Δήμος Τρικκαίων

Καντάδες και κανταδόροι στα παλιά Τρίκαλα

5 Νοεμβρίου 2020

Παλιά τραγούδια – Καντάδες

Παλιοί τραγουδιστές – Κανταδόροι

Του Αποστόλη I. Πήχου

Κάνε τα μαλλιά σου κάνε, καν’ τα σκάλες ν’ ανεβώ να φιλήσω την ελιά σου και τον άσπρο σου λαιμό.

Μ’ αυτό το δίστιχο, ή άλλα, συντόνιζαν πρώτα τις φωνές τους κι άρχιζαν ύστερα να τραγουδούν τα ωραία παλιά τραγούδια του δρόμου-καντάδες, οι καλλίφωνοι τραγουδιστές-κανταδόροι της πόλης μας. Γυρνώντας στα σοκάκια της πόλης σκορπούσαν τους ήχους της μελωδικής φωνής τους, τραγουδώντας κάτω απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα των σπιτιών.

Ήταν τον καιρό, πριν το δεύτερο μεγάλο πόλεμο. Τότε που ο κόσμος ζούσε ήσυχα, ήρεμα, ανέμελα, χωρίς άγχος. Σίγουρος για το αύριο. Ήταν τότε που η λέξη Τρίκαλα γράφονταν με δύο κάπα — Τρίκκαλα — κι αυτό σύμφωνα με την εξήγηση που έδιναν στη λέξη οι γραμματιζούμενοι σοφολογιότατοι της εποχής Τρικαλινοί, γιατί τα Τρίκαλα είχαν τρία καλά. Που τα κατονόμαζαν κιόλα.

Μερικοί αμφισβητούσαν το ένα απ’ τα τρία και πρόσθεταν δικό τους άλλο, όπως καλούς τραγουδιστάδες, καλές καντάδες.

Γι’ αυτό έχουν να λένε πολλοί παλιοί και σήμερα ακόμα πως στα Τρίκαλα ήταν οι καλύτεροι τραγουδιστάδες του δρόμου – κανταδόροι κι ακούονταν οι καλύτερες φωνές και τα καλύτερα τραγούδια.

Αναφέρουμε εδώ μερικά από τα τραγούδια του δρόμου για να μη αποξεχαστούν, για να θυμίσουμε στους παλιούς, όσοι ζουν, τα παλιά και να μάθουν κι οι νέοι στην ηλικία τα παλιά Ελληνικά τραγούδια.

Στα συρτάρια της μνήμης των παλιών καλλίφωνων τραγουδιστών Κώστα Ευσταθίου, Στέλιου Τσαγκάδα και του γράφοντος, βρίσκονται ακόμα γραμμένα τα ονόματα πολλών καλών τραγουδιστάδων της εποχής εκείνης. Είναι όσοι ζουν σήμερα και ήταν όσοι δεν υπάρχουν οι: Κώστας Ευσταθίου, Στέλιος Τσαγκάδας, Νίκος Πανανός, Κώστας Κουτσονάσιος, Ευριπίδης Μαλατράς, Χρήστος Κατσάκης, Αριστείδης Σουφλάκης, Χρήστος Καψιμάλης, Σωτήρης Γκούλιας, Βαγγέλης Χαϊδεμένος, Λουκάς Χαϊδεμένος, Νίκος Χρυσικός, Μηνάς Κόντος, Γιώργος Χριστοδούλου, Νίκος Διαμαντής, Γιώργος Κουνάβας, Κώστας Καβράκος, Αποστολής Αποστόλου, Άπ. Μακρυγιάννης, Σωκ. Κωστανός, Ζιάγκας, Μαϊμανάκος, Μαλλιώρας, Σωτ. Παππας, Λίτσας Γιώργος, Απ. Γιοντζής.

Ήταν κι άλλοι τραγουδιστές όπως ο Τάσος Καλμποκίνης, Λεων. Μπεκόπουλος, Γιώργος Μάντζαρης, Κώστας Τσιμπίκος, Αλέκος Πιτυρίγκας, Ν. Χαλκιάς κ.λπ.

Αυτοί όμως είχαν και όργανα, φλάουτο, βιολί, κιθάρα, μαντολίνο και δεν ασχολούνταν με τα τραγούδια του δρόμου τόσο, όσο με τις χορωδίες, που είναι άλλο θέμα.

Οι χώροι, τόποι όπου τραγουδούσαν οι κανταδόροι ήταν πολλοί: στο δρόμο που φέρνει σήμερα το όνομα Κονδύλη, Γιωργατζά, Άγιο Αθανάσιο, Προφήτη Ηλία, Συνοικίες Άγιος Αθανάσιος μέχρι Στρατώνες, από ταβέρνα Κύρνα μέχρι μποστάνια Δραγουτσέων, Βαρούσι, Αγία Φανερωμένη και γενικά σ’ όλες τις συνοικίες, εκτός από τα Κουτσομύλια, όπου επικρατούσε ειδικό καθεστώς.

Εκεί τραγουδούσαν μόνο οι Κουτσομυλιώτες, όπως μας είπαν, κι απαγορεύονταν στους άλλους νεαρούς να κάνουν καντάδα.

Οι παραπάνω τραγουδιστές, μαζί με άλλους, που δεν είναι μπορετό να τους θυμηθεί κανείς όλους, αποτελούσαν μικρές ή μεγαλύτερες παρέες — κομπανίες— και τριγύριζαν στις γειτονιές, ιδιαίτερα μόλις σουρούπωνε, τραγουδώντας τις περίφημες καντάδες, με τραγούδια που φανέρωναν τη χαρά, τον έρωτα, τη λύπη. Πολλές φορές τραγουδούσαν έτσι για να τραγουδούν. Φορές-φορές όμως το τραγούδι απευθυνόταν σε κάποια ομορφούλα της γειτονιάς. Ήταν τέτοιες οι συνθήκες της ζωής τότε που ο νέος ήταν αδύνατο να πλησιάσει την κόρη που αγάπαγε για να της εκφράσει τον έρωτά του. Και το μοναδικό μέσο γι’ αυτό ήταν το τραγούδι που της τραγουδούσε με τη βοήθεια των φίλων του.

Αλλά τέτοια μυστικότητα κρατούσαν, που οι άλλοι τραγουδιστές δεν ήξεραν σε ποιάν στη γειτονιά απευθυνόταν το τραγούδι. Και δεν ήταν σπάνιο που μερικές φορές δυό και τρεις της παρέας τραγουδούσαν για το ίδιο κορίτσι, χωρίς να ξέρει όμως ο ένας τον καημό του άλλου.

Μεταφέρουμε εδώ λίγα από τα πολλά τραγούδια που τραγουδιόνταν τότε συχνά ανάλογα με την πρόθεση των τραγουδιστών. Ανάλογα με τον καημό που ήθελε να εκφράσει:

Ο άτολμος λοιπόν τραγουδιστής τραγουδούσε το:

Μεσ’ στης νύχτας το σκοτάδι

λόγια ερωτικά

στο παράθυρό σου

ήρθα να σου πω, γλυκά

της αγάπης το μυστήριο

μέσ’ στη σιγαλιά

Σε προσμένω να προβάλεις,

ώ γλυκιά μορφή,

την ψυχή μου να γεμίσεις

με χαρά κρυφή

του θεού η ματιά μονάχα

κοίτα μας θωρεί-μας θωρεί.

Ο απογοητευμένος ερωτευμένος, όταν τον έπιανε η μαύρη απελπισία, τραγουδούσε το:

Κάλλιο να πέθαινα μικρός

Θα’ μουν τώρα λειωμένος

Θα’ μουν μια χούφτα κόκκαλα

παρά ερωτευμένος.

Πεθαίνω εξ αιτίας σου

στον Άδη κατεβαίνω.

Στο φοβερό κριτήριο

εκεί σε περιμένω.

Μα η σκληρή γόησσα ανέμελα γελούσε πίσω απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα.

Στην καρδιοκλέφτρα παιγνιδιάρα τραγουδούσαν το:

Της θάλασσας το κύμα μοιάζεις

κι εγώ κομμάτι αμμουδιάς,

χάδια, φιλιά μου χαρίζεις

και φεύγεις κακιά μακριά

και φεύγεις κακιά μακριά

 

Κλάψε, φτωχή μου καρδιά,

κλάψε να βρεις γιατρειά

ντροπή δεν είναι στον άντρα

να κλαίει γι’ αγάπη παλιά

να κλαίει γι’ αγάπη παλιά.

 

Ήθελα να σε ξεχάσω

μα στην καρδιά μου πονώ

τα χείλη μου κι αν γελάσουν

βαθιά μου πάντα θρηνώ

βαθιά μου πάντα θρηνώ.

Κλάψε, φτωχή μου καρδιά,

κλάψε να βρεις γιατρειά

Ντροπή στον άντρα δεν είναι

να κλαίει γι’ αγάπη παλιά

 

Για την άπιστη τραγουδούσαν:

Αν εμένα δεν πιστεύεις

τα λουλούδια μαρτυρούν.

Βάλτα σε μεγάλο όρκο

Την αλήθεια να σου πουν.

Με πρόδωσες, θα προδοθείς και συ.

Με πίκρανες, σκληρά θα μετανιώσεις.

Θυμήσου άσπλαχνη τον έρωτά μας

τους γλυκείς πόνους μας

και τους καημούς

όταν μ’ αγκάλιαζες και με φιλούσες

όταν μ’ ανέβαζες στους ουρανούς.

 

Στις πολλές διαδρομές των τραγουδιστάδων δημιουργούνταν κάπου-κάπου και μικροεπεισόδια. Κάποτε μερικοί κανταδόροι που τραγουδούσαν συχνά πήγαν κι εκείνη τη βραδιά στο μποστάνι του Αποστόλη Δραγούτσου. Θες όμως που ο μακαρίτης τώρα Αποστόλης δεν ήταν στα κέφια του, θες που φοβόταν για τα θηλυκά του σπιτιού του, μαζεύει σφυρίζοντας τα μαντρόσκυλα που φύλαγαν το κτήμα του κι ακολουθώντας τα, τα προτρέπει με φωνές ενάντια στους τραγουδιστές. Εκείνα όμως γαυγίζοντας πλησίασαν τους κανταδόρους κι αφού τους μύρισαν σταμάτησαν και γύρισαν προς τη φωλιά τους.

Είχαν γνωρίσει τους κανταδόρους από τις άλλες φορές που τραγουδούσαν εκεί και δεν χύμηξαν να τους πειράξουν. Κι ο Δραγούτσος γύρισε πίσω στο σπίτι του βρίζοντας τα σκυλιά ενώ οι κανταδόροι γελούσαν.

Άλλη μια φορά είχαν φτάσει στη συνοικία Τρικκαίογλου τραγουδώντας, για τα κάλλη μιανής μοναχοκόρης. Βγαίνει ο πατέρας να τους διώξει, μα πάνω στην κουβέντα πιάνεται με τον Κώστα Κουτσονάσιο κι’ έφαγε μερικές. Για να μη φάει πιο πολλές γύρισε φρόνιμα στο σπίτι του. Και δεν ξαναενόχλησε τραγουδιστές.

Οι τραγουδιστές ήταν και πολύ ευαίσθητοι. Πολλές φορές στιχουργούσαν και μελοποιούσαν τραγούδια για κείνους που φεύγαν για τον άλλο κόσμο. Τέτοια τραγούδια κατασκεύαζαν κι’ οι συγγενείς τους.

Ένα από αυτά είναι κι εκείνο που στιχουργήθηκε από τον Τάκη Τασόπουλο για τον Αλέκο, το γιό μιανής γνωστής τότε γυναίκας που ήξερε λένε κι έκανε και χαλούσε μάγια, ενώ στην πραγματικότητα σκορπούσε την ελπίδα σε κορίτσια, χήρες, παντρεμένες και νεαρούς απογοητευμένους.

Το παιδί ήταν φυματικό. Και τους φυματικούς τους έστελναν στο Μέτσοβο για θεραπεία.

Νάτο λοιπόν το τραγούδι:

Εσείς πουλιά του Μέτσοβου,

Πουλιά τα’ Ασπροποτάμου,

Σας κάνω μια παράκληση

για το μοναχογιό μου

Τώρα πού θάρθει η άνοιξη

Κι’ αρχίσει η μουσική σας

να πάτε στον Αλέκο μου

μ’ όλη την προσοχή σας.

Να πάτε το τραγούδι σας

που βγαίνει απ’ την καρδιά μου

Είναι μεγάλο βογγητό

απ’ τα σπλάχνα της καρδιάς μου.

Δεν έχω άλλο μου παιδί

πουλιά μου να σας στείλω.

Αυτό ήταν η παρηγοριά

το φώς μου κι η ζωή μου.

 

Ένα άλλο είναι και το παρακάτω που έγινε για το Δέρβο που πέθανε άρρωστος στο Μέτσοβο:

Πικρό σκουλήκι δάγκασε του λουλουδιού τη ρίζα

και μαραμένα πέσανε τα δροσερά του φύλλα.

Ήρθε η ώρα δώδεκα και πλέον δε θα ζήσω

θέλω τούς φίλους μου να δω και να τούς χαιρετίσω.

Μη κλαίτε φίλοι μου γιατί τα μάτια σας χαλάτε

εγώ βαριά κοιμήθηκα πλέον δεν με ξυπνάτε.

Τί με κοπάζετε γιατροί: πλέον δεν έχω αίμα.

Τα μάτια μου σάς χαιρετούν με πόνο τα καημένα.

Μερικοί τραγουδιστές άσχετα με την ηλικία τους ήταν και μερακλήδες στο πιοτό. Πήγαιναν πριν και μετά το τραγούδι και τα κοπανούσαν στις γνωστές τότε ταβέρνες Μαύρο Γάτο, Ντορέ, Δ. Μίγκα, Ντούλα Παύλη, Γιάννη Παύλη, Δ. Βραχώρα, Λέκκα, Καρακώστα, Στεργίου, Ψημμένου, Μιγδάνη, κι ανάλογα με την επίδραση που είχε το πιοτό όταν ήταν νύχτα τραγουδούσαν το:

Γιατί, φεγγάρι μου, γιατί

πήγες άλλου και φέγγεις

και μ’ άφησες στα σκοτεινά

σαν το φτωχό διαβάτη;

Εσύ πού χρύσωνες τη γη

και μάγευες το κύμα

γιατί μου ρίχνεις φώς χλωμό

σα να φωτάς ένα νεκρό

πού κείτεται στο μνήμα.

Ή πιο κάτω, όταν η βραδιά ήταν φεγγαρόλουστη:

Ω, Αργυρά πανσέληνος,

μετρίασε το φώς σου

σε νέφη κρύψου μελανά

σ’ ένα ολόμαυρο σου.

Να τραγουδώ στα σκοτεινά

μην τύχει και θαμπώσω.

Κι άλλα πολλά και διάφορα τραγούδια, χαρούμενα, λυπητερά, τραγικά τραγουδούσαν οι κανταδόροι. Χαρές και πόνοι δεν έχουν τελειωμό.

Να κι ένα μακάβριο απελπισμένου τραγουδιστή:

Μη μ’ αρνηθείς, μη μ’ αρνηθείς, προτού να δεις

τα χέρια σταυρωμένα, τα χέρια σταυρωμένα.

Την Παναγιά στο στήθος,

στα πόδια μου λιβάνι, στα πόδια μου λιβάνι.

Στο πλάι τη μανούλα μου να με μοιρολογάει.

Όταν θα δεις, όταν θα δεις και τον παπά

να βάλει το πετραχήλι, να βάλει το πετραχήλι

έλα και συ μικρούλα μου και φίλαμε στα χείλη.

Όταν θα με όταν θα με περάσουνε

από τη γειτονιά σου, από τη γειτονιά σου

έβγα και συ μικρούλα μου και τράβα τα μαλλιά σου

Κι αν σε ρωτήσει η μάνα σου

τί βγάζεις τα μαλλιά σου, τί βγάζεις τα μαλλιά σου

Πες η αγάπη μου πέθανε βγάλε και τα δικά σου

βγάλε και τα δικά σου.

Ένα από τα πολλά τραγούδια που τραγουδιόνταν πολύ την εποχή εκείνη ήταν και το παρακάτω, που έδειχνε το βαθμό μέχρι που έφταναν οι σχέσεις των δύο φύλων. Ήταν:

Η Εξομολόγηση:

Παπά μια κόρη αγάπησα

και μ’ αγαπούσε σαν τρελή.

Μια μέρα την αντάμωσα

Πήρα το πρώτο της φιλί

Παπά τί συλλογάσαι;

Αν την αγάπησες πολύ

συχωρεμένος να’ σαι.

Μια μέρα κείνη ρίχτηκε

στην αγκαλιά μου ντροπαλή.

Κι αμάρτησα κι αμάρτησε

μονάχα μ’ ένα αγνό φιλί.

Παπά τί συλλογάσαι;

Αν την αγάπησες πολύ

συχωρεμένος να’ σαι.

Μια μέρα την παράτησα

την όμορφη αμαρτωλή

Και δεν της ξαναζήτησα

μήτε αυτό της το φιλί.

Παπά τί συλλογάσαι;

Δεν την αγάπησες πολύ.

Καταραμένος νά ‘σαι.

Η αγάπη την εποχή εκείνη ήταν κάτι το ξεχωριστό εξιδανικευμένο. Ένα σχετικό τραγούδι τραγουδούσαν ο Γιώργος Λίτσας κι ο Κώστας Καβράκος. Όταν τραγουδούσαν αυτοί οι δυο σταματούσαν τα πάντα στο κέντρο κι όλοι τους θαύμαζαν. Ήταν το:

Μηδ’ ο γέρων ποτέ ξανανιώνει

Μηδέ τ’ αηδόνι το ταίρι αλλάζει.

Μη κανείς δυο φορές αγαπήσει

Δεν θα ζήσει κανείς δυο φορές

Δυό φορές.

Σαν φωτιά π’ ανάβει και σβήνει

και την τέφρα της μόνο αφήνει

έτσι κι ο έρως εις εμάς θα να μείνει

έως ότου να βγει η αθώα μας ψυχή

η αθώα μας ψυχή.

Στο τέλος αυτού με τη συνοδεία κιθάρας του Λίτσα τραγουδούσαν και τα δίστιχα:

Οπού δεις δυό κυπαρίσσια και στη μέση δυο ελιές

εκεί μέσα είμαι θαμμένος νάρχεσαι, σκληρά, να κλαις.

Με πρόδωσες, σκληρά, θα προδοθείς

με πίκρανες, σκληρά, θα μετανιώσεις.

Ένα ακόμη τραγούδι, μονωδία κυρίως, που είχε επιτυχία την εποχή εκείνη ήταν και το ακόλουθο:

Ο Κατάδικος

Μεσ’ απ’ τα σίδερα

της φυλακής το βάθος

ακούμε κάθε δειλινό

ένα τραγούδι θλιβερό,

πού λέει ό κατάδικος

μ’ όλο καημό και πάθος.

Αγάπησα, ιδού το έγκλημά μου

μια κόρη που αντάμωσα

με κάλλη αφροπλασμένα,

Μου πήρε νου και καρδιά

με μια μονάχη της ματιά

Και μ’ έτρωγε μια σκέψη

τί λέει αυτή για μένα.

Μα ήρθε ο δαίμονας κι αυτός

ερωτευμένος σαν τρελός.

Αυτός της πήρε τα μυαλά.

Κι εγώ είπα τί μου μένει;

Τη σκότωσα. Τ’ ακούσατε,

Ιδού το έγκλημά μου.

Και στο κύμα της θάλασσας απευθύνονταν οι ερωτευμένες καρδιές για τον αγαπημένο τους:

Κύμα λευκόν

μην είδες

σε τούτα τα πελάγη

κανέναν ταξιδιώτη

ωραίον και ξανθό;

Ω, αν τον είδες, κύμα,

είπες μου που υπάγει

ή δός μου την ελπίδα

να έχω βοηθό.

Εγώ δεν απηλπίσθην

κι αν η σκληρά θρησκεία

να μάς διαχωρίσει

πασχίζει

ας γίνει μισητή.

Και το συμπλήρωμα ακολουθούσαν τα δίστιχα:

Μαύρα μου μάτια και μικρά

γιατί με λησμονήσατε;

Το παράθυρο

Άνοιξε το παράθυρο,

κόρη αγαπημένη,

λυπήσου που προσμένει

φτωχός τραγουδιστής.

Ήρθα τα τραγούδια μου

για να σου τραγουδήσω

μα το παραθύρι σου

βρίσκω σφαλιστό.

Και συ, σκληρά, δεν άνοιξες

ούτε για μια στιγμή

να βρέξεις τα πικρά χειλάκια

μου μ’ ένα σου φχαριστώ.

Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω

μα δεν είχα δύναμη ούτε να σταθώ.

Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι

πώς σε φιλώ στο στόμα

Ξυπνώ και νιώθω μυρωδιές,

στα χείλη μου ακόμα.

 

Κάποια βραδιά οι κανταδόροι βρίσκονταν στο Βαρούσι. Σε μια στιγμή βλέπουν ένα παράθυρο ανοιχτό και στη μέση, στο περβάζι, ν’ ακουμπάει και να εξέχει κάτι στρογγυλό. Σκοτάδι όπως ήταν. φαντάστηκαν πως ήταν κεφάλι κοριτσιού.

Τραγουδούν γλυκά στα σιγανά κι’ αρχίζουν να πλησιάζουν προς τα κει, παραξενεμένοι που το κορίτσι δεν τραβιόταν προς τα μέσα να κλείσει και τα παραθυρόφυλλα, όπως έκαναν τότε τα κορίτσια. Μα όταν έφτασαν πολύ κοντά είδαν πως δεν ήταν κεφάλι κοριτσιού μα ένα λαγήνι νερού που το είχαν βάλει εκεί να κρατηθεί το νερό δροσερό, γιατί τότε δεν υπήρχαν ψυγεία. Οι τραγουδιστές έσκασαν στα γέλια για το πάθημά τους κι άρχισαν πάλι να τραγουδούν:

Για μας κελαηδούν τα πουλιά

χαρούμενα μεσ’ στη φωλιά…

Κι έκλεισαν τη βραδιά τους με το τραγούδι αυτό πηγαίνοντας στην ταβέρνα να πνίξουν τα ντέρτια τους και τους καημούς τους.

Το κείμενο αυτό είναι από χρονογράφημα του αείμνηστου Αποστόλη Πήχου που δημοσιεύθηκε στο “Τρικαλινό Ημερολόγιο”.

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης