Δήμος Τρικκαίων

Η ληστεία του Τζατζιά

6 Οκτωβρίου 2022

Άγνωστες πτυχές μιας ιστορίας που έδωσε το όνομά της

στην γραφική τοποθεσία του χωρίου Περτουλίου

Το φθινόπωρο είχε μπει λίγο πρόωρο εκείνη τη χρονιά του 1929 στο γραφικό χωριό, το Περτούλι.

Βροχές, βροντές και αέρας δυνατός δονούσαν την ατμόσφαιρα, που ώθησαν πολλούς παραθεριστές να τελειώσουν λίγο απότομα τον παραθερισμό τους. Έτσι οι νοικοκυρές γρήγορα — γρήγορα ετοίμαζαν τις αποσκευές των, «τα ντέγκια» όπως τα ονόμαζαν, ενώ οι νοικοκυραίοι έσπευδαν να βρουν στο χωριό ή στα άλλα γειτονικά χωριά κυρατζήδες για να κατεβάσουν στην πόλη τις οικογένειες τους. Δεν ήταν δε μόνο αυτό. Από μέρες είχε πέσει στο χωριό μια βαριά ατμόσφαιρα φόβου και ανησυχίας. Κάτι σιγοψιθυρίσματα, κάτι ύποπτες κινήσεις, κάτι εμπιστευτικές συνομιλίες, έφεραν την πληροφορία ότι μια άγνωστη συμμορία περιτριγύριζε το χωριό με αντικειμενικό σκοπό να απαγάγει τα παιδιά του Αβέρωφ και να τα απελευθερώσει υστέρα από καταβολή γενναίων λύτρων.

Έτσι στις 9 Σεπτεμβρίου 1929, ημέρα Κυριακή, ένα μεγάλο καραβάνι από παραθεριστές ξεκίνησε από το Περτούλι, κατεβαίνοντας προς τα Τρίκαλα. Το καραβάνι αυτό περιελάμβανε την οικογένεια του Κώστα Σταματόπουλου, γαμπρού επί θυγατέρα του γερουσιαστή Σωτήρη Χατζηγάκη που αποτελούνταν από την κυρία Σταματόπουλου, τον μικρό γιό της Μελέτη και το υπηρεσιακό προσωπικό της, από την οικογένεια της Όλγας Αλέξ. Παπαϊωαννίδη με τα τρία μικρά τέκνα της Βασιλική ήδη σύζυγο Θάνου Γκαζέτα, Έφη ήδη σύζυγο Γεωργ. Γουγουλάκη, και τον ήδη γιατρό Γεώργιο Παπαϊωαννίδη, τις οικογένειες Μπαλιάκου, Ραφτάκου, Κοσμά, Κίφτσια και άλλους των οποίων τα ονόματα μου διαφεύγουν. Συνοδεύονταν δε το καραβάνι αυτό και από τον Διοικητή του Σταθμού Χωρ/κής Περτουλίου Υπενωμοτάρχη Καρμπέτσο. Μεταξύ των κατερχομένων από το Περτούλι προς Τύρνα (Ελάτη) βρίσκονταν και ο τότε Κοινοτικός γιατρός Κώστας Ζάχος που επέστρεφε στην έδρα του, στην Τύρνα, μετά από επίσκεψη των χωριών της περιφερείας του. Όταν λοιπόν το καραβάνι αυτό βρέθηκε στο σύνορο των χωρίων Περτουλίου και Τύρνας, έπεσε στην ενέδρα των ληστών της συμμορίας Τζατζιά. Η θέση αυτή δεν ήταν όπως είναι σήμερα που ανοίχτηκε ο δρόμος . Ήταν μια βαθύσκια χαράδρα με στενό οφιοειδή δρόμο που ανηφόριζε προς το σύνορο Περτουλίου – Τύρνας. για να φτάσει στο διάσελο που κατέρχεται προς Τύρνα.

Στη θέση αυτή ήταν κρυμμένος ένας ληστής που με το όπλο στο χέρι, και διέταζε τους κατερχομένους προς Τρίκαλα παραθεριστές να ξεπεζέψουν συγκεντρώνοντας τους λίγο πιο πέρα, ενώ στο διάσελο έτερος ληστής φύλαγε καραούλι. Όταν πια τελείωσε η συγκέντρωση των αιχμαλώτων άρχισε να γίνεται ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Οι ληστές φαίνεται ότι κάποιον ή κάποιους ζητούσαν που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν ήταν άλλοι από τα παιδιά του μεγαλοκτηματία Αβέρωφ, τον Μιχάλη και τον Βαγγέλη, τον μετέπειτα υπουργό. Και φαίνεται ότι ο στόχος τους ήταν αυτός, γιατί ακούστηκε να λένε μεταξύ τους.

—Αποτύχαμε στην επιχείρηση.

Επιχείρηση την οποία είχαν σχεδιάσει καλά από πριν και την οποία είχε οργανώσει, όπως έλεγαν, ένας ξένος κτηνοτρόφος που σαν μισθωτής έβοσκε τα ποίμνιά του κατά το καλοκαίρι εκείνο στους βοσκοτόπους Χουτιάνα στο κτήμα ιδιοκτησίας Αβέρωφ.

Και δεν είναι απίθανο αυτό, διότι το κτήμα του Αβέρωφ βρίσκεται πολύ κοντά του τόπου της ληστείας & ντόπιος Περτουλιώτης ή κοντοχωριανός δεν ήταν δυνατό να οδηγήσει τους ξένους ληστές σε τόπο άγνωστο γι αυτούς. Πρέπει να ήταν κάποιος ξένος που τους φύλαγε από πριν. Και η Χουτιάνα προσφέρονταν σαν κρυψώνας, γιατί η περιφέρεια της αποτελείται από μια βαθειά χούνη με πυκνή βλάστηση ελάτης άγριων δένδρων και καρυδιών που αποτελούν υπόλειμμα εγκαταλειφθέντος υπό των κατοίκων συνοικισμού που κατεστράφη διά πυρπολήσεως υπό των αρβανιτών. Γι’ αυτό και ονομάστηκε «Φωτιάνα» και κατά παραφθορά Χουτιάνα.

Τους Αβερωφαίους λοιπόν ήθελαν να αιχμαλωτίσουν οι ληστές για να πάρουν τα παχυλά λύτρα της αιχμαλωσίας των, γι’ αυτό και ακούστηκαν να λέγουν μεταξύ τους ότι απέτυχαν στην επιχείρηση. Και η αποτυχία της επιχειρήσεως αυτής οφείλονταν σε λόγους καθαρώς συμπτωματικούς και εμπνεύσεως της τελευταίας στιγμής. Γιατί ενώ η οικογένεια Αβέρωφ είχε αποφασίσει να κατέβει στα Τρίκαλα την ίδια ημέρα που έγινε η ληστεία, την τελευταία στιγμή η Αβερωφίνα μετάνιωσε —ποιος ξέρει από ποια διαίσθηση— και διέταξε τους κυρατζήδες να ξεφορτώσουν τα πράγματα της οικογένειας.

Έτσι τα παιδιά του Αβέρωφ γλύτωσαν από βεβαία αιχμαλωσία και οι ληστές όταν πια είδαν ότι, από τους αιχμαλώτους δεν ήταν κανένας ζουμερός οικονομικά, στράφηκαν προς τον νεαρό Ραφτάκο, τον οποίο εξέλαβαν για γόνο της πλούσιας κτηνοτροφικής οικογένειας της Λαρίσης Ράπτη. Φαίνεται ότι είχαν κάποιο προηγούμενο με την οικογένεια αυτή, ξεχώρισαν λοιπόν τον Ραφτάκο από τους άλλους κρατουμένους όταν από τους συγκεντρωμένους ακούστηκε μια φωνή:

-Κρατάτε τα φτωχαδάκια και αφήνετε τους εργοστασιάρχες, τους Τραπεζίτες, τους κτηματίες.

-Και ποιοι είναι αυτοί; Ρώτησε κάποιος εκ των ληστών.

-Ο Σταματόπουλος, η Παπαγιαννίδαινα, ο Μπαλιάκος του απάντησε. Και με μιας ξεχώρισαν οι ληστές τον μικρό γιο του Σταματόπουλου -τον Μελέτη— εγγονό του γερουσιαστή Χατζηγάκη τον μικρό γιό της Παπαγιαννίδαινας —τον Γιώργο- και τον Αθανάσιο Μπαλιάκο, μαζί δε με τον Ραφτάκο τους τοποθέτησαν λίγο μακρύτερα από τους άλλους.

Εκείνη τη στιγμή ξεπετάχτηκε ο Χατζηγάκης, πλησίασε έναν από τους ληστές που φαίνονταν σαν αρχηγός και αφού του είπε μερικά πράγματα για τον εγγονό του ότι δήθεν σεληνιάζεται και ότι εξ αιτίας της αρρώστιας του αυτής θα εμποδίσει τους ληστές στις μετακινήσεις τους κατόρθωσε να τους πείσει να αφήσουν τον εγγονό του, και αντ’ αυτού να κρατήσουν τον ίδιο ως εγγύηση αποστολής των λύτρων εκ μέρους του Σταματόπουλου. Έτσι ο γέρο Χατζηγάκης έπαιξε καλά το παιγνίδι του και κατόρθωσε να γλυτώσει τον εγγονό του.

Ταυτόχρονα μεταξύ Παπαγιαννίδαινας και ληστών διαδραματίζονταν μια άκρως συγκινητική σκηνή. Η νερά χήρα κλαίουσα εκλιπαρούσε τους ληστές να μην πάρουν το παιδί της και ήταν πρόθυμη να τους δώσει για λύτρα διακόσιες χιλιάδες δραχμές.

—Και ποιος θα μας εγγυηθεί γι’ αυτό, ρώτησε ένας από τους ληστές

—Εγώ ακούστηκε η φωνή του γιατρού Κώστα Ζάχου. θα μείνω εγώ σαν εγγύηση, συνέχισε ο Ζάχος, αντί του μικρού, μέχρις ότου έλθουν τα χρήματα.

Και έτσι έμειναν πλέον σαν όμηροι ο Χατζηγάκης ο γιατρός ο Ζάχος, ο Μπαλιάκος και ο Ραφτάκος.

****

Η είδηση της ληστείας σε βάρος του γερουσιαστή Χατζηγάκη η οποία έγινε λίγο μετά την ληστεία του γερουσιαστή Μυλωνά και του πολιτευτή Μελά των Ιωαννίνων συντάραξαν όχι μόνο την Κυβέρνηση άλλα και το πανελλήνιο. Έκτος των σοβαρών πολιτικών επιπτώσεων -που είχε σε βάρος της Κυβερνήσεως Βενιζέλου, πράγμα που έδωσε λαβή στην αντιπολίτευση να κατηγορήσει τούτην με σφοδρότητα, οι συνθήκες διαπράξεώς της και τα πρόσωπα τα οποία διαδραμάτισαν κατ’ αυτήν ένα ρόλο, συγκίνησαν την Ελληνική άλλα και παγκόσμια κοινή γνώμη. Διότι ο γερουσιαστής Χατζηγάκης δεν ήταν ένα κοινό πρόσωπο, άλλα προσωπικότητα μεγάλη ολκής & ηθικής ακτινοβολίας, με γνωριμίες και με πολιτική δράση ουχί την τυχούσα. Πολιτευόμενος από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας (1882) και εκλεγόμενος συνεχώς —πλην μερικών ελάχιστων περιπτώσεων— είχε δημιουργήσει μία φήμη τιμίου και ανιδιοτελούς πολιτικού εκτιμωμένου απ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Ο Μεγάλος πολιτικός, Ελευθέριος Βενιζέλος, κάποτε που γεννήθηκε θέμα αναθέσεως του υπουργείου Εσωτερικών στον Χατζηγάκη ακούστηκε να λέει:

—Μάλιστα! Αυτός κάνει! Πολιτεύεται επί τριάντα χρόνια και δεν ακούστηκε εις βάρος του ουδέν το παραμικρό. Τον αποκαλούσαν Πατριάρχη των πατέρων διότι ήταν ο πολιτικός που είχε τα περισσότερα συντάξιμα χρόνια, αλλά και «Τσάρος» των Τρικάλων.

Φυσικό λοιπόν ήταν η αιχμαλωσία να συγκινήσει πολύ κόσμο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, η συμπεριφορά του δε να ζητήσει να κρατηθεί αυτός αντί του εγγονού του Σταματόπουλου του έδωσε περισσότερη αίγλη. Παρ’ όλα αυτά μερικές εφημερίδες κάνοντας πολιτική εναντίον του Βενιζέλου επιτέθηκαν προσωπικά και εναντίον του Χατζηγάκη. Ιδιαιτέρως δριμεία υπήρξε η επίθεση της εφημερίδας «Πατρίς» η οποία σε άρθρο στις 17 Σεπτεμβρίου 1929, δημοσιευσάσης & την φωτογραφία του γερουσιαστή, έγραψε και τα εξής: «Χαίρε ώ Τσάρε πάσης Τρικαλιώτιδος χώρας. Επέπρωτο Κυρ Σωτήρι σεις ο Τσάρος των Τρικάλων, εις τα γηρατειά σας να πέσετε εις χείρας των υπηκόων σας ληστών, τους όποιους το Κράτος επί τρεις και πλέον δεκαετηρίδας ηνέχθη κλπ, κλπ.».

Άλλες όμως εφημερίδες με πολλή συμπάθεια είδαν την περιπέτεια του γερουσιαστή. Ιδιαίτερα ο χρονογράφος του «Έθνους» Θεόδωρος Βελιανίτης, ο οποίος χρημάτισε αργότερα και βουλευτής Παξών με ιδιαίτερη συμπάθεια και συγκίνηση ανεμνήσθη του φίλου του γερουσιαστή που τον είχε φιλοξενήσει στο Περτούλι. Αλλά και ο πρύτανης των τότε χρονογράφων, ο γνωστός Σπύρος Μελάς, υπογράφων με το ψευδώνυμο «Φορτούνιο», εις χρονογράφημά του στο «Ελεύθερο Βήμα» έγραψε συμπαθητικά για τον αιχμάλωτο γερουσιαστή.

Στο ίδιο χρονογράφημα υπάρχει και μια αιχμή κατά του υπενωμοτάρχη που συνόδευε το καραβάνι, αλλά στο τέλος τον δικαιολογεί, διότι μόνος του δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Παρ’ όλα αυτά δεν παραλείπει να σχολιάσει τα ειρωνικά σχόλια του Τζατζιά για τον συλληφθέντα υπενωμοτάρχη.

Άλλος χρονογράφος δεν παρέλειψε να σχολιάσει την τραγική μοίρα του γερουσιαστή, που ενώ κέρδιζε συνεχώς τις εκλογές, σε κάθε εκλογή έχανε και από ένα αρσενικό παιδί. Και μάλιστα από την ίδια αρρώστια. Την διφθερίτιδα που μάστιζε τότε τα νήπια.

Έτσι με ανάμικτα αισθήματα που ήταν περισσότερο αισθήματα συμπαθείας, οι ληστές μετά την επιλογή των αιχμαλώτων απέλυσαν τους άλλους κρατουμένους και οδήγησαν τους κρατουμένους στο δάσος Βαθύ του Περτουλίου όπου και ανέμεναν τα λύτρα.

Από το δάσος Βαθύ οι ληστές είχαν εξαπολύσει το τελεσίγραφό των που αρχικά περιείχε όρους ανεκπλήρωτους. Γιατί κανέναc από τους αιχμαλώτους, δεν είχε τα μεγάλα ποσά που ζητούσαν οι ληστές. Και η μεν Παπαγιαννίδαινα εκπληρώνοντας την υπόσχεση της έστειλε στους ληστές τις διακόσιες χιλιάδες που είχε υποσχεθεί για την απελευθέρωση του γιατρού Ζάχου. Και στάλθηκε αυτό το ποσό με μύριες προφυλάξεις και κόλπα. Γιατί εν τω μεταξύ αποσπάσματα της χωροφυλακής χτένιζαν την περιοχή και είχαν δημιουργήσει κλοιό.

Αλλά ένας καλός φίλος —ο Βαγγέλης Πατίλας— Τυρνιώτης την καταγωγή που διέμενε στη θέση «Βλάχα» Τύρνας και που βρίσκεται κοντά στη θέση «Βαθύ» που κρύβονταν οι ληστές, σοφίσθηκε το εξής κόλπο. Κατέβηκε στα Τρίκαλα με την γυναίκα του και ένα παιδάκι του με πρόφαση ότι είχε δήθεν αρρωστήσει το παιδάκι του αυτό και σαν ο γιατρός ο Ζάχος είχε συλληφθεί από τους ληστές και δεν είχε γιατρό να το εξετάσει το κατέβασε στα Τρίκαλα προς τον σκοπό αυτό.

Στα Τρίκαλα ήρθε σε άμεση επαφή με τον αδελφό της Παπαγιαννίδαινας τον Μήτσο Χατζηγάκη, ο οποίος του παρέδωσε τις διακόσιες χιλιάδες δραχμές για να τις δώσει στον Τζατζιά. Και πράγματι ο καλός αυτός φίλος έσπευσε αμέσως και παρέδωσε το ποσό αυτό στον Τζατζιά και από εκείνη τη στιγμή ο Ζάχος είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων.

Και ενώ η θέση του Ζάχου είχε τακτοποιηθεί, η ζωή των άλλων αιχμαλώτων βρίσκονταν σε κίνδυνο. Γιατί οι συγγενείς του Χατζηγάκη δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν το ποσό που ζητούσε ο Τζατζιάς για την απελευθέρωση του γερουσιαστή και που στο κάτω — κάτω της γραφής δεν οφείλονταν απ’ αυτόν αλλά από τον γαμπρό του Σταματόπουλο για την απελευθέρωση του γιου του οποίου είχε προσφερθεί να παραμείνει ο γέρο Σωτήρης. Εις μάτην τα ανίψια του γερουσιαστή, ο αλησμόνητος Κίτσιος Χατζηγάκης και ο έτερος ανιψιός του και διάδοχος στην πολιτική Μήτσος Χατζηγάκης έψαχναν να βρουν χρήματα για την απελευθέρωση του θείου των, ενώ κατά μίαν εκδοχή ο γαμβρός του Σταματόπουλος, ουδέν επεδείκνυε ενδιαφέρον.

Είχαν συγκεντρώσει περί τις 250.000 δραχμές και υπολείπονταν άλλες 150.000 δραχμές ελπίζοντας με το -ποσό των 400.000 δρχ. να πετύχουν την απελευθέρωση του θείου των. Αλλά και 150.000 δρχ. δεν βρισκόντουσαν, πράγμα που σχολιάστηκε δυσμενέστατα από τον Αθηναϊκό τύπο εις βάρος του Σταματόπουλου τον οποίο έφερναν ως πλουσιότατο, ενώ όπως αποδείχτηκε εκ των ύστερων ναι μεν είχε με τα αδέλφια του τις επιχειρήσεις του ηλεκτροφωτισμού των Τρικάλων και Καρδίτσης καθώς & το εργοστάσιο του Βόλου, πλην οι επιχειρήσεις αυτές ήταν καταχρεωμένες.

Αυτά όμως δεν τα ήξεραν οι δημοσιογράφοι οι οποίοι παρασυρόμενοι και από ένα πνεύμα αντισταματοπουλικό που επικρατούσε τότε στην πόλη μας, γιατί θεωρούσαν τους Σταματοπουλαίους ως εκμεταλλευτές της πόλεως με την υψηλή τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος ξέσπασαν σε άρθρα πολύ δυσφημιστικά του Σταματόπουλου. Έτσι η εφημερίδα «Ημερήσιος Τύπος» της 19—9—1929 έγραψε άρθρον ο τίτλος του οποίου ήταν «Τζατζάς και Σταματόπουλος», & στο οποίο ο αρθογράφος παρουσίαζε ούτε λίγο ούτε πολύ τον γαμβρό του Σωτήρη χειρότερο από τον Τζατζά. Τούτο όμως ήταν μια αδικία. Γιατί όπως είπα παραπάνω ο Σταματόπουλος εκείνη την εποχή ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση.

***

Και ενώ οι ληστές είχαν εισπράξει τις διακόσιες χιλιάδες της Παπαγιαννίδαινας και ανέμεναν την αποστολή των λύτρων για την απελευθέρωση του γέρο—Σωτήρη, που πάσχοντας από προστάτη με το γνωστό αποτέλεσμα της δυσουρίας, δεν ήταν εύκολο να μετακινηθεί, οι συγγενείς των αιχμαλώτων αγωνιούσαν στα Τρίκαλα. Αγωνιούσαν, έκτος των άλλων, αλλά και διότι εκείνες τις ημέρες έπεσε δυνατό κρύο με ραγδαίες βροχές. Και με τις ανησυχίες αυτές εκλιπαρούσαν τις καταδιωκτικές αρχές να λαστιχάρουν τον κλοιό, για να μπορέσουν να έλθουν σε κάποια επαφή με τους ληστές. Και την αγωνία των συγγενών την διερμήνευαν οι συντάκτες των Αθηναϊκών εφημερίδων, που είχαν καταφθάσει στα Τρίκαλα, ενώ δεν έπαυαν να επαινούν την μέχρι αυτοθυσίας ηρωική πράξη του γιατρού Ζάχου που δέχθηκε να παραμείνει αιχμάλωτος αντί των τέκνων της Παπαγιαννίδαινας. Ήταν μια πράξη άφθαστου μεγαλείου και ηρωισμού του γιατρού αυτού, που υπαγορεύτηκε από ένα χαρακτήρα αγνό και ρωμαλέο, σφυροκοπημένο μέσα σε αγνές παραδόσεις καθήκοντος και φιλίας.

Γιατί ο Ζάχος δεν έδειξε μόνο ηρωισμό και αυταπάρνηση, αλλά και ένα παλιό δεσμό φιλίας μεταξύ της οικογένειας του και της οικογένειας του πατρός της Παπαγιαννίδαινας, που τον εμψύχωσε μέχρι του σημείου να κάνει την χειρονομία αυτή. Και η χειρονομία του έσωσε όχι μόνον τα μικρά ορφανά της φιλικής του οικογένειας αλλά και τους λοιπούς αιχμαλώτους που χάριν στους ελιγμούς των κατόρθωσαν να γλυτώσουν, χωρίς την καταβολή λύτρων και με μόνον την δεκαήμερη περιπέτεια των. Γιατί ο Τζατζάς εκτιμώντας κι’ εκείνος την συμπεριφορά του Ζάχου, που τον νοσήλευσε μάλιστα κατά το διάστημα αυτό από κωλικό του νεφρού και έχοντας στα χέρια του τα πρώτα λύτρα των διακοσίων χιλιάδων δραχμών είχε αφήσει τον Ζάχο να κινείται ελευθέρως μεταξύ της θέσεως «Βλάχα» και «Βαθύ» για να έρχεται σε επικοινωνία με τους διαφόρους διαπραγματευτές των λύτρων που στέλνονταν από τα Τρίκαλα.

Και οι διαπραγματεύσεις αυτές έπαιρναν μάκρος διότι οι συγγενείς του γερουσιαστή, που είχαν συγκεντρώσει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες δρχ. πάσχιζαν να συγκεντρώσουν και άλλες εκατόν πεντήκοντα χιλιάδες. Κι’ αυτό υπήρξε σωτήριο για τους αιχμαλώτους, και το εκμεταλλεύτηκε αριστοτεχνικά ο γιατρός. Γιατί ο κλοιός μέρα με τη μέρα γίνονταν πιο σφικτός και οι ληστές κινδύνευαν να πιαστούν στην φάκα.

Έτσι την δεκάτη ημέρα από την αιχμαλωσία, ο Ζάχος βλέποντας το αδιέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει το θέμα των λύτρων σοφίστηκε να παραστήσει στον Τζατζά τον κίνδυνο που διέτρεχε και του συνέστησε αφήνοντας τους αιχμαλώτους ελεύθερους, μα και τον Χατζηγάκη δεν μπορούσαν να τον μετακινήσουν εύκολα, να τραπεί από δίοδο προς διεύθυνση που δεν φυλάγονταν από τα αποσπάσματα. Και πράγματι ο Τζατζάς εισακούοντας τις συστάσεις του Ζάχου άφησε ελεύθερους τους αιχμαλώτους και φεύγοντας προς την περιφέρεια Περλιάγκο κατόρθωσε να διαφύγει από τον κλοιό.

Το απόγευμα της ιδίας ημέρας οι αιχμάλωτοι έφθασαν στην πόλη μας, κουρασμένοι ταλαιπωρημένοι και αξύριστοι με έκδηλο τον τρόμο στα πρόσωπά τους, ενώ φωτογράφοι, δημοσιογράφοι και λαός έσπευσαν να συμμετάσχουν στην υποδοχή. Το πρόσωπο όμως της ημέρας ήταν ο γιατρός Ζάχος που όλος ο κόσμος έσπευδε να τον γνωρίσει και να του σφίξη εγκάρδια το χέρι. Για πολύ καιρό η ληστεία Περτουλίου ήταν το θέμα της ημέρας που έσβησε σιγά-σιγά γιατί στο τόπο μας παρουσιάσθηκαν αργότερα άλλα θέματα, πιο επίκαιρα.

Στην Κυβέρνηση όμως και στους αρμοδίους παράγοντες το θέμα παρέμεινε καυτό. Γιατί στα μάτια των ντόπιων & των ξένων παρέμενε η εντύπωση ότι η χώρα μας ληστοκρατείται. Γι’ αυτό και ελήφθησαν ριζικά μέτρα και σε λίγους μήνες το αίσχος αυτό που λέγονταν ληστοκρατία εξαφανίστηκε. Τα απομεινάρια αυτά της παλαιάς ηρωικής εποχής, —η συμμορία Τζατζά μαζί με τη συμμορία Μπαμπάνη εξοντώθηκαν με την σύλληψη ή θανάτωση των ληστών. Σ’ αυτό βέβαια συνέτεινε και η πάταξη της ληστοτροφίας, που ήταν επακόλουθο που κι’ αυτοί με την σειρά τους για να προστατεύσουν το βιός των, φύλαγαν τους ληστές. Και από τότε η χώρα μας απαλλάχθηκε από το καρκίνωμα αυτό που την εξέθετε στα μάτια του κόσμου.

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης