Δήμος Τρικκαίων

2 Φεβρουαρίου 1925 - Το Τρικαλινό Κιλελέρ

1 Φεβρουαρίου 2018
Τα Τρίκαλα το 1925 ήταν μια μεγάλη επαρχιακή πόλη σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής. Είχε πάνω από 20 εργοστάσια (δύο μεγάλα εργοστάσια υφαντουργίας, ένα καπνεργοστάσιο, μια βιομηχανία πούρων, τέσσερα εργοστάσια ξυλουργικής, εργοστάσια ζαχαροπλαστικής, χαλυβουργίας κλπ.), πιστωτικά ιδρύματα (υποκαταστήματα των τραπεζών Εθνική, Εμπορική, Αθηνών και τοπικές τράπεζες), ενώ ο πληθυσμός της ήταν γύρω στις 23.000 κατοίκους.

Συμπληρώθηκαν 93 χρόνια από την αγροτική – λαϊκή εξέγερση των Τρικάλων στις 2 Φεβρουαρίου 1925. Μια εξέγερση ορόσημο στην ιστορία του αγροτικού κινήματος.

Το αγροτικό κίνημα απασχολούσε την ελληνική κοινωνία από παλιά, από την τουρκοκρατία ακόμα. «H κατάστασις εις την οποίαν ευρίσκοντο οι ακτήμονες και οι πτωχοί αγρότες εις μερικάς περιοχάς -γράφει ο Γ. Κορδάτος στο βιβλίο του «η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης του 1821»– εδημιούργησεν εις το στρώμα αυτό της αγροτιάς μαχητικήν ψυχολογίαν. Η φτώχεια των και η κακομοιριά των ήσαν ο παντοτινός σύντροφός των». Στην Επανάσταση του 1821 η αγροτιά παίρνει μέρος με όλες τις δυνάμεις της. Συμμετέχει ενεργά στον Αγώνα με διπλό στόχο, την επίλυση του εθνικού ζητήματος, αλλά και την απαλλαγή της από την εκμετάλλευση των Τούρκων μπέηδων και των Ρωμιών κοτσαμπάσηδων, τη βελτίωση της τραγικής θέσης της. Όμως οι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή διαψεύστηκαν και μετά την εθνική απελευθέρωση. Η φεουδαρχική δομή της αγροτικής οικονομίας αποτελούσε την κύρια αιτία της διαιώνισης της εκμετάλλευσης των αγροτών παρά την αλλαγή φρουράς στο ιδιοκτησιακό καθεστώς».

«Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) το πρόβλημα της γης έγινε οξύτερο, γιατί τα 4/5 της γης των περιοχών που απελευθερώθηκαν ανήκαν είτε στους Τούρκους μπέηδες που παρέμειναν στην Ελλάδα, είτε πέρασαν στην κατοχή των Ελλήνων τσιφλικάδων που έσπευσαν να εξαγοράσουν σε τιμές ευκαιρίας τα κτήματα απ’ τους Τούρκους που αποχωρούσαν ή ακόμα να καταπατήσουν πολλά από αυτά» αναφέρει ο Χρ. Βραχνιάρης στο βιβλίο του «η αγροτική – λαϊκή εξέγερση του 1925 στα Τρίκαλα».

Η αγροτική εξέγερση των Τρικάλων παρέμεινε στην αφάνεια. Όμως τα γεγονότα του 1925 στα Τρίκαλα χαρακτηρίστηκαν από τους ιστορικούς ως δεύτερο Κιλελέρ. Σηματοδοτεί τον σταθμό του αγώνα τους για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης. Κι ακόμα, αγρότες και εργάτες συνένωσαν για πρώτη φορά τον αγώνα τους.

Τα Τρίκαλα το 1925 ήταν μια μεγάλη επαρχιακή πόλη σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής. Είχε πάνω από 20 εργοστάσια (δύο μεγάλα εργοστάσια υφαντουργίας, ένα καπνεργοστάσιο, μια βιομηχανία πούρων, τέσσερα εργοστάσια ξυλουργικής, εργοστάσια ζαχαροπλαστικής, χαλυβουργίας κλπ.), πιστωτικά ιδρύματα (υποκαταστήματα των τραπεζών Εθνική, Εμπορική, Αθηνών και τοπικές τράπεζες), ενώ ο πληθυσμός της ήταν γύρω στις 23.000 κατοίκους.

Τα λαϊκά προβλήματα στην περιοχή ήταν ιδιαιτέρως οξυμένα. Οι αμοιβές των εργατών ήταν πολύ χαμηλές, η εργάσιμη ημέρα ξεπερνούσε τις 10 ώρες και η αργία της Κυριακής δεν εφαρμοζόταν παντού. Οι απαλλοτριώσεις παρά τους νόμους δεν προχωρούσαν. Δεινή ήταν και η θέση των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, που περίμεναν να ζήσουν από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού, τους αγρότες και τους εργάτες, δηλαδή από τάξεις και κοινωνικά στρώματα, τα οποία ζούσαν σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με το γυρισμό δηλαδή των εξαθλιωμένων στρατιωτών και την εισροή χιλιάδων προσφύγων.

Κάπως έτσι ήταν η κατάσταση σε γενικές γραμμές, όταν το Φλεβάρη του ’25 ξέσπασε η λαϊκή εξέγερση του λαού των Τρικάλων. Της εξέγερσης των Τρικάλων είχε προηγηθεί ο ξεσηκωμός του λαού στο Καστράκι και η κατάληψη από τους αγρότες των μοναστηριακών κτημάτων, των κτημάτων δηλαδή που τα μοναστήρια της περιοχής είχαν την κυριαρχία τους επί Τουρκοκρατίας.

Ο ξεσηκωμός στο Καστράκι είχε αποφασιστεί από την Ένωση Παλαιών Πολεμιστών και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, γεγονός που τρομοκράτησε τις αρχές, με αποτέλεσμα να πολιορκηθεί το χωριό από δυνάμεις του στρατού και χωροφύλακες και να απειληθεί αιματοχυσία, η οποία αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.

Γράφει ο Χρήστος Βραχνιάρης στο βιβλίο του: «Το πρωινό της 2ας Φλεβάρη προμηνούσε μια ζεστή και ηλιόλουστη ημέρα. Η κίνηση στην πόλη είχε αρχίσει από πολύ νωρίς. Από τα χωριά άρχισαν να καταφθάνουν με τα γαϊδουράκια τους ή τα κάρα τους, για τις μακρινότερες αποστάσεις, οι αγρότες απ’ τις γειτονικές περιοχές… Κατά τις 11 η ώρα άρχισε να παρατηρείται μια μεγαλύτερη κίνηση στην κεντρική πλατεία. Από νωρίτερα οι νέοι της τοπικής οργάνωσης μοίρασαν σε διάφορα σημεία της πόλης προκηρύξεις της παλαιοπολεμιστικής οργάνωσης… Στο μεταξύ από τα γραφεία της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών ξεκίνησαν μεγάλες μάζες διαδηλωτών, με επικεφαλής τη Διοίκηση της Ένωσης και με ανυψωμένη τη μαύρη σημαία της οργάνωσης, που κατευθύνονταν προς την κεντρική πλατεία. Κατά τις 12 το μεσημέρι έκλεισαν τα μαγαζιά και η πλατεία και οι γύρω δρόμοι είχαν γέμισαν από κόσμο». Μετά την ομιλία ακολούθησε πορεία προς τη Νομαρχία.

Οι συγκεντρωμένοι εργάτες και αγρότες ζήτησαν να δουν το Νομάρχη, αλλά αυτός αρνήθηκε να τους δεχτεί. «… τη στιγμή αυτή κατέφθασαν στρατιωτικές ενισχύσεις από το 5° Σύνταγμα Πεζικού, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Χ. Καβράκο… Το πλήθος των διαδηλωτών ήταν ανάστατο και ζητούσε επίμονα να αποχωρήσει ο στρατός. Ο Καβράκος όμως έμεινε ασυγκίνητος. Μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο από φωνές, αποδοκιμασίες και αντεγκλήσεις, προχωρεί προς το πεζοδρόμιο και διατάζει τους σαλπιγκτές να σημάνουν διάλυση για να αποχωρήσουν οι διαδηλωτές. Το πλήθος όμως των συγκεντρωμένων έμεινε αμετακίνητο. Τότε ο Καβράκος διατάζει τους στρατιώτες να πυροβολήσουν και έδωσε το σχετικό παράγγελμα.

Οι φαντάροι τρομαγμένοι σηκώνουν τα όπλα και πυροβολούν στον αέρα. Αλλά όλο εκείνο το πλήθος, αντί να τρομάξει, πλησιάζει τους φαντάρους, τους αγκαλιάζει και τους απευθύνει θερμή έκκληση: Αδέρφια μας φαντάροι, ποιον θα πυροβολήσετε; Τους πατεράδες σας; Τις μανάδες σας; Τις αδερφές σας;»… Και τότε έγινε κάτι το πρωτοφανέρωτο, που συγκίνησε βαθιά τα πλήθη των διαδηλωτών. Οι φαντάροι κατέβασαν τα όπλα. Ο Καβράκος λύσσαξε και χωρίς να δείξει την παραμικρή ταραχή έβγαλε το πιστόλι του και το σήκωσε ψηλά για να πυροβολήσει… Ρίχνει στο ψαχνό, πάνω στο συγκεντρωμένο πλήθος… Τον ακολουθούν οι αξιωματικοί και οι χωροφύλακες από τα κτίρια της αστυνομίας και της Νομαρχίας… Οι σφαίρες βρήκαν εύκολα το στόχο τους. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια της οδού Ασκληπιού βάφτηκαν από αθώο αίμα. Οι εργάτες και οι αγρότες πήγαιναν αδερφωμένοι και στο θάνατο…

Μετά τα γεγονότα και τις στυγνές δολοφονίες των αθώων διαδηλωτών, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους εξαπέλυσαν άγρια τρομοκρατία κατά των εργατών και των αγροτών στην ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων, ενώ στήθηκαν και δικαστικές διώξεις. Έτσι στις 31 Μαρτίου του 1925 άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης στο στρατοδικείο της Λάρισας που εντασσόταν κι αυτή στη γενικότερη επιχείρηση τρομοκράτησης του λαού, με αποτέλεσμα από τους 27 κατηγορούμενους να καταδικαστούν 13, από 8 χρόνια ειρκτή έως ένα χρόνο φυλακή. Συνολικά, το δικαστήριο επέβαλε 62 χρόνια φυλακή, και οι βαρύτερα καταδικασμένοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Κέρκυρας, για να αμνηστευτούν, σε λίγο, μετά την ανατροπή της Παγκαλικής δικτατορίας.

Ο Τύπος της εποχής

Όπως ήταν φυσικό τα γεγονότα προκάλεσαν την έντονη συγκίνηση και αγανάκτηση των λαϊκών μαζών σε όλη την Ελλάδα. Αλλά και ο Τύπος της εποχής ασχολείται εκτενώς με τα γεγονότα. Η εφημερίδα «Θάρρος» των Τρικάλων, που εξέφραζε τις θέσεις των κυρίαρχων κύκλων της εποχής, έγραφε στο φύλλο της 3ης Φεβρουαρίου: «Τραχύ κομμουνιστικό κίνημα μετέβαλε την πόλιν εις πεδίον μάχης. 6 νεκροί και πλείστοι τραυματίαι» και στο φύλλο της 4ης Φλεβάρη 1925: «Μετά τα θλιβερά γεγονότα εξακριβούται ότι το κίνημα είχε κομμουνιστικόν και ανατρεπτικόν χαρακτήραν. Εκ των γενομένων προανακρίσεων διαπιστούται ότι το κίνημα ήτο προσχεδιασμένον. Λειτουργούσε ενταύθα επιτροπή της ΤΣΕΚΑ (σ.σ. εννοεί προφανώς την πολιτική αστυνομία που ιδρύθηκε το 1917 ύστερα από πρόταση του Λένιν), η οποία το είχε αποφασίσει». Στον αντίποδα ο «Ριζοσπάστης» της εποχής κάνει λόγο για «αιματωμένο αρραβώνα του εργάτη και του χωρικού». Στο φύλλο της 3 Φεβρουαρίου 1925 διαβάζουμε: «Τηλεγράφημα από την Καρδίτσα: Σήμερον εργάται και αγρόται Τρικάλων θελήσαντες να υποβάλουν Νομάρχην αιτήματα απαλλοτριώσεως τσιφλικιών εδέχθησαν επίθεσιν με πολυβόλα. Οι στρατιώται ηρνήθησαν να πυροβολήσουν τους αδερφούς των. Κατόπιν τούτου εσχηματίσθη λόχος αξιωματικών όστις και έβαλε με όπλα και πολυβόλα κατά του άοπλου πληθυσμού, εξ ων εφονεύθησαν και επληγώθησαν περί τους 25 εργάται και αγρόται. Η εγκληματική αύτη στάσις των αρχών Τρικάλων επροκάλεσε φρίκην εις την κοινωνίαν και έξαψιν πνευμάτων μεταξύ εργατών και αγροτών, ζητούντων εκδίκησιν του αίματος των αδερφών των. Εκτακτος αμαξοστοιχία μετέφερεν νύκτα στρατεύματα εκ Λαρίσης εις Τρίκαλα. Αναμένονται σοβαρά γεγονότα»…

Το Δημοτικό Συμβούλιο

Το Δημοτικό Συμβούλιο με την αριθ. 7/2012 αποφάσισε ομόφωνα την ονομασία της πλατείας που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Ασκληπιού και Ιπποκράτους σε πλατεία «Αγροτικής και Λαϊκής εξέγερσης της 2ας Φεβρουαρίου 1925, ενώ με την αριθ. 150/2016 ομόφωνη απόφασή του ενέκρινε την ονομασία της πλατείας.

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Χρ. Βραχνιάρη: «Η Αγροτική λαϊκή εξέγερση του 1925 στα Τρίκαλα», Εκδόσεις «Πανόραμα»

Χρ. Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910 – Τρίκαλα 1925», εκδόσεις «Αλφειός»

Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας»

Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Αγροτικού Κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις «Μπουκουμάνη»

Τ. Βουρνά: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας 1821-1909», εκδόσεις «Τολίδη»