Δήμος Τρικκαίων

Από τις αναμνήσεις ενός παλιού Τρικαλινού

18 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ

ΤΥΠΟΙ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΙΑΤΙΚΑ ΠΑΖΑΡΙΑ

ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΚΟΥΣΚΟΥΛΕΚΑ

Πάνε περισσότερα από σαράντα χρόνια, που —υπάλληλος— εγώ απομακρύνθηκα από τ’ αγαπημένα μου Τρίκαλα… Στις συχνές όμως επισκέψεις μου σ’ αυτά, εκείνο που περισσότερο μ’ αρέσει να τριγυρίζω, να περιεργάζομαι και ν’ απολαμβάνω, είναι το παζάρι της Δευτέρας, το τόσο αξιόλογο και για την μεγάλη ποικιλία των ειδών και εμπορευμάτων που προσκομίζονται σ’ αυτό, αλλά και για την μεγάλη κίνηση που εμφανίζουν αι πραγματοποιούμενες εμπορικές συναλλαγές. Το παζάρι αυτό, ήταν και είναι πάντοτε, ένας οικονομικός κρουνός που ποτίζει και ωφελεί όλες τις κοινωνικές τάξεις, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, τους πωλητές και τους αγοραστές

Το παζάρι των Τρικάλων, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο και μεγαλώνει. Παλαιότερα, έπιανε την Κεντρική πλατεία και έφθανε ως τα χασάπικα!… Τώρα αρχινάει από τον Άγιο Νικόλαο και φθάνει ως τα Δικαστήρια και ως τον Άγιο Αθανάσιο.

***

Χαλασμός κόσμου από την κίνηση την Δευτέρα στα Τρίκαλα. Οι χωριάτες κουβαλούσαν και κουβαλούν ακόμα για να πουλήσουν στο παζάρι, τα πιο ετερόκλιτα είδη. Από τες φλοκάτες βελέντζες, ως το χοιρινό λίπος. Από τα κατακόκκινα κράνα, σούρβα και τσίνζιφα, ως τα σφοντίλια και τις βλαχόκάλτσες. Από τα λαχανικά ως το δυνατό σπιτικό ξίδι, από τους τραχανάδες και τες χυλοπίτες, ως τα διάφορα εξαρτήματα των αργαλειών και των λαναριών και τα χωριάτικα χειροτεχνήματα. Μωσαϊκό ολόκληρο από παντοειδή κατασκευάσματα.

***

Τα παλαιότερα χρόνια, τα παζάρια των Τρικάλων, είχαν και τους… τύπους των.

Μερικούς από τούς τύπους αυτούς, θυμήθηκα και επιχειρώ να τους περιγράψω, για να δώσω κι’ εγώ λίγη ύλη στα αγαπητά μου «Μετέωρα».

***

Ένας τύπος, ήταν ο Μπάρμπα-Χαράλαμπος, Καραγκούνης από τη Βοεβόδα, που κάθε Δευτέρα εμφανίζονταν στο παζάρι, με ένα παληοτενεκεδένιο κουτί, γεμάτο από κάτι σκονάκια, τυλιγμένα σ’ άσπρο χαρτί. Διαφήμιζε δε το εμπόρευμά του, με συχνή επανάληψη της προσκλήσεως

—Πάρτε, παιδιά… φιδοβότανο… Πάρτε, παιδιά… φιδοβότανο…

Δεν θυμάμαι να έκαναν ποτέ στην Θεσσαλία θραύση τα… φίδια, ώστε να παρουσιάζονταν ανάγκη να παίρνει προληπτικώς ο κόσμος —σαν ορό— τα… σκονάκια τού Μπάρμπα—Χαράλαμπου, για να αποφεύγει τες… δαγκωματιές των…

Οπωσδήποτε ο Μπάρμπα-Χαράλαμπος, δεν απουσίαζε από κανένα Δευτεριάτικο παζάρι. Δεν ξέρω να κατάφερνε να πουλάει σκονάκια. Η φωνή του όμως και το «Πάρτε, παιδιά, φιδοβότανο», αντηχούσε σε κάθε γωνιά του παζαριού.

Μια μέρα μάθαμε ότι ο Μπάρμπα— Χαράλαμπος πέθανε…

—Πέθανε;;… τον καημένο… Από τι;…

—Τον… δάγκασε ένα φαρμακερό φίδι…

***

Άλλος τύπος στο παζάρι, ήταν ο Νερουλάς.

Στην κάψα τού καλοκαιριού, τριγύριζε όλο το παζάρι, με μια στάμνα νερό στο ένα του χέρι και μ’ ένα κουτί με λουκούμια της κακιάς ώρας στο άλλο και ξελαρυγγιαζόταν διαλαλώντας με την παλιά Τρικαλινή προφορά.

—Λικούμ κι κρύου νιρό… Λικούμ κι κρύου νιρό…

***

Στριφογύριζε στα παζάρια, ένας λιγδιασμένος Σαμαρινιώτης, με ένα μακρύ καλάμι, στην κορφή τού οποίου ήταν κολλημένος ένας κοκκινωπός ζαχαρένιος πολτός και φώναζε.

—Μέντα μαστίχι… Μέντα μαστίχι..

Τα μικρά παιδιά και κανένας λιχούδης παζαριώτης, έδιναν μια πεντάρα και ο πρωτότυπος αυτός, ζαχαροπλάστης, έπιανε και τραβούσε με τα λερωμένα του χέρια, μια στενόμακρη λωρίδα από το μαστιχένιο κατασκεύασμά του, που ματσουλούσε και πιπίλιζε στο στόμα του για κάμποση ώρα ο πελάτης του.

***

Πλανόδιοι ζαχαροπλάστες, κυκλοφορούσαν πολλοί στα Δευτεριάτικα παζάρια και πουλούσαν διάφορα παράξενα γλυκά, που σήμερα υποπτεύομαι πως εξέλιπαν. Όπως, επί παραδείγματι, τα… «κουκουτσέλια», καραμέλες δηλαδή σε μορφή κόκορα, κολλημένες επάνω σ’ ένα καλαμάκι, που τες έγλυφαν τα παιδάκια. Επίσης τα… «ροσόλια», που ήταν σιρόπι μέσα σε ζάχαρη —συνήθως κοκκινοβαμμένη — που είχε το σχήμα ρολογιού ή πουλιού ή κούκλας. Επίσης τα «Ζαχαρένια μήλα», που έτρωγες και μπογιατίζονταν για πολύ ώρα τα χείλη σου από τα κακής ποιότητος χρώματα τής ζαχαροπλαστικής, τα «κουρκέτα» και διάφορα άλλα.

***

Τα καλοκαίρια, εμφανιζόταν στα παζάρια και ένας πάγκος, που είχε επάνω ένα τενεκεδένιο ψηλό εργαλείο, με ένα κουβά στην κορυφή του. Το νερό του κουβά, περνούσε σ’ ένα σωλήνα και έβγαινε στο κάτω μέρος με κάποια δύναμη, η οποία έβαζε σε κίνηση μια τενεκεδένια φτερωτή και την έκανε να στριφογυρίζει. Η φτερωτή είχε σε κάθε φτερό της δεμένες αλυσιδίτσες με μερικές μαρτζέλλες (ψευτοφλουριά), που περιστρεφόμενες, κτυπούσαν κάτι ποτήρια που ήταν αραδιασμένα γύρω-γύρω στη βάση του εργαλείου και δημιουργούσαν ένα μόνιμο ρυθμικό κρότο, που προκαλούσε την προσοχή των παζαριωτών, που στέκονταν και χάζευαν.

Ο χειριστής του εργαλείου αυτού, πωλούσε στον αγαθό κοσμάκη μέσα σε ειδικά μπουκαλάκια, ένα κόκκινο «σερμπέτι», που δεν ήταν τίποτα άλλο από… νερό, ζάχαρη και κόκκινο χρώμα…

***

Ένας άλλος, παρουσίαζε ένα τραπεζάκι, επάνω στο οποίο, ήταν καρφωμένο ένα εμπροσθογεμές όπλο γκρας, σεσιπό, μονόκαννο) στην κάννη του οποίου, αντί για φυσίγγι, έβαζε ένα σουβλάκι, από κείνα που χρησιμοποιούν οι παπουτσήδες, μπαλωματήδες κλπ.

Απέναντι στην κάννη του όπλου, ήταν τοποθετημένος ένας ξύλινος δίσκος, στον οποίον ο ιδιοκτήτης έδινε μια στροφή… Ο δίσκος, είχε γύρω — γύρω γραμμένους αριθμούς, από το ένα έως το εκατό (1—100)

Φώναζε δε διαρκώς, με ιδιάζουσα προφορά.

—Μι μια πιντάρα… Μι μια πιντάρα… Όθι καρφουθή η κατσιαπρόκους… Οθι καρφουθή η κατσιαπρόκους…

Δηλαδή ο πελάτης, έδινε μια πεντάρα κι’ ο επιχειρηματίας έδινε μια στροφή στον δίσκο, ενώ ο πελάτης τραβούσε την σκανδάλη του όπλου και το σουβλάκι (ο.. κατσαπρόκος) εκτοξευόταν και καρφωνόταν κάπου στον δίσκο, επάνω σε κάποιον αριθμό π.χ. στο 14.

Ο πελάτης λοιπόν, με την πεντάρα που έδινε, τη σκοποβολή που έκανε και το παιχνίδι που έπαιζε, έπαιρνε από τα λερωμένα χέρια του επιχειρηματία… 14 άθλιες καραμελίτσες… Οι περισσότεροι πελάται έπαιρναν 5—15 τέτοιες καραμελίτσες, άλλα και μερικοί μεγαλύτερη ποσότητα.

Και ο επιχειρηματίας συνέχιζε:

—Όθι καρφουθή η κατσιαπρόκους…

***

Δεν έλειπαν βέβαια από τα παζάρια αυτά και οι έμποροι του… «ποδαριού», π.χ. ο Εβραίος που πουλούσε «ράμματα, ραμματούλια», ο καστανάς, ο σαλεπιτζής, οι πανοραματζήδες, τα… «ποντικάκια που βγάζουν τα χαρτάκια», ο Γκέκας που πουλούσε «μποζά» και ο πλανόδιος οργανοπαίκτης, που ήταν φορτωμένος με ένα σύστημα διαφόρων μουσικών οργάνων και τα έπαιζε όλα μαζί, άλλο με το κεφάλι, άλλο με το στόμα, άλλο με τους αγκώνες, άλλο με τα χέρια, και άλλο με τα πόδια…

Συχνά, επάνω σ’ ένα αμάξι, ο κομπογιαννίτης οδοντογιατρός, έβγαζε τα δόντια του κοσμάκη με μια… μαγική ράβδο…

Είχε κατασταλάξει μια φορά στα Τρίκαλα και ένας Ιταλός με… «ποντικάκια που βγάζουν τα χαρτάκια» που γράφουν την… τύχη των πελατών και μ’ έναν παπαγάλο, που χρησιμοποιούσε για την ίδια δουλειά.

Ο Ιταλός, δεν είχε καταφέρει να μάθει ακόμα, παρά λίγες Ελληνικές λέξεις και λίγη ελληνική… γραμματική.

Έμαθε ότι υπάρχουν στην Ελληνική γλώσσα τρία άρθρα, ο, η, το, ότι το πουλί λεγόταν «πτηνόν»… έμαθε τι εσήμαινε το «απέθανε» κλπ.

Μια μέρα, την ώρα της δουλειάς, δεν μάθαμε από τι, ψόφησε ο παπαγάλος, που ήταν μια περιουσία ολόκληρη για τον φουκαρά τον Ιταλό που τον έκλαιγε απαρηγόρητα —και με το δίκιο του— ο άνθρωπος…

Μέσα στα κλάματά του, έλεγε με τα λίγα Ελληνικά πού είχε μάθει:

  • Απέτανε .. πτηνόν… Απέτανε… πτηνόν…

Δεν μπορούσε όμως ο καημένος να ξεχωρίσει, τίνος γένους ήταν η λέξις «πτηνόν» και τι άρθρο έπρεπε να χρησιμοποιήσει… Συνέχιζε, λοιπόν:

— Απέτανε… πτηνόν… Απέτανε πτηνόν..

Και ρωτούσε:

— Ο… πτηνόν;… Η… πτηνόν;… Το… πτηνόν;…

 

ΣΗΜ.: Ο Αλεξ. Κ. Κουσκολέκας καταγόταν από τα Τρίκαλα, Συντ)χος Διευθυντής της Αγροτικής Τραπέζης. Διετέλεσε Διευθυντής πολλών επαρχιακών Υποκαταστημάτων της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και ιδρυτής του Υποκ)τος της Αγροτ. Τραπέζης Θεσ)κης, εις το οποίον και παρέσχε τις υπηρεσίας του ως Δ)ντής επί 23 έτη.

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης