Δήμος Τρικκαίων

To Τρικαλινό παζάρι της Δευτέρας στις αρχές του αιώνα

17 Δεκεμβρίου 2018

Από τα χρόνιο της Τουρκοκρατίας ίσως και παλαιοτέρα γινότανε κάθε Δευτέρα παζάρι στα Τρίκαλα πού συνεχίζεται ως σήμερα. Στο εβδομαδιάτικο αυτό παζάρι ερχότανε ο χωρικοί (γκαραγκούνηδες) των γύρω, αλλά και μακρινών χωριών (Τσιότι — Ζάρκο) φέροντες τα προς πώλησιν προϊόντα των, αυγά, τυριά, βούτυρα, στάρι, μέλι, ψάθες πλεκτές και άλλα, καθώς και ζωντανά πουλερικά, αρνάκια, γουρουνάκια και μεγάλα ζώα.

Ο ερχομός των χωρικών εγίνετο με γαϊδουράκια και τετράτροχα κάρα συρόμενα από δύο άλογα, χιλιάδες δε χωρικοί γέμιζαν την πόλη και της προσέδιδαν μία ζωηρή όψη. Οι δρόμοι, οι πλατείες, τα χάνια γέμιζαν από ανθρώπους και ζώα.

Η ομαδική είσοδος των χωρικών εις την πόλη ήτο γραφική, προηγείτο σε γαϊδαροκαβάλλα ο χωρικός και ακλουθούσαν ξυπόλητες αι γυναίκες κρατώντας καλάθι με αυγά στο ένα χέρι και τα παπούτσια στο άλλο (για να μη χαλάσουν) που τα φορούσαν όταν έμπαιναν στην πολιτεία. Πολλές ιδίως νεαρές (γκαραγκούνες) ήσαν ντυμένες με την επίσημη γιορτινή στολή τους.

Όσοι διέθεταν κάρο έφερναν μαζί των όλη σχεδόν την οικογένεια για διασκέδαση, για ψώνια για τα όποια χρειαζότανε η παρουσία μικρών και μεγάλων (παπούτσια καπέλα με κουκουβάγια για τα σχολιαρόπαιδα και άλλα είδη για μεγάλους και μικρούς. Με τετράτροχο κάρο γινότανε και η μεταφορά των άρρωστων που το συνεχές τράνταγμα χειροτέρευε την κατάσταση των.

Στις εισόδους της πόλεως πολλοί Τρικαλινοί περίμεναν πρωί – πρωί τους χωρικούς για να προλάβουν να αγοράσουν αυγά που ήσαν λιγοστά γιατί αι αρρώστιες των πουλερικών ήσαν καταστροφικές τότε (διότι εμβόλια δεν υπήρχαν). Μερικά από τα αυγά που τιμότανε 10—15 λεπτά το ζευγάρι ήσαν «κλούβια» ιδίως το καλοκαίρι, και άλλα είχαν πουλάκια, γι’ αυτό τα δοκίμαζαν κουνώντας τα οι αγορασταί.

Η πολυπληθέστερη είσοδος χωρικών εγίνετο από την οδό Λαρίσης που εξυπηρετούσε όλα τα ανατολικά χωριά του νομού. Κατά μήκος των εισόδων της πόλεως δεκάδες ζητιάνων ήσαν εγκατεστημένοι κατάμεσα σχεδόν του δρόμου, για να γίνεται αντιληπτή καλλίτερα η δεινή των κατάστασις (αόμματοι, ανάπηροι, γέροντες), αλλά και για να πιάνουν ευκολότερα τις πεντάρες που τους ρίχναν οι επί κάρων ή ζώων εποχούμενοι χωρικοί. Όλοι αυτοί οι ζητιάνοι παρέμειναν εις τις τακτικές των θέσεις, μέχρι που σκοτείνιαζε.

Όταν οι χωρικοί έφθαναν στην πόλη με τα ζώα των, άλλοι μεν πήγαιναν στα χάνια, που διέθεταν μέρος για στάβλισμα των ζώων αλλά και είδη μπακαλικής και φαγητό και κρασί. Οι περισσότεροι με τα κάρα και τα γαϊδουράκια για να μη πληρώσουν χαντζήδικα, τα άφηναν στους φαρδείς δρόμους της πόλης και στους ακάλυπτους της χώρους Αφού τακτοποιούσαν τα «ζωντανά» παίρναν τα προς πώλησιν πράγματα και πήγαιναν στην τακτική τους θέση του παζαριού όπου τα άπλωναν στην άκρη του πεζοδρομίου και στα ρείθρα του δρόμου και περίμεναν τους αγοραστές.

Το παζάρι γινότανε στον ευρύ χώρο από την πλατεία ως τους στρατώνες (νυν δικαστήρια). Οι βλάχοι εξέθεταν τα προς πώλησιν είδη των (βελέντζες, χράμια, κιλίμια και άλλα μάλλινα σε ποικιλία χρωμάτων) στη μεγάλη πλατεία την σημερινή των Αμερικανών (Ηρώων Πολυτεχνείου). Τα προς πώλησιν μεγάλα ζώα τα πήγαιναν στη ζωαγορά που τότε γινότανε στο «Περιβολάκι» πίσω από τις στρατώνες και τα Αράπικα (συνοικία).

Αφού εγίνετο η εγκατάσταση και η έκθεση των προς πώλησιν ειδών ο χωρικός (γκαραγκούνης) συνήθως έφευγε διά να τακτοποιήσει τις δουλειές του με τον δικηγόρο του, τον γιατρό, το δημόσιο ταμείο, το αφεντικό του (οι πλείστοι τότε ήσαν κολλήγοι) και να αγοράσει διάφορα υφάσματα (τσίτια, ντρίλια και άλλα) από τον έμπορό του με τον οποίο είχε ανοικτό λογαριασμό όπως και με άλλους επαγγελματίες.

Τους αρρώστους τους πήγαιναν στο φαρμακείο γιατί εκεί δέχοντο οι γιατροί την εποχή εκείνη, και έβλεπε κανείς δεκάδες αρρώστων εις τα πεζοδρόμια των φαρμακείων που περίμεναν την σειρά των για εξέταση και εν συνεχεία για την εκτέλεση των συνταγών που ανέγραφαν εκατοντάδες χάπια, σκονάκια, αλοιφές και υγρά φάρμακα που αφειδώς ο γιατρός χορηγούσε στους αρρώστους του για να πάρει περισσότερα ποσοστά από τον φαρμακοποιό.

Τα περισσότερα από τα χορηγούμενα φάρμακα ήσαν κατά των ελωδών πυρετών που μάστιζαν κυριολεκτικώς τους  πεδινούς και μείωναν την παραγωγή και εμπόδιζαν το βιοτικό και πνευματικό ανέβασμα των χωρικών Αι ενέσεις κινίνης και τα χάπια «Ζανωφέλια» ήσαν από τα απαραίτητα. Περί την 8ην—9ην πρωινή αναλόγως της εποχής του έτους η αγορά ήτο πλήρης αγαθών.

Οι Τρικαλινοί εξορμούσαν εις το παζάρι, οι νοικοκυραίοι (ευκατάστατοι) συνοδεύοντο από την μικράν υπηρέτρια των (τότε και η μεσαία τάξις είχε υπηρέτρια) που κρατούσε απαραιτήτως καλάθι και τσάντα. Η αγοραστική κίνηση ήταν πάντοτε ζωηρά, ιδίως το καλοκαίρι όταν και τα προϊόντα ήσαν αφθονότερα με τα δημητριακά, τα πεπόνια, καρπούζια και πριν και μετά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.

Η πώλησις των προϊόντων ήτο κυρίως υπόθεσις των γυναικών, οι άνδρες προσδιόριζαν την τιμή των, εις δεκάρες γιατί η δεκάρα τότε ήτο το βασικό νόμισμα μεταξύ τού λαού, αφού ακόμα και τα μονόλεπτα και δίλεπτα είχαν πέραση, κυρίως στους ζητιάνους. Επ’ αυτού άκουσα το κατωτέρω χαριτωμένο ανέκδοτο:

«Χωρική είχε μεταξύ άλλων και έναν ευτραφή κόκορα για τον όποιον κατ’ εντολή του ανδρός της ζητούσε δέκα τέσσερις δεκάρες. Παρέα Τρικαλινών αργόσχολων που περιήρχετο την αγορά για να ψωνίσουν αλλά και διά σκότωμα της ώρας και ψυχαγωγία, ρώτησε τη χωρική: Πόσο κυράμ’ τον κόκκοτα; —Δεκατέσσερις δεκάρες, ήτο η απάντηση. Να σου δώσω μία και πενήντα μου τον δίνης; —Φεύγα, φεύγα δεν τρως κόκκοτα δικόμ’…» Τόση ήτο η αγραμματοσύνη των χωρικών την εποχή εκείνη, αλλά και η αγαθότης των.

Η χριστουγεννιάτικη μάλιστα αγορά είχε κάτι το ασυνήθιστο, έβλεπε κανείς παρατεταγμένες στο πεζοδρόμιο σειρές από γουρουνοκεφαλές που όπως ήσαν τοποθετημένες έμοιαζαν κατά τον χαρακτηρισμό του αγαπητού μου φίλου Γεωργίου Μπαλιάκου, σαν πυροβολαρχίας Σκόντα.

Το παζάρι συνήθως τελείωνε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, οι χωρικοί έκαναν τις τελευταίες προμήθειες, (λαχανικά, φρούτα, χαλβά, μπακαλιάρο, σύκα, σταφίδες, κουλούρια σιμίτια, πετρέλαιο, λαμπογιάλια, λάδι, σκούπες, σαπούνι, κρέας, όσπρια κ.λπ.) που τοποθετούσαν σε δισάκια υφαντά μάλλινα που τα φόρτωναν στο γάιδαρο.

Τα ανωτέρω είδη αγόραζαν από τα μπακάλικα και τις εκατοντάδες πρόχειρες παράγκες που κατελάμβαναν για μια μέρα το μεγάλο χώρο της αγοράς μεταξύ πλατείας και στρατώνων.

Ζωηρή ήταν η κίνηση και στην κεντρική δημοτική αγορά της πόλεως την γνωστή ως «χασάπικα» διότι εκεί ήσαν συγκεντρωμένα όλα τα χασάπικα, τα ψαράδικα και τα μανάβικα της πόλεως.

Η αγορά αυτή η οποία ανεγέρθη επί δημαρχίας Γ. Κανούτα επέζησε 80 ολόκληρα χρόνια, κατεδαφίσθη δε το Ι970 επί δημαρχίας I. Μάτη διά να ανεγερθεί το νέο δημοτικό μέγαρο.

Από πολλούς με τους οποίους είχε δοσοληψίες ο αγαθός χωρικός εξηπατάτο τόσον στο ζύγι όσον και στην ποιότητα και στους λογαριασμούς. Και άκουγε κανείς τον έξης διάλογο μεταξύ αγοραστού (χωρικού) και πωλητού (εμπόρου):

-Πόσο κουμπάρε (το κουμπάρε ήταν συνήθης προσφώνηση) αυτό το πράμμα;

— Τόσο, Μήπως έχεις καλύτερο; —Έχω απαντούσε ο έμπορος και του έδιδε πολλές φορές το ίδιο σε μεγαλύτερη τιμή.

Δυστυχώς ο καημένος χωρικός μη γνωρίζων συνήθως γράμματα και αγαθός έπιπτε θύμα πολλών ασυνειδήτων εκμεταλλευτών. Διά να αντιδράσει εναντίον της εκμεταλλεύσεως αυτής έγινε πονηρός χωρίς όμως να είναι και έξυπνος, έγινε κουτοπόνηρες με τον οποίον δύσκολα συνεννοείτο κανείς.

Όλες οι προμήθειες οι ελαφρές μεταφέροντο στο χάνι όπου είχαν και «τα ζωντανά» ή στον υπαίθριο καταυλισμό των, τα βαριά πέρναγαν στο τέλος με το ζώο και τα έπαιρναν από τα μαγαζιά (όπου τα είχαν αφήσει) πριν φύγουν για το χωριό,

Αφού έτρωγαν στο χάνι ή στα κρασοπωλεία, που τα περισσότερα ήσαν υπόγεια, όλοι σχεδόν έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής για το χωριό με τα δισάκια γεμάτα από «καλούδια» της πολιτείας και της εποχής.

Τούς χειμωνιάτικους μήνες από τα χορταρικά τον λόγο είχαν τα λάχανα και τα πράσα που δεν υπήρχε δισάκι που να μην το στολίζουν με τις πράσινες ουρές των καθώς και ο μπακαλιάρος που για να μη βρωμίσει τα «φαγολάτα» του δισακιού κρεμότανε από το κοτσάκι του σαμαριού του ζώου, απαραίτητος ήταν και ο χαλβάς. Φορτωμένοι με ένα σωρό καλά κινάγανε για τα χωριά των, η έξοδος δεν είχε τη μορφή της ομαδικής εξόδου, άρχιζε από τες δύο το απόγευμα το χειμώνα και μετά τες πέντε εξ το καλοκαίρι όταν έπεφτε η ζέστη το «κάμα» και τελείωνε με το σούρουπο.

Η άφιξη στο χωριό έπαιρνε πανηγυρική μορφή, όλοι μικροί μεγάλοι κάτι περίμεναν από την πολιτεία, λουκούμια, σταφίδες, στραγάλια, σύκα, χαλβά, κουλούρια, σιμίτια και άλλα «καλούδια», υφάσματα, κεφαλομάντηλα, προσόψια κτλ.

Ιδιαιτέρως πανηγυρική ήτο η υποδοχή του παππού που τον περίμεναν οι κόρες και νύφες με το τσούρμο από τα εγγονάκια, ακόμα και η σκύλα και η γουρούνα «σκρόφα». έβγαιναν εις προϋπάντηση του όταν άκουγαν τα μικρά να φωνάζουν, «ο παππούς, ο παππούς» και να αφήνουν τα παιγνίδια στη μέση και να τρέχουν στον παππού και να ακολουθούν πίσω από το γάιδαρο ως το σπίτι όπου ξεπέζευε και άρχιζε την διανομή των δώρων.

Είπαμε ότι οι περισσότεροι χωρικοί φεύγαν για τα χωριά, υπήρχαν όμως και λιγοστοί άνδρες που έμεναν για να το γλεντήσουν μάλιστα όταν είχαν πιάσει «δεκάρες» από τα «πράμματα» των. Στέλναν τη γυναίκα με τα ψώνια με τους συγχωριανούς και αυτοί το έστρωναν στα υπόγεια μαγέρικα όπου το ψητό, το κοκορέτσι και το σπληνάντερο και η φασολάδα έπαιρναν και έδιναν, με τη συνοδεία μαύρου Μεσενικολήτικου ή Μπορβκιώτικου κρασιού.

Τα πικάντικα κοκορέτσια, και σπληνάντερα που ήσαν λύσσα από αλατοπίπερο, τράβαγαν κρασί, το κρασί έφερνε το τραγούδι, το τραγούδι ειδοποιούσε τα περιφερόμενα και αναζητούντα πελάτες όργανα (κλαρίνο, βιολί) τα όργανα χορό και όλα μαζί κέφι τρικούβερτο, που συχνά κατέληγε σε τσακωμούς, τραυματισμούς που οδηγούσαν στον γιατρό, στον δικηγόρο και πολλές φορές στην Χωροφυλακή για κράτηση.

Αυτοί οι νυκτερινοί πελάτες των κρασοπωλείων αποτελούσαν καλή πελατεία των δικηγόρων και ιατρών της πόλεως που ξελάφρωναν του χωριάτη τη σακούλα.

Την Τρίτη η πόλις έπαιρνε τον καθημερινό της ρυθμό, την ησυχία της, ως την επομένη Δευτέρα που άρχιζε πάλι το πανηγύρι του παζαριού.

Αυτά ως προς το παζάρι της Δευτέρας, πριν όμως κλείσω την περιγραφή του ας μου επιτραπεί να αναφέρω μερικές ταλαιπωρίες και πειράγματα, που υπέφεραν οι αγαθοί χωρικοί από τα σκανταλιάρικα και ανάγωγα παιδιά της πόλεως, που πολλά το έσκαζαν από το σχολειό για να διασκεδάσουν με τούς χωρικούς.

Μανία των ήταν να προκαλούν ερεθισμό εις τους γαϊδάρους των πλατειών και δρόμων εξαπολύοντας εις αυτούς αλογόμυγες.

Συνηθισμένα ήσαν και τα έξης πειράγματα: Είχαν τρύπια χάλκινη μεγάλη δεκάρα του Όθωνος, την οποίαν γυάλιζαν καλά για να φαίνεται, την έδεναν με σπάγκο και την άφηναν στη μέση του δρόμου απ’ όπου πέρναγαν οι χωρικοί, πασπάλιζαν χώμα επάνω στο σπάγκο για να μη φαίνεται και κρύβονταν στην γωνιά του δρόμου.

Ο χωρικός έβλεπε τη δεκάρα που γυάλιζε και έσκυβε ή κατέβαινε από το γάιδαρο για να την πάρει. Η παλιοπαρέα όμως των μικρών, τράβαγε τον σπάγκο με την δεμένη δεκάρα και από δω παν κι’ άλλοι, το βάζανε στα πόδια γιατί ακολουθούσε κυνηγητό από τον εξαπατηθέντα χωρικό, αυτό που ζητούσαν τα σκανταλιάρικα σκασμένα στα γέλια και το παιγνίδι συνεχίζονταν εις βάρος άλλων χωρικών με τον ίδιον τρόπον ή άλλου είδους πειράγματα όπως το κατωτέρω:

Την εποχή εκείνη στις αρχές του αιώνος ο καπνός που! λίότανε κομμένος μέσα σε πακέτα και ο καπνιστής τύλιγε τον καπνό σε φύλλο τσιγαρόχαρτου, το έστριβε καλά, καλά, το σάλιωνε για να κολλήσει το κατασκεύασμα και το άναβε, είτε με τσακμάκι και τσακμακόπετρα και ίσκνα είτε’ με τον αναπτήρα με φυτίλι και σπανιότατα με σπίρτα που στοίχιζαν.

Τέτοια άδεια αστραπατσάριστα πακέτα τα μάζευαν τα πειρακτήρια, τα γέμιζαν κοπριά στεγνή και επάνω – επάνω στο πακέτο βάζαν μία στρώση καπνό από αποτσίγαρα, το τύλιγαν καλά και το άφηναν κι αυτό στη μέση του δρόμου που να δείχνει ότι κάποιου του έπεσε. Ο χωριάτης ξεπέζεψε από το γαϊδουράκι κι έπαιρνε το εύρημα, η παλιοπαρέα από μακριά παρακολουθούσε για να δει τη συνέχεια, ο χωρικός σε λίγο άνοιγε το εύρημα του για να στρίψει τσιγάρο, γρήγορα αντιλαμβάνετο το -πάθημά του, πέταγε με θυμό το πακέτο, ενώ η παρέα των μικρών έσπαζε στα γέλια ικανοποιημένη.

Αλλά και τους ζητιάνους τους παρατεταγμένους στο δρόμο, που κατά την κρίσιν των δεν άξιζαν βοήθειας, δεν άφηναν ήσυχους, πιαναν τη γωνιά του δρόμου για να εξασφαλίσουν τη φυγή των και φώναζαν στους χωρικούς: «έχει, έχει μη του δίνεις». Ακολουθούσε το γνωστό κυνηγητό που αυτό επεδίωκαν και κυρίως τους ευχαριστούσε και τα πειράγματα συνεχίζονταν με όλους αυτούς κι άλλους πολλούς τρόπους.

Ευτυχώς που τα μαθήματα περιόριζαν την δι’ όλης της ημέρας δραστηριότητα των περισσοτέρων μικρών, που όταν τύχαινε να μην έχουν μάθημα γινότανε το μεγάλο κακό, στα γαϊδούρια, στους χωριάτες και σ’ όλη την πόλη.

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης

 

Το κείμενο του Δημητρίου. Τρ. Παπαζήση δημοσιεύθηκε στα «Τρικαλινά Νέα» το 1975