Δήμος Τρικκαίων

Η κατάληψη των Τρικάλων από τους Γερμανούς το 1941

18 Απριλίου 2018

Τα Τρίκαλα καταλήφθηκαν από τους Γερμανούς στις 19 Απριλίου 1941. Ήταν Μ. Σάββατο. Δραματικές εκείνες οι μέρες, που πέρασαν οι Τρικαλινοί την Μεγάλη Εβδομάδα του 1941 από το απαίσιο βουητό των γερμανικών αεροπλάνων και το ανατριχιαστικό σφύριγμα, που έκαναν κατά το πέσιμό τους οι δεκάδες βόμβες, που έπεφταν συνέχεια, η μία μετά την άλλη, σκορπίζοντας τον όλεθρο και την καταστροφή στην ειρηνική, ξέγνοιαστη ως τότε και γεμάτη γραφικότητα πολιτεία μας.

Ήταν 14 Απριλίου 1941. Ξημέρωνε Μεγάλη Δευτέρα, όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Η σειρήνα του Φρουρίου σήμανε συναγερμό. Οι περισσότεροι Τρικαλινοί έμειναν στα κρεβάτια τους συνηθισμένοι να ακούνε τον συναγερμό χωρίς να καταφεύγουν στα καταφύγιά τους.

Ήταν μια συνήθεια, που είχαν αποκτήσει γιατί τα ιταλικά αεροπλάνα ούτε μια φορά δεν επέδραμαν κατά των Τρικάλων. Μάλιστα, όταν σήμαινε συναγερμός τη μέρα, οι Τρικαλινοί παρακολουθούσαν εντελώς αδιάφοροι κάτω από τα τσίγκινα υπόστεγα το πέρασμα των ιταλικών αεροπλάνων, πού είχαν πάντα για προορισμό τη Λάρισα ή άλλες πόλεις, ποτέ όμως τα Τρίκαλα. Πίστευαν ακόμα, πως η πυκνή βλάστηση, που περιέβαλε εκείνη την εποχή τα Τρίκαλα, τα προστάτευε ή καλύτερα τα έκανε αόρατα από τα παρατηρητήρια των ιταλικών αεροπλάνων.

Έτσι και εκείνο το πρωινό οι Τρικαλινοί με το άκουσμα της σειρήνας γύρισαν από το άλλο πλευρό για να συνεχίσουν τον ύπνο τους. Όταν όμως άρχισαν να σφυρίζουν οι βόμβες, να επακολουθούν οι εκκωφαντικές εκρήξεις και να σειέται κυριολεκτικά η Γή, τότε αντιλήφτηκαν την πραγματικότητα και τρομαγμένοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και έσπευσαν στα καταφύγια. Έως ότου ξημερώσει καλά είχαν γίνει και άλλες επιδρομές. Και ήταν για τους Τρικαλινούς η πρώτη πικρή γεύση του πολέμου…

ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ

Οι αεροπορικές επιδρομές των Γερμανών συνεχίστηκαν κατά διαστήματα ολάκερη τη μέρα. Και πύκνωσαν τις επόμενες μέρες. Ο Τρικαλινός ουρανός γέμιζε κάθε τόσο από πολυάριθμα γερμανικά αεροπλάνα, που σκόρπιζαν με τις βόμβες και τους πολυβολισμούς τον όλεθρο και την καταστροφή. Η καταστροφή της πόλης είχε ολοκληρωθεί. Το κέντρο της είχε μεταβληθεί σε ερείπια. Καταστράφηκαν η όμορφη παλιά ιστορική Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το κτίριο της εφημερίδας «Αναγέννησις», καταστήματα στην αγορά, το παλιό καφενείο «Βασιλικόν», στην θέση όπου σήμερα είναι το «Αχίλλειο», το διπλανό σ’ αυτό τότε ξενοδοχείο και πολλά σπίτια. Σε μια από τις επιδρομές οι Γερμανοί πιλότοι προσπάθησαν να βομβαρδίσουν το ρολόι του Φρουρίου, ευτυχώς χωρίς να το πετύχουν. Έπαθε όμως πολλές ζημιές από πολυβολισμούς.

Πολυάριθμοι ήταν οι νεκροί και οι τραυματίες. Άλλοι από τις δολοφονικές σφαίρες των πολυβόλων των αεροπλάνων, που θέριζαν κυριολεκτικά σε κάθε επιδρομή, άλλοι από τη βροχή των βλημάτων των βομβών, που έσκαγαν και άλλοι από τον πανικό. Υπήρξαν πολύ τραγικές περιπτώσεις, που από πολυμελείς οικογένειες επέζησαν μονάχα ένας ή δύο ή ακόμη δεν έμεινε κανένας. Τα θύματα μένανε ώρες και μέρες άταφα, από φόβο νέων επιδρομών, μα, και όταν δεν υπήρχε τέτοιος φόβος, θάβονταν χωρίς ιερέα, μέσα σε πρόχειρους ομαδικούς τάφους στους δρόμους, στις αυλές, στα κηπάκια των πλατειών. Μερικά θύματα μείνανε θαμμένα κάτω από τα ερείπια και ανακαλύφθηκαν αργότερα κατά την εκκαθάριση αυτών των ερειπίων. Πολλά χρόνια μετά είχαν βρεθεί σκελετοί αγνώστων συμπολιτών, πού είχαν σκοτωθεί σε εκείνους τους βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια εκσκαφής θεμελίων σπιτιών και δρόμων ακόμα.

Οι κάτοικοι της πόλεως πανικόβλητοι άρχισαν από τη Μεγάλη Δευτέρα να εγκαταλείπουν ομαδικά την πόλη όπως — όπως. Με τα ρούχα που φορούσαν κατέφευγαν για να σωθούν στα γύρω χωριά και άλλοι πιο μακριά στα Χάσια και στον Κόζιακα. Τη Μεγάλη Τρίτη 15 Απριλίου, η πόλη σχεδόν ερήμωσε. Οι αεροπορικές όμως επιδρομές συνεχίστηκαν ως τη Μεγάλη Παρασκευή 18 Απριλίου. Τα Τρίκαλα παρουσίαζαν ένα θέαμα φρικτό, κάτι που θύμιζε βιβλική καταστροφή. Παντού ερείπια και πτώματα. Οι δρόμοι γιομάτοι από λογιών — λογιών αντικείμενα. Σπίτια και μαγαζιά ανοιγμένα, εμπορεύματα και τρόφιμα διασκορπισμένα στους δρόμους και τα πεζοδρόμια. Και μέσα σε όλο αυτό το χαλασμό προστέθηκε και μια άλλη συμφορά, η λεηλασία, στην πιο άγρια μορφή της. Μερικοί ασυνείδητοι, κυρίως χωρικοί, άρχισαν να αρπάζουν ότι εύρισκαν. Τρόφιμα, εμπορεύματα, τόπια υφασμάτων, παπούτσια, έπιπλα, σκεύη, ρουχισμό, τα πάντα. Άλλοι παραβίαζαν σπίτια και μαγαζιά, που δεν είχαν πάθει τίποτα και άρπαζαν, ότι εύρισκαν μπροστά τους και τα κουβαλούσαν στα χωριά τους με κάρα και ζώα. Ήταν πραγματικά κοράκια μέσα σε εκείνο τον χαλασμό.

Πολλά θύματα από τους βομβαρδισμούς, είχε και μια στρατιωτική μονάδα Νεοζηλανδών, που στρατοπέδευε εκείνες τις μέρες, η μισή μέσα στην πόλη στις όχθες του Ληθαίου κοντά στο παλιό ηλεκτρικό εργοστάσιο Σταματόπουλου (στο δημοτικό πάρκινγκ), κάτω από τα θεόρατα πλατάνια, πού υπήρχαν, και η άλλη μισή προς το μέρος του Α’ Νεκροταφείου, στο κέντρο «Πράσινη Γωνιά».  Οι Γερμανοί πιλότοι την επεσήμαναν και κυριολεκτικά τη θέρισαν με τα πολυβόλα και τις βόμβες τους. Η μονάδα αυτή είχε εντολή να καθυστερήσει τους Γερμανούς να καταλάβουν αμέσως τα Τρίκαλα, έως ότου επιτευχθεί η σύμπτυξη των ελληνικών τμημάτων και του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος έξω από τη Λάρισα, σύμφωνα με το αμυντικό σχέδιο του Ελληνικού Στρατηγείου. Άνδρες κομάντος αυτής της μονάδας τη Μεγάλη Παρασκευή 18 Απριλίου ανατίναξαν με δυναμίτιδα την παλιά πέτρινη ιστορική γέφυρα της Μαρούγγενας, στη θέση της οποίας σήμερα είναι η πεζογέφυρα Κιτριλάκη, την παλιά επίσης γέφυρα Τρικκαίογλου, που όμως κόπηκε στη μέση κι’ έτσι επιδιορθώθηκε αργότερα, και επεχείρησαν να ανατινάξουν την κεντρική σιδερένια γέφυρα της πόλεως, ευτυχώς χωρίς αποτέλεσμα.

Οι Γερμανοί μπήκαν στα Τρίκαλα από την Καλαμπάκα το Μεγάλο Σάββατο 19 Απριλίου 1941, ακριβώς δεκατρείς μέρες μετά την εισβολή τους στη χώρα μας, που έγινε τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου. Στο ύψος του Α’ Νεκροταφείου έγινε η τυπική παράδοση της πόλης. Ο τότε Δήμαρχος αείμνηστος Θεοδόσιος Θεοδοσόπουλος με λίγους άλλους συμπολίτες τούς υποδέχτηκαν με μια ανθοδέσμη και λίγα λόγια στη Γερμανική, για να τούς κατευνάσουν και να μη προκαλέσουν ζημιές στην ανοχύρωτη πόλη. Οι Γερμανοί, μετά ολιγόωρη παραμονή, συνέχισαν την πορεία τους προς τη Λάρισα, επειγόμενοι για την κατάκτηση ολοκλήρου της Ελλάδος, σύμφωνα με τις εντολές του Χίτλερ.

Από εκείνη τη μέρα τα Τρίκαλα άρχισαν να στενάζουν — όπως άλλωστε και ολόκληρη η Ελλάδα — κάτω από τον βαρύ ζυγό της σκλαβιάς, με φόνους, εκτελέσεις, απαγχονισμούς, εκτοπίσεις, μπλόκα και με χίλιους δυο άλλους τρόπους εξευτελισμού της ανθρώπινης αξίας. Μικρό δείγμα των όσων δεινών τράβηξε η πόλη μας στην κατοχή ήταν και ο απαγχονισμός των 5 ΕΠΟΝιτών στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, το Πάσχα του 1944.