Δήμος Τρικκαίων

Η προδοτική κίνηση για ίδρυση Βλάχικου κράτους

20 Μαΐου 2021
Κατά τον πρώτο καιρό της Κατοχής

Η προδοτική κίνηση για ίδρυση Βλάχικου κράτους

Ο τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης Διαμάντης και η τρομοκρατική δράση των Λεγεωνάριων στην Θεσσαλία. — Οι αντιδράσεις κι ένα τολμηρό άρθρο του Λ. Κλειδωνόπουλου στο «Θάρρος».

Του Θεολόγη Τριανταφύλλου, Δημοσιογράφου

 

Τον πρώτο καιρό της Γερμανοϊταλικής κατοχής —αρχές του 1942— η Θεσσαλία δοκιμάστηκε σκληρά από την τρομοκρατική δράση των Λεγεωνάριων που αποτελούσαν τη «Λεγεώνα των Βλάχων» του Αλκιβιάδη Διαμάντη, ενός τυχοδιώκτη που επιδίωκε να ιδρύσει το αυτόνομο κράτος της Πίνδου.

Αλλά ποιος ήταν αυτός ο Αλκιβιάδης Διαμάντης; Καταγόταν από την Σαμαρίνα. Όταν τέλειωσε το γυμνάσιο πήγε στη Ρουμανία κι εκεί συνδέθηκε με τη «ρουμανομακεδονική» προπαγάνδα. Το 1916 επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα. Ήταν η εποχή που οι Ιταλοί εκμεταλλευόμενοι τον διχασμό των Ελλήνων κατέλαβαν τα Γιάννενα κι επεκτάθηκαν ως την Σαμαρίνα και την περιοχή των Γρεβενών. Τον Ιούνιο του 1917 ο Διαμάντης, σ’ επίσημη τελετή στη Σαμαρίνα και μπροστά στους Ιταλούς, ανακήρυξε το «Πριγκιπάτο της Πίνδου» και ο ίδιος αυτοανακηρύχτηκε «Πρίγκιπας». Είχε καθορίσει και τη σημαία που έφερε τα ιταλικά χρώματα και είχε σαν έμβλημα την λύκαινα με τα δύο λυκόπουλα. Πρώτη του «διαταγή» ήταν η απαγόρευση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας και υποχρέωσε τους μεν ιερείς να ιερουργούν στα βλάχικα, τους δε δασκάλους να διδάσκουν στα ρουμανικά! Δημιουργεί και δικό του στρατό που τον αποτελούσαν ένοπλοι ρουμανίζοντες. Όμως οι Ιταλοί έφυγαν τον ίδιο χρόνο (1917) από την Ελλάδα και μαζί με αυτούς και ο Διαμάντης με τους συνεργάτες του. Δικάστηκε τότε ερήμην από την ελληνική δικαιοσύνη σε θάνατο για προδοσία. Κατέφυγε στους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας όπου για ένα διάστημα διατηρούσε ένα μπαρ που ουσιαστικά ήταν κέντρο κατασκοπείας. Εξαιτίας των μεγάλων απατών που έκαμε, εκδιώχτηκε και κατέφυγε στη Ρώμη όπου έγινε μέλος του Φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι. Το 1927 αμνηστεύθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση και ξαναγύρισε στην Ελλάδα σαν αντιπρόσωπος ξυλείας και πετρελαίου της Ρουμανίας. Με την ιδιότητά του αυτή ο Διαμάντης απόκτησε πολλά χρήματα και βρήκε ευκαιρία για να επιδοθεί στην προπαγάνδα υπέρ της ίδρυσης του κράτους του. Στις παραμονές του πολέμου του 1940 κατέφυγε στα Τίρανα που κατείχαν οι Ιταλοί. Για τις υπηρεσίες που πρόσφερε σε βάρος της Ελλάδας, οι Ιταλοί του απένειμαν το παράσημο του Ταξιάρχη του Ιταλικού Στέμματος με τιμητική διάκριση που επέβαλε σ’ αυτούς να τον προσφωνούν «Κομαντατόρε» —κάτι σαν αντιστράτηγο όπως έλεγε ο ίδιος— και να του αποδίδουν στρατιωτικές τιμές.

Οι Ιταλοί έβλεπαν με καλό μάτι την ίδρυση του «Αυτόνομου Κράτους της Πίνδου». Και την επιδίωξαν για δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος γιατί με την ίδρυσή του θα εξασφάλιζαν την κατοχή της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας (το κράτος αυτό θ’ άρχιζε από τα σύνορα της Αλβανίας και της Γιουγκοσλαβίας και θα κατέληγε στο Δομοκό) με λίγες στρατιωτικές δυνάμεις και ο δεύτερος λόγος γιατί μετά τον πόλεμο θα τους διευκόλυνε ν’ απλώσουν την κυριαρχία τους από την Αλβανία και την Πίνδο στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Για τους λόγους αυτούς οι Ιταλοί πρόσφεραν από την αρχή στον Διαμάντη και τους συνεργάτες του κάθε δυνατή υλική και ηθική υποστήριξη για την πραγμάτωση των προδοτικών σχεδίων του. Και ήταν αυτή η ιταλική βοήθεια φανερή.

Έχοντας λοιπόν την υποστήριξη των Ιταλών ο Διαμάντης έβαλε ξανά σ’ εφαρμογή τα σχέδιά του. Έτσι, όταν τα ιταλικά στρατεύματα μπήκαν στην Ελλάδα σαν καταχτητές τον Μάιο του 1941, έφεραν μαζί τους και τον Διαμάντη, ο οποίος επιβαίνοντας μιας πολυτελούς κούρσας έφθασε στα Γρεβενά.

Από κει άρχισε την κίνησή του για την ίδρυση του «Αυτόνομου Κράτους της Πίνδου». Ίδρυσε γραφείο προπαγάνδας και πραγματοποίησε πολλές συσκέψεις με «ρουμανίζοντες» που προσπάθησε να τους προσηλυτίσει. Τον Ιούνιο ίδρυσε στη Σαμαρίνα, στα Γιάννενα και στο Μέτσοβο «Κοινότητες Κουτσόβλαχων» και τον Αύγουστο ίδρυσε στα Γρεβενά την «Ένωση Ρουμανικών Κοινοτήτων» και στα γραφεία της ανάρτησε την γνωστή σημαία του με έμβλημα την λύκαινα με τα δύο λυκόπουλα.

Στη συνέχεια κινήθηκε πιο επίσημα στέλνοντας τον Σεπτέμβριο ένα μακροσκελές υπόμνημα στον κατοχικό πρωθυπουργό Γ. Τσολάκογλου, με το οποίο ζητούσε την συνεργασία του για την ίδρυση του κράτους, χωρίς αυτό να φέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα, αντίθετα δε προκάλεσε την αντίδραση του Τσολάκογλου όπως θα δούμε παρακάτω.

Η Θεσσαλία διαλέχτηκε από τον Διαμαντή σαν η πιο κατάλληλη περιοχή για να εντείνει και να εδραιώσει την προδοτική του κίνηση. Και τούτο, γιατί σ’ αυτή υπάρχουν πολυάριθμοι Βλάχοι και ολόκληρα βλαχόφωνα χωριά, ιδιαίτερα στην επαρχία Καλαμπάκας. Το καλοκαίρι του 1941 ο Διαμάντης εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Λάρισα και άρχισε να δημιουργεί ένα δικό του στρατό, την διαβόητη «Λεγεώνα των Βλάχων». Πρόεδρος αυτής ήταν ένας άλλος τυχοδιώκτης, ο Νικ. Ματούσης δικηγόρος από την Λάρισα, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ και πολύ γνωστός στους Τρικαλινούς γιατί προπολεμικά έζησε στην πόλη μας. Διοικητής της Λεγεώνας ήταν ένας πρώην ληστοτρόφος, πλούσιος και ισχυρός, ο Βασίλης Ραπουτίκας. Οι Λεγεωνάριοι, όπως λέγονταν οι αποτελούντες την «Λεγεώνα των Βλάχων», ήταν πολύ λίγοι. Ζήτημα σ’ όλη τη Θεσσαλία να έφταναν τους τριακόσιους. Από αυτούς λίγοι ήταν Βλάχοι, κι αυτοί κατσικοκλέφτες, παλιοί ληστές, εγκληματίες και αλήτες, άνθρωποι του σκηνιού και του παλουκιού που λένε, καθάρματα και σαδιστές. Όλοι τους φορούσαν σκουροπράσινη σαν την ιταλική στολή, μπότες και δίκοχο που πάνω είχε για σήμα την κόκκινη φλόγα. Έφεραν ιταλικά όπλα και από τη μέση τους κρεμόταν ο βούρδουλας. Κρατούσαν γκλίτσες και είχανε αγριωπή όψη με τσιγκελωτό, οι περισσότεροι, μουστάκι. Τους έβλεπες και σ’ έπιανε φόβος και τρόμος.

Η δράση των Λεγεωνάριων στη Θεσσαλία άρχισε τις πρώτες μέρες του 1942 με αλλεπάλληλες επιδρομές στα χωριά δήθεν για ανεύρεση κρυμμένων όπλων, στην πραγματικότητα όμως για να κάνουν πλιάτσικο. Στη διάρκεια των επιδρομών αυτών επιδίδονταν σε άγρια τρομοκρατία των κατοίκων της υπαίθρου ιδιαίτερα δε των Βλάχων που αρνούνταν να προσχωρήσουν στην αυτονομιστική κίνηση.

Την άγρια αυτή τρομοκρατία γνώρισε περισσότερο η περιοχή μας και ειδικότερα τα χωριά της Καλαμπάκας. Είχανε συσταθεί μικρές ομάδες Λεγεωνάριων, οι οποίοι συνολικά δεν ξεπερνούσαν τους εξήντα σ’ όλο τον νομό. Κάθε επιδρομή τους συνοδευότανε από ξυλοδαρμούς με βούρδουλα, βασανιστήρια, συλλήψεις και αρπαγές. Ένας λεγεωνάριος με τη συμμορία του, ο διαβόητος Βαζούρας από το χωριό Παναγία (Κουτσούφλιανη) υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής.

Η υποστήριξη των Λεγεωνάριων από τις ιταλικές αρχές κατοχής ήταν όχι μόνο ολοφάνερη, αλλά κι εξοργιστική. Ιταλοί καραμπινιέροι συνόδευαν τις ομάδες των Λεγεωνάριων στις συχνές ληστρικές επιδρομές στα χωριά για δήθεν ανεύρεση όπλων και παρακολουθούσαν χωρίς να επεμβαίνουν τις βιαιοπραγίες που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια τους. Η αγριότητα αυτών των ληστών δεν περιγράφεται. Ο προσφιλέστερος τρόπος βασανισμού ήταν το κρέμασμα ανθρώπων ανάποδα από τα δέντρα και άγριο χτύπημα με βούρδουλα, γκλίτσες και ρόπαλα μέχρις αναισθησίας. Μ’ αυτό τον τρόπο μαρτύρησαν πολυάριθμοι Βλάχοι και μη στα χωριά της Καλαμπάκας κι αρκετοί πέθαναν.

Εκτός από τις ληστρικές επιδρομές κάνανε και άλλες παρανομίες. Μάζευαν ετσιθελικά το γάλα από τους κτηνοτρόφους και κόβανε από τα μεγάλα δάση της Πίνδου, ιδιαίτερα του Μαλακασίου και της Κρανιάς, χιλιάδες δέντρα, ακόμη και μικρά, χωρίς προσήμανση και άδεια από το Δασαρχείο.

Ο Διαμάντης επισκέφθηκε πολλές φορές τα Τρίκαλα, όσο διάστημα διήρκεσε η παντοδυναμία του στη Θεσσαλία. Ερχότανε με την κούρσα του, μια πολυτελέστατη της εποχής εκείνης Φορντ και κατέλυε στο ξενοδοχείο «Αθήναι» του Πρασουλίδη, πάνω από τον παλιό κινηματογράφο «Ρεξ» που τότε ήταν το κέντρο «Αρζεντίνα». Όσο διάστημα έμενε, το ξενοδοχείο αυτό φρουρούνταν άγρυπνα από ένοπλους Λεγεωνάριους και απαγορευόταν να μείνουν σ’ αυτό άλλοι ένοικοι. Το μετέτρεπε σε στρατηγείο του. Εκεί έτρωγε, κοιμόταν και δεχόταν τους εδώ λιγοστούς συνεργάτες και φίλους του.

Κάθε φορά που ερχότανε στα Τρίκαλα ο τοπικός Τύπος υποχρεωνόταν από την ιταλική λογοκρισία να δημοσιεύει εκτενή κείμενα για την άφιξη, την «ενθουσιώδη υποδοχή» που του επιφύλασσαν και τις συνεργασίες που είχε με τις ιταλικές Αρχές κατοχής του τόπου. Και ακόμη να τον αποκαλούν «Αυτού Εξοχότητα Αρχηγό των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής».

Να μια είδηση για την άφιξη του Διαμάντη στην πόλη μας που την βρήκα δημοσιευμένη στην τοπική εφημερίδα «Αναγέννησις», στο φύλλο της 17ης Απριλίου 1942:

«ΑΦΙΞΙΣ ΑΡΧΗΓΟΥ. Αφίκετο χθες το απόγευμα εις την πόλιν μας η Α.Ε. ο Αρχηγός των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής κ. Αλκιβιάδης Διαμάντης γενόμενος ενθουσιωδώς δεκτός από τους φίλους του. Τον κ. Διαμάντην συνοδεύει εις την ανά την Θεσσαλίαν περιοδείαν του ο συμπολίτης μας κ. Στέφ. Κώτσιος, τέως Νομάρχης. Η Α.Ε. ο Αρχηγός των Βλάχων Θα επισκεφθεί σήμερον τας ιταλικός αρχάς ακολούθως δε θα δεχθή εις το ξενοδοχείον «Αθήναι» τους φίλους του τους οποίους θα παρουσιάση ο ιδιαίτερός του Γραμματεύς κ. Κώστας Νικολάου».

Όπως βλέπουμε, ο Διαμαντής χρησιμοποιούσε την ιδιότητα του «αρχηγού των Βλάχων» και κάθε φορά που ερχόταν δεν παρέλειπε να επισκεφθεί τους Ιταλούς πάτρωνές του.

Η αντίδραση κατά της ίδρυσης του «Κράτους των Βλάχων» προήλθε από την πρώτη στιγμή που εκδηλώθηκε η κίνηση από τους ίδιους τους Βλάχους, οι οποίοι αρνήθηκαν να προσχωρήσουν σ’ αυτή και να επανδρώσουν την Λεγεώνα. Τήρησαν μιαν αξιοθαύμαστη πατριωτική και υπερήφανη στάση. «Είμαστε γνήσιοι Έλληνες και δεν γινόμαστε προδότες» ήταν η απάντησή τους. Το ηθικό τους δεν κάμφθηκε παρά την άγρια τρομοκρατία που εξαπολύθηκε εναντίον τους από τους Λεγεωνάριους και τα φρικτά βασανιστήρια και τις πολλές διώξεις που υπέστησαν. Ούτε ξεγελάστηκαν από τις δελεαστικές προτάσεις που τους έγιναν από τον ίδιο το Διαμάντη να τους χρίσει «υπουργούς» και «στρατηγούς» του νέου του κράτους.

Εξάλλου είχανε συσταθεί και δύο αντιαυτονομιστικές οργανώσεις, η μία από το ΕΑΜ Θεσσαλίας με την ονομασία « Ένωσις Ελλήνων Κουτσοβλάχων» στην Λάρισα και η άλλη από τους Ευάγ. Αβέρωφ και Νικ. Ράπτη (βλάχικης καταγωγής) με την ονομασία «Φιλική Εταιρεία» επίσης στην Λάρισα. Και οι δύο αυτές οργανώσεις ανάπτυξαν πλούσια δράση και συνέβαλαν πολύ στο να αποτύχει πλήρως το σχέδιο των Ιταλών και του Διαμάντη για την ίδρυση του «Κράτους των Βλάχων». Η πρώτη με τη συστηματική διαφώτιση που έκανε βοηθημένη πολύ και από το ΕΑΜ σ’ όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά της Θεσσαλίας καθώς και με την περίφημη διακήρυξή της, με την οποία καταγγέλλανε τα εγκλήματα των Λεγεωνάριων και καλούσε όλους τους Βλάχους να καταπολεμήσουν την προδοτική κίνηση. Και η δεύτερη, η «Φιλική Εταιρεία», με τα αλλεπάλληλα διαβήματα που έκανε προς την ελληνική κυβέρνηση και τις ιταλικές αρχές κατοχής της Λάρισας. Ακόμη με τη διαφώτιση που έκανε στους Βλάχους και άλλες ενέργειες από τις οποίες δυο ήταν οι κυριώτερες. Ένα σαμποτάζ στα Τρίκαλα, όπου πυρπολήθηκε μια αποθήκη με ιματισμό και τρόφιμα προοριζόμενα για τους Λεγεωνάριους και μια απόπειρα δολοφονίας κατά του Διαμάντη έξω από την Λάρισα. Όλα αυτά είχανε σαν αποτέλεσμα οι Ιταλοί να συλλάβουν και να εκτοπίσουν σε ιταλικό στρατόπεδο τους ηγέτες αυτής της οργάνωσης Αβέρωφ και Ράπτη.

Μια όμως αντίδραση που εκδηλώθηκε δημόσια και αποτέλεσε το πρώτο και γερό χτύπημα κατά της Λεγεώνας ήταν του δημοσιογράφου και διευθυντή της παλιάς εφημερίδας «Θεσσαλία» του Βόλου Τάκη Οικονομάκη, που στο φύλλο της 15ης Φεβρουάριου 1942 δημοσίευσε ένα φλογερό άρθρο που έμεινε στην ιστορία. Ήταν ενυπόγραφο με τον τίτλο «Η Ελλάδα μας». Με το άρθρο εκείνο ο Οικονομάκης στηλίτευε την προδοτική κίνηση του Διαμάντη.

«Κάποιος», έγραφε «που έχει όνομα αποτελούμενο από ελληνικές λέξεις εξεκίνησε την επιχείρησιν. Κατσικοκλέφτες, φυγόδικοι, μαυραγορίτες, πάσης φύσεως άτακτα στοιχεία συνεσπειρώθησαν ολόγυρά του, πλαισιούμενα και από μερικές ουτιδανότητες αι οποίαι στερούμεναι κάθε ηθικού βάρους ενόμισαν ότι εύρηκαν την περίστασιν δια να εμφανισθούν από απλοί δικηγόροι ή άλλοι επιχειρηματίαι, ως υπουργοί και πρωθυπουργοί του κατασκευάσματος που φαντάζεται ο αρχηγός της όλης κινήσεως ότι ημπορεί να δημιουργήση. Εις την ανίερον αυτήν προσπάθειαν αντιτίθεται το μεγαλειώδες φεγγοβόλημα που ονομάζεται Ελλάδα. Κλείνεται στην ψυχή κάθε Έλληνος αυτό και προπαντός στην ψυχή του Κουτσοβλάχου που αποτελεί ένα από τα ζωτικώτερα και ενθουσιωδέστερα στοιχεία της Ελληνικής Πατρίδος. Του κάκου οι ανόσιοι εκμεταλλευταί προσπαθούν να σβήσουν αυτό το φεγγοβόλημα.»

Το άρθρο αυτό θορύβησε τους Ιταλούς και πανικόβαλε τον Διαμάντη και τους συνεργάτες του, οι οποίοι μάλιστα προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να δολοφονήσουν τον θαρραλέο αυτό δημοσιογράφο. Αλλά ο Οικονομάκης δεν πτοήθηκε από αυτό και τρεις μέρες μετά, στις 18 και 19 Φεβρουάριου δημοσίευσε δύο ενυπόγραφα άρθρα με τίτλο «Τι είναι Κουτσόβλαχοι; Μια καθαρά ελληνική φυλή». Πιάστηκε από τους Ιταλούς, αλλά μετά την κατακραυγή που ξεσήκωσε η σύλληψή του αφέθηκε ελεύθερος. Μόνο η «Θεσσαλία» τιμωρήθηκε τότε με παύση πέντε ημερών.

Τον Οικονομάκη μιμήθηκε κι ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Λεωνίδας Κλειδωνόπουλος, εκδότης και διευθυντής της παλιάς τρικαλινής εφημερίδας «Θάρρος», ο οποίος την Μεγάλη Πέμπτη 2 Απριλίου 1942 δημοσίευσε άρθρο με τον τίτλο «Προδότης και προδοσία» που αναφερότανε στην προδοσία του Ιούδα του Ισκαριώτη και καυτηρίαζε έμμεσα την προδοσία του Διαμάντη και των Λεγεωνάριών του. Ήταν ένα πολύ τολμηρό άρθρο αν σκεφτεί κανένας την μεγάλη τρομοκρατία που ασκούσαν την εποχή εκείνη οι συνεργάτες του Διαμάντη με την συμπαράσταση των Ιταλών καταχτητών στην πόλη και την περιοχή μας. Και θεωρείται ένα από τα καλύτερα άρθρα που έγραψε σ’ όλη την δημοσιογραφική του ζωή ο Λεωνίδας Κλειδωνόπουλος.

Όπως θυμάται ο συμπολίτης δημοσιογράφος —αείμνηστος σήμερα— Θεόδωρος Δημόπουλος που τότε ήταν αρχισυντάκτης του «Θάρρους», το άρθρο εκείνο δημοσιεύτηκε παρά τις πολλές αντιρρήσεις της ιταλικής λογοκρισίας, χάρις στην παρέμβαση του συμπολίτη Χρ. Τσαγκάδα, ενός πραγματικά φλογερού πατριώτη, που σαν διερμηνέας των Ιταλών έσωσε πολλούς συμπατριώτες του κατά την μαύρη εκείνη περίοδο.

Αλλ’ ας δούμε πώς έγραψε ο Κλειδωνόπουλος εκείνο το τόσο τολμηρό του άρθρο.

Στις 25 Μαρτίου 1942 είχε δημοσιευθεί στις εφημερίδες του Βόλου («Θεσσαλία» και «Ταχυδρόμος») η απάντηση (Μανιφέστο) του Διαμάντη και των συνεργατών του στ’ άρθρα του Οικονομάκη. Είχε σταλεί και στις δυο τότε τρικαλινές εφημερίδες, «Θάρρος» και «Αναγέννησις» για δημοσίευση από τον ίδιο τον Διαμάντη μέσω του εδώ γραφείου Τύπου των Ιταλών. Όμως τόσο ο Κλειδωνόπουλος όσο και ο τότε διευθυντής της «Αναγέννησης» Μίμης Νακόπουλος, καθυστερούσαν τη δημοσίευσή του, προφασιζόμενοι ότι είχανε άλλα πιο επείγοντα θέματα να δημοσιεύσουν, κυρίως επισιτιστικά, εν όψει των γιορτών του Πάσχα. Οι πιέσεις έγιναν πιο έντονες και τελικά αναγκάστηκαν να δεχθούν να δημοσιεύσουν το «Μανιφέστο» στο φύλλο της Μ. Πέμπτης.

Το πρωί της Μ. Τετάρτης κι ενώ το κείμενο του «Μανιφέστου» στοιχειοθετούνταν στο τυπογραφείο ο Κλειδωνόπουλος καθότανε στο γραφείο του και σκεφτότανε να βρει έναν τρόπο να γράψει κάτι με το οποίο να στιγματίζει την προδοσία των Λεγεωνάριων. Εκεί που σκεφτότανε η ματιά του έπεσε στο ημερολόγιο πάνω στο γραφείο του: «Μεγάλη Πέμπτη αύριο» είπε. Κι αμέσως του ήρθε η ιδέα. Θα έγραφε ένα άρθρο για την προδοσία του Ιούδα. Αμέσως σηκώθηκε και πήγε στο βιβλιοπωλείο της εφημερίδας που ήταν δίπλα στο γραφείο του και είπε στον αδελφό του Τάσο Κλειδωνόπουλο:

—Τάσο σκέφτομαι να γράψω ένα άρθρο για τους προδότες.

Ο αδελφός του τα ’χασε.

—Τι είναι αυτά που λες, του είπε. Αν γράψεις κάτι τέτοιο θα μας πιάσουν και θα κλείσουν την εφημερίδα.

—Λέω να το συνδυάσω, απάντησε αυτός, με το γεγονός της ημέρας. Με την προδοσία του Ιούδα.

—Καλύτερα να μην το γράψεις, τον συμβούλεψε ο αδελφός του, γιατί αυτά τα θηρία (εννοούσε τους Λεγεωνάριους) θα μας γδάρουν ζωντανούς!

Τα λόγια αυτά του αδελφού του προβλημάτισαν τον Κλειδωνόπουλο. Και σχεδόν είχε πάρει απόφαση να μην γράψει το άρθρο. Όμως μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός που τον έκανε να πάρει οριστικά την απόφαση να γράψει το άρθρο. Μου το αφηγήθηκε ο συμπολίτης συνταξιούχος Νομαρχιακός υπάλληλος Αθαν. Μηλιώτης.

Εκείνες τις μέρες είχε σταλεί στη Νομαρχία Τρικάλων μια εγκύκλιος του κατοχικού πρωθυπουργού Γ. Τσολάκογλου, με ημερομηνία 12 Μαρτίου 1942, με την οποία στιγματιζόταν η προδοτική κίνηση του Διαμάντη και ζητείτο από τους Νομάρχες και όλες τις κρατικές υπηρεσίες «να δεικνύωσι πυγμήν και σθεναρότητα ως προς την εφαρμογήν των νόμων, έναντι εκείνων, οίτινες, υπό την δήθεν εύνοιαν των αρχών κατοχής, προβαίνουσι εις παρανομίας». Αφορούσε φανερά τους Λεγεωνάριους. Πρώτος είδε την εγκύκλιο αυτή ο Μηλιώτης που ήταν τότε προϊστάμενος στο τμήμα αρχείου και πρωτοκόλλου της Νομαρχίας, ο οποίος πήγε αμέσως στον Κλειδωνόπουλο και του την έδειξε. Ήταν η στιγμή που ο Κλειδωνόπουλος προβληματιζόταν αν θα έγραφε ή όχι το άρθρο για τον Ιούδα. Μόλις είδε την εγκύκλιο είπε:

—Επιτέλους ξύπνησε ο Τσολάκογλου, έστω κι αργά. Ευκαιρία λοιπόν να γράψω κι εγώ άρθρο για τους προδότες.

Ο Μηλιώτης του είπε τότε ότι αυτή η εγκύκλιος η τόσο σημαντική πρέπει να τυπωθεί σε πολλά αντίτυπα και να διανεμηθεί για να γίνει γνωστή σ’ όλους και μάλιστα κρυφά από τον Νομάρχη που τότε ήταν ο Σάββας Χώτζης. γι’ αυτό δεν θα υπάρχει πίστωση για τα έξοδα του τυπώματος.

—Γι’ αυτό μην ανησυχείς, του είπε ο Κλειδωνόπουλος. Την τυπώνω δωρεάν αρκεί να μου βρεις χαρτί.

Χωρίς να χάσει καιρό ο Μηλιώτης πήγε κι ενημέρωσε σχετικά τον τότε Διευθυντή της Νομαρχίας Αναστ. Σωκρατίδη, ο οποίος δεν έφερε καμιά αντίρρηση, αντίθετα ενθουσιάστηκε με την ιδέα κι εξουσιοδότησε τον Μηλιώτη να χειριστεί το θέμα «εν λευκώ». Ό,τι χαρτί υπήρχε στη Νομαρχία στάλθηκε στο τυπογραφείο του «Θάρρους» και η εγκύκλιος του Τσολάκογλου τυπώθηκε και στάλθηκε από τη Νομαρχία, πάντα κρυφά από τον Νομάρχη Χώτζη, σ’ όλες τις υπηρεσίες, τις κοινότητες, τη Χωροφυλακή, τις οργανώσεις και τα σωματεία του νομού, που τότε περιελάμβανε και την περιοχή της Καρδίτσας.

Αλλ’ ας γυρίσουμε στο άρθρο του Κλειδωνόπουλου. Μόλις έφυγε ο Μηλιώτης ο Κλειδωνόπουλος, έχοντας πάρει θάρρος από την εγκύκλιο του Τσολάκογλου, κλείστηκε στο γραφείο του και άρχισε να γράφει το άρθρο του, ξεκινώντας από το πρώτο τροπάριο που ψέλνεται το βράδυ της Μ. Πέμπτης στην Ακολουθία των Παθών. Όταν το τέλειωσε το διόρθωσε σε μερικά σημεία και το έστειλε στην ιταλική λογοκρισία για έγκριση. Αυτή έφερε, όπως αναφέρεται παραπάνω, πολλές αντιρρήσεις αλλά με την παρέμβαση του διερμηνέα Χρ. Τσαγκάδα έδωσε τελικά την έγκρισή της. Έτσι το άρθρο δημο­σιεύτηκε την άλλη μέρα στο «Θάρρος».

Το κείμενο του ιστορικού εκείνου άρθρου του Λεωνίδα Κλειδωνόπουλου έχει ως εξής:

ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

« Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής φιλαργυρίαν νοσήσας εσκοτίζετο, και ανόμοις κριταίς σε τον δίκαιον κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον δια ταύτα αγχόνη χρησάμενον φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την Διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν…»

Ο επιγραμματισμός του τροπαρίου δίδει την εικόνα του απαισιωτέρου σημείου του Θείου Δράματος από του οποίου καλούμεθα ν’ αντλήσωμεν διδάγματα. Δια τον προδότην και την προδοσίαν. Την απαισιωτέραν των πράξεων του δράματος από της οποίας εξεπορεύθη και άνευ της οποίας δεν ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθή η σταύρωσις.

Αντί τριάκοντα αργυρίων επώλησε τον Διδάσκαλόν του ο δόλιος μαθητής παραδώσας αυτόν με φίλημα δόλιον.

Ο εσκοτισμένος νους του προδότου εκ της φιλοχρηματίας του έφθασε μέχρι του σημείου ώστε να παραδώση τον Κύριον και όταν ακόμη Εκείνος ευθύς μετά το νίψιμον των ποδών των μαθητών του προέβλεψε την προδοσίαν και υπέδειξε τον Ισκαριώτην δια του άρτου, όταν οι μαθηταί του διαπορούντες τον ηρώτησαν τις ο επιβουλευθείς Αυτόν.

Η αισχρά και άτιμος πράξις της προδοσίας κατεδικάσθη αείποτε και απολήγει συνήθως εις σκληράν μεταμέλειαν του διαπράττοντος αυτήν, όταν και ούτος αντιληφθή την οίαν επέφερε συμφοράν.

Ο Ιούδας μετημελήθη και αυτός όπως ο Εφιάλτης. Και μετά το αποτέλεσμα της ακατονομάστου πράξεώς του «απελθών απήγξατο» λέγει το Ευαγγέλιον. Το δε τίμημα της προδοσίας, τα τριάκοντα αργύρια, εχρησιμοποιήθησαν εις αγοράν του αγρού του Κεραμέως, δια να μένη εις τους αιώνας χαρακτηριστική η αξία της πράξεως του Ιούδα και είναι εις είδος αποτιμημένη η μηδαμινή αξία του.

Εκ της εξιστορήσεως της προδοσίας του Ιούδα, η οποία δια μακρών περιγράφεται εν πάση λεπτομερεία εις την ακολουθίαν των Παθών, το κοινωνικόν σύνολον αντλεί διδάγματα εκ του καυτηριασμού της επιβούλου πράξεως.

Και διαμορφώνει βέβαια το πλείστον της Κοινωνίας η σπουδαία αύτη διδασκαλία της εξιστορήσεως των Παθών, αλλ’ ατυχώς τα κοινωνικά καθάρματα και οι Ιούδαι δεν απολείπονται.

Εν παντί και πάντοτε εμφανίζονται δια να επαναλάβουν και διαπράξουν την αισχράν της προδοσίας πράξιν.

Πόσα δεν έχομεν ατυχώς καθημερινώς παραδείγματα και ποσάκις δεν παρακολουθούμεν μετά ψυχικής συντριβής την αθλίαν και κατάπτυστον πράξιν της προδοσίας εις άλας τας εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.

Οι προδόται συνήθως εμφανίζονται εις κρίσιμους στιγμάς κινδύνου είτε ανθρώπων μονομερώς είτε οργανωμένων κοινωνικών μαζών.

Και πλήττουν την στιγμήν της αδυναμίας των κινδυνευόντων εκ του ασφαλούς δια να ικανοποιήσουν κατά κανόνα το ταπεινόν αίσθημα της φιλοχρηματίας και του ευκολοπλουτισμού.

Οποία ταπεινότης αισθήματος και οία ηθική κατάπτωσις δια να καταλήξη ο άνθρωπος εις την διάπραξιν της προδοσίας!

Η πορωμένη ψυχή του προδότου παραμερίζει κάθε αίσθημα ανθρωπιμού, κατέρχεται εις το επίπεδον της κτηνωδίας και δρα δια να ικανοποιήση την φιλαυτίαν και το εγωιστικόν πάθος της φιλοχρηματίας.

Του προδότου η ψυχή εις ένα πιστεύει θεόν και ένα επιδιώκει σκοπόν. Τον Μαμμωνάν. Το χρήμα. Το ταπεινόν αργύριον, το οποίον εις την σημερινήν μάλιστα εποχήν δεν είναι καν αργύριον. Είναι απλούς χάρτης άνευ σχεδόν αξίας.

Του προδότου η ψυχή αγνοεί κάθε αίσθημα ευγνωμοσύνης, κάθε αίσθηση υποχρεώσεως. Και δια τούτο προδίδει τον Διδάσκαλον, προδίδει τον προστάτην του, προδίδει εκείνον, ο οποίος τον έθρεψε, τον ανέθρεψε, τον εγαλούχησε, του έδωκε κοινωνικήν θέσιν, του εξησφάλισε την ζωήν, του εδημιούργησε οικογένειαν.

Ο προδότης λησμονεί τα πάντα και τυφλωμένος ακολουθεί τον δρόμον της πορώσεως.

Και δια τούτο ο προδότης είναι πάντοτε μισητός, ακόμη και παρ ’ εκείνου υπέρ του οποίου εγένετο η προδοσία.

Και εκείνος έχει επίγνωσιν της ατίμου και καταπτύστου πράξεως του οργάνου του και τον περιφρονεί, ευθύς ως η προδοσία συντελεσθή. Το αγορασμένον υποκείμενον καταλείπεται εις την τύχην του, περιφρονούμενον υπό πάντων και προπηλακιζόμενον δάκτυλοδεικτούμενον και ελεεινολογούμενον.

Τα γνωρίζουν βεβαίως πάντα ταύτα και οι προδόται πριν ή γίνουν τοιούτοι. Η πορωμένη όμως και διεφθαρμένη ψυχή των, ανίκανος να συγκρατήση το αίσθημα της τιμής, φαντάζεται εαυτήν ικανήν να παραπλανήση τους άλλους και χωρεί προς την επαίσχυντον πράξιν της προδοσίας.

Από το εις τους ναούς επαναλαμβανόμενον τας ημέρας ταύτας Θειον δράμα ας ενωτισθώμεν πάντες τα περί Προδοσίας διδάγματα, ίνα μη εις πειρασμόν περιπέσωμεν και μολύνωμεν την υπόστασίν μας και ως πρόσωπα και ως κοινωνία παραδόσεων και ιστορικής αίγλης.»

Το «Θάρρος» της ημέρας εκείνης έγινε κυριολεκτικά ανάρπαστο. Δεν έμεινε Τρικαλινός που να μην διάβασε το άρθρο του Κλειδωνόπουλου. Όλοι μιλούσαν γι’ αυτό, γιατί όλοι είχανε αντιληφθεί το νόημά του. Ότι αναφερότανε έμμεσα στους Λεγεωνάριους.

Λίγες μέρες μετά ο Κλειδωνόπουλος κλήθηκε στο ιταλικό Πρεζίντιουμ (Διοίκηση) για να δώσει εξηγήσεις. Εκεί δέχτηκε δυο χαστούκια από τον Ιταλό αξιωματικό που τον ανέκρινε γιατί αρνήθηκε ν’ αποκαλύψει τον υπάλληλο που του έδωσε την εγκύκλιο του Τσολάκογλου.

Όπως ο ίδιος είπε αργότερα στον Μηλιώτη οι Ιταλοί επέμεναν να μάθουν τ’ όνομα του υπαλλήλου της Νομαρχίας, αλλά ο Κλειδωνόπουλος τους είπε ότι δεν το ήξερε για τον λόγο ότι το κείμενο το βρήκε στο γραφείο του που όπως του είπαν το έφερε κάποιος με εντολή της Νομαρχίας να το τυπώσει σε φυλλάδια. Αυτό ήταν που εξόργισε ένα της Καραμπιναρίας ο οποίος και του έδωσε τα χαστούκια.

Είχε διαπιστώσει όμως ότι οι απόψεις των Ιταλών διίσταντο. Άλλοι ήταν υπέρ του Διαμάντη και άλλοι εναντίον του. Και αυτός ήταν ο λόγος που δεν τον συνέλαβαν.

Στο ίδιο φύλλο του «Θάρρους» της Μ. Πέμπτης 2 Απριλίου 1942 είχε δημοσιευθεί και το περιβόητο «Μανιφέστο» των Λεγεωνάριων με τον τίτλο: «Οι Βλάχοι της Πίνδου Θεσσαλίας και Μακεδονίας – αρχαίος λατινικός λαός. Επιβεβλημένη απάντησις». Όμως κάτω από το κείμενο του «Μανιφέστου» ο Κλειδωνόπουλος είχε προσθέσει τη φράση «Αναδημοσίευσις κατ’ εντολήν». Σαν να έλεγε στους αναγνώστες του ότι το δημοσίευε χωρίς τη θέλησή του μ’ εντολή των Ιταλών και των συνεργατών των Λεγεωνάριων. Το «Μανιφέστο» προκάλεσε μεγάλη οργή και αγανάκτηση σ’ όλους, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που φέρονταν ότι το είχαν υπογράψει, ενώ είχαν αρνηθεί ή δεν είχαν καν ερωτηθεί. Ανάμεσά τους ήταν και ο δικηγόρος Δημ. Μπάρδας, ο οποίος την επομένη έστειλε στις τοπικές εφημερίδες δήλωση με την οποία διέψευδε ότι είχε υπογράψει το «Μανιφέστο», την οποία όμως οι Ιταλοί δεν επέτρεψαν να δημοσιευθεί. Τότε ο δημοσιογράφος Θεόδ. Δημόπουλος που εργαζότανε στο «Θάρρος» έστειλε την δήλωση του Μπάρδα στην εφημερίδα «Ευρώπη» που εκδιδόταν τότε στην Θεσσαλονίκη όπου και δημοσιεύτηκε.

Και τούτο γιατί η Θεσσαλονίκη ανήκε στην γερμανική ζώνη κατοχής και οι γερμανική λογοκρισία δεν είχε κανένα λόγο να μην επιτρέψει τη δημοσίευσή της.

Η κίνηση του Διαμάντη για την ίδρυση του «αυτόνομου βλάχικου κράτους» άρχισε πια να εκφυλίζεται, ύστερα από τις τόσες αντιδράσεις που προκλήθηκαν. Και οι ίδιοι οι Ιταλοί αντιλήφθηκαν το μάταιο της κίνησης αυτής και άρχισαν να εγκαταλείπουν τον πράκτορα τους τον Διαμάντη, όταν δε διαπίστωσαν πως αυτός ήταν διπλός πράκτορας —και των Ρουμάνων— έπαψαν να τον ενισχύουν. Αυτή ήταν και η χαριστική βολή.

Τον Ιούλιο του 1942 η προδοτική αυτή κίνηση πήρε τέλος. Στις 19 Ιουλίου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να καταφύγει στο Βουκουρέστι όπου πήγε με αεροπλάνο από την Θεσσαλονίκη. Λίγο αργότερα τον ακολούθησε ο υπαρχηγός του Νίκος Ματούσης που είχε ονειρευτεί να γίνει «πρωθυπουργός» του βλάχικου κράτους. Ο τρίτος ηγέτης και αρχηγός των Λεγεωνάριων, ο διαβόητος Ραπουτίκας που έμεινε, πιάστηκε αργότερα από εφεδροελασίτες της Λάρισας κι ενώ τον μετέφεραν στο χωριό Βερδικούσια τον σκότωσαν με ρόπαλα και γκλίτσες οι γυναίκες, όπως ακριβώς σκότωνε ο ίδιος τους άντρες τους τον καιρό της παντοδυναμίας του. Με τον θάνατό του διαλύθηκε και η Λεγεώνα σ’ όλη τη Θεσσαλία, αφού για ένα ολόκληρο εξάμηνο τρομοκράτησε, άρπαξε, βασάνισε και σκότωσε…

Οκτώβριος 1984

————————————————–

ΠΗΓΕΣ:

Ευάγ. Αβέρωφ: «Το Κουτσοβλαχικόν ζήτημα εν Ελλάδι». Αθήνα 1949.

Λάζ. Αρσενίου: «Η Θεσσαλία στην Αντίσταση», Τόμος Α’, Αθήνα 1966. Γεώργ. Τσολάκογλου: «Απομνημονεύματα». Έκδοση εφημ. «Ακρόπολις». Αθήνα, 1959.

Βάσου Καλογιάννη: Δημοσιεύματα για την κατοχή στην εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυκας» Λάρισας. Δεκέμβριος 1982 – Ιανουάριος 1983. Εφημερίδες «Αναγέννησις» και «Θάρρος» Τρικάλων, «Θεσσαλία» Βόλου, 1942.

Αφηγήσεις: Θεόδωρου Δημόπουλου, δημοσιογράφου, Τάσου Κλειδωνόπουλου και Αθανασίου Μηλιώτη.

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης