα να κερδίσουν. Κέρδιζαν φυσικά πότε – πότε μα τις περισσότερες φορές έχαναν κι έφευγαν στο τέλος χρεωμένοι.
Την αποκλειστική εκμετάλλευση αυτού του παιγνιδιού είχανε με ειδικό νόμο οι ανάπηροι και τα θύματα πολέμου, επειδή όμως σημειώθηκαν σ’ αυτό διάφορες νοθείες και εφαρμόστηκαν έξυπνα τεχνάσματα κλεψιάς από μέρος των ρουλετατζήδων, το παιγνίδι αυτό στο τέλος απαγορεύτηκε στα πανηγύρια.
θύματα του παιγνιδιού αυτού ήταν περισσότεροι χωριάτες και ορεσίβιοι, που βλέποντας στην αρχή τους διάφορους αβανταδόρους να ποντάρουν με επιτυχία σε αριθμούς που έπεφτε η μπίλια και να κερδίζουν πολλά χρήματα, έπεφταν κυριολεκτικά με τα… μούτρα σ’ αυτό και έτσι μαδιόνταν σαν… κοτόπουλα. Έχαναν όλα τα χρήματα τους και επέστρεφαν στα χωριά τους ταπί και… ψύχραιμοι…
Άλλο τυχερό παιγνίδι ήταν η λοταρία που παίζονταν με λαχνούς που κέρδιζαν διάφορα δώρα, από καρφίτσες και… τσιμπιδάκια για τα μαλλιά μέχρι ραδιόφωνο και ρολόγια που φυσικά αυτά δεν κερδίζονταν ποτέ για τον απλούστατο λόγο ότι δεν περιλαμβάνονταν μέσα στα χαρτάκια. Αυτό το παιγνίδι συγκέντρωνε συνήθως τα μικρά παιδιά.
Μια άλλη μεγάλη… πληγή του πανηγυριού, οι παπατζήδες, που ήταν τρεις. Ο ένας έπαιζε τα τρία τραπουλόχαρτα με τούς δύο άσσους και τον Ρήγα τον επιλεγόμενο «παπά», ο άλλος έκανε τον αβανταδόρο και ο τρίτος φύλαγε… τσίλιες.
Οι παπατζήδες «δούλευαν» στα κρυφά γιατί τους κυνηγούσε άγρια η αστυνομία, που στην κυριολεξία δεν τους άφηνε σε… χλωρό κλαρί. Τρύπωναν σε συγκεντρώσεις αφελών χωρικών και Βλάχων κι’ άρχιζαν το έργο τους.
Αυτός με τα τρία χαρτιά τ’ ανακάτωνε με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις και ο αβανταδόρος ποντάριζε με ποσά σ’ ένα από τα τρία χαρτιά που πάντα τύχαινε νάναι ο… Παπάς! Τότε παρασύρονταν και οι χωρικοί που άρχιζαν να… κυνηγούν τον «Παπά» ενώ ο Παπατζής φώναζε:
— «Εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, που ναι ο παπάς;»
— «Εδώ»! Απαντούσε Θριαμβευτικά και με πείσμα ο χωρικός κι’ έδειχνε ένα φύλλο βάζοντας συγχρόνως πάνω σ’ αυτό χρήματα. Μα ο «παπάς»… ξέφευγε και εμφανίζονταν στο άλλο τραπουλόχαρτο. Και μ’ αυτό τον τρόπο γινότανε κανονικά και συστηματικά το… μάδημα των αφελών, ώσπου εμφανίζονταν ο χωροφύλακας κι’ άρχιζε το άγριο κυνηγητό για τη σύλληψή τους…
Άλλα θεάματα της πανήγυρης εκείνης της εποχής ήτανε ο «Αράπης», ένας γεροδεμένος άντρας βαμμένος με… φούμο πού κατάπινε…. φωτιές, σπαθιά… Τζίμ Λόντος που λύγιζε σίδερα κι’ έκοβε χοντρές αλυσίδες, η «χοντρή» του «θησαυρού» μια αξιοθρήνητη γυναικεία ύπαρξη πρησμένη προφανώς από κάποια οργανική της πάθηση κ.ά.π.
Εμφανίζονταν και ο… Διαμαντής. Ένας πανηγυριώτης κρατούσε στο ένα του χέρι ένα φίδι -αληθινό μεν ξεδοντιάρικο δε- και στο άλλο ένα μπαστούνι. Και φώναζε επιδεικνύοντας το φίδι στους περίεργους που συγκεντρώνονταν γύρω του:
—·Δεν είναι βόας, δεν είναι, κυρίες και κύριοι κροταλίας. Είναι αυτό το μικρό φιδάκι που το λένε… Διαμαντή!
Και απευθυνόμενος προς το φίδι τον… Διαμαντή του έλεγε:
— Έλα… Διαμαντή, χαιρέτισε τους κυρίους και πέστους πως έχουμε το καλύτερο φάρμακο κατά της… φαλάκρας, του… κάλου… Και συνέχιζε να απαριθμεί τα διάφορα παρασκευάσματα που είχε σε μια βαλίτσα ανοιγμένη πάνω σ’ ένα τραπέζι. Ήτανε αυτά τα παρασκευάσματα μέσα σε μπουκαλάκια και σε σκονάκια…. Ενώ ο… Διαμαντής, το φίδι, χαιρετούσε με το κεφάλι του οι παριστάμενοι αγόραζαν τα… σωτήρια φάρμακα!
Στριφογύριζε σε κάθε πανηγύρι ένας λιγδιασμένος βλάχος μ’ ένα μακρύ καλάμι απ’ αυτά που αφθονούσαν τότε στις όχθες του Αγιαμονιώτη ποταμού, στην κορυφή του οποίου ήτανε κολλημένος ένας κοκκινωπός ζαχαρένιος πολτός με γεύση μέντας και φώναζε:
— Μέντα μαστίχι. Μέντα μαστίχ….
Τα μικρά παιδιά και κανένας λιχούδης πανηγυριώτης έδιναν ένα φράγκο και ο πρωτότυπος αυτός… ζαχαροπλάστης φυτώντας το δεξί του χέρι ξαναφώναζε: — Φτου μέντα μαστίχ… Κι’ έπιανε τραβώντας με το σαλιωμένο χέρι του μια στενόμακρη λωρίδα από το μαστιχένιο κατασκεύασμα που ο πελάτης του το μασουλούσε και πιπίλιζε με άφθαστη… βουλιμία!
Γραφικό θέαμα αποτελούσε ο Πανοραματζής με τον κινητό… κινηματογράφο του που είχε μόνιμο στέκι κατά τη διάρκεια της πανήγυρης μια άκρη της γέφυρας Τρικκαίογλου. Τα πιτσιρίκια και οι χωρικοί κολλούσαν τα ,μάτια τους στους διπλούς μεγεθυντικούς φακούς του Πανοράματος που ήτανε στολισμένο με ζωγραφιές, χάντρες και κουδουνάκια και ο Πανοραματζής τραβώντας συγχρόνως τα διάφορα σχοινάκια για την αλλαγή των φωτογραφιών επεξηγούσε με την αμίμητη γεωγραφική του αμάθεια:
— Εδώ βλέπετε τον Σηκουάνα… Γόνδολες διασχίζουν το κανάλι στα… Παρίσια!… Ή αυτό το αμίμητο:
— Εδώ είναι το κρεβάτι που κοιμήθηκε ο Λουδοβίκος 13ος της…. Ισπανίας… Έ, μικρέ, σκούπισε τη μύτη σου, λερώνεις τούς φακούς… Και συνέχιζε με ρητορική δεινότητα:
— Τα περιστέρια του Αγίου Μάρκου στα… Λονδίνα..
— Μεγάλη πυρκαγιά στην Αθήνα. Κάηκε ένα… πλοίο!
— Κι’ εδώ ο «Τιτανικός» που βυθίστηκε σε μεγάλη… ναυμαχία!…
Αυτά κι’ άλλα πολλά αξιοπερίεργα συνέβαιναν εκείνη την εποχή σε κάθε πανηγύρι των Τρικάλων που θεωρούνταν το μεγαλύτερο γεγονός και κυριαρχούσε στη ζωή της μικρής τότε πόλεώς μας.
Για την αντιγραφή: Σ.Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ