Δήμος Τρικκαίων

Ο πετροπόλεμος στη Ντάπια

22 Νοεμβρίου 2017
Το έπαθλο της νίκης και για τις δύο παρατάξεις ήτανε η κατάληψη της Ντάπιας. «Τούτς άνολτο (όλοι επάνω)! Ούρλιαζαν βλάχικα οι Κουτσομυλιώτες...» Και από την άλλη μεριά των Μπαριωτών ακουγότανε ή ομαδική κραυγή: «Οι Μπαριώτες στην Ντάπια! Πετροπόλεμο κάνανε οι Κουτσομυλιώτες συχνά και με το Τρικκαίογλου, όχι όμως στην Ντάπια, αλλά στις όχθες του Ληθαίου, στο μέρος όπου παλιά βρίσκονταν η Κλωστοϋφαντουργία Κλωτσοτήρα.

Οι πετροπόλεμοι υπήρξαν κάποτε μέρος της καθημερινότητας στις περισσότερες πόλεις της χώρας. Ποιός δεν θυμάται, από τούς παλιούς φυσικά, αυτό το τόσο… ευγενές άθλημα της τότε Τρικαλινής νεολαίας. Και να θέλουνε οι παλιοί συμπολίτες να τον λησμονήσουνε, είναι αδύνατο. Τούς τον θυμίζουν κάθε φορά πού κοιτιούνται στον καθρέφτη, τα τόσα σημάδια από πετριές πού έχουνε στα κεφάλια τους σαν ένα είδος… παράσημου για την γενναιότητα και την… αυτοθυσία τους μέσα στην αντάρα του πετροπόλεμου!…  Αναμνηστικά από μια άλλη εποχή πού μικροί ή έφηβοι επιδίδονταν με ιδιαίτερη μαχητικότητα και άφθαστο πολεμικό μένος στον πετροπόλεμο, πού ήτανε ομολογουμένως ένα πάρα πολύ αγαπητό στην παλιά εποχή για όλους τούς νέους.

Ο πετροπόλεμος, άγνωστος στους σημερινούς εφήβους, δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι. Ήταν άσκηση επιβίωσης, προϋπέθετε σχέδιο, στρατηγική, γνώση της ψυχολογίας του αντιπάλου. Ταυτόχρονα είχε τους κανόνες και το τελετουργικό του, που τηρούνταν με ευλάβεια. Ο πετροπόλεμος ήταν κυρίως φρούτο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Δεν ταίριαζε με τα χιόνια και τις βροχές, ούτε με τις σκοτούρες των βιβλίων. Ήθελε κλειστά σχολεία και ξεγνοιασιά, κοντομάνικα πουκάμισα και ξυπολυσιά… Βέβαια πολλές φορές γίνονταν και χειμωνιάτικα όταν τα πράγματα ξέφευγαν κυρίως μεταξύ των συνοικιών…

Όσοι έγραψαν γι’ αυτό το φαινόμενο το αντιμετώπισαν με μια ρομαντική διάθεση, που ήταν κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας. Ήταν ένα μέσον για την ανάπτυξη του αγωνιστικού πνεύματος των παιδιών, αλλά εξελίχθηκε σε βάρβαρο έθιμο. Ο πετροπόλεμος διεξαγόταν με πείσμα και πολλές φορές κατέληγε σε άγριες συμπλοκές, αλλά και σε βεντέτες! Η βάρβαρη αυτή συνήθεια γνώρισε μερικές τελευταίες αναλαμπές τις δεκαετίες του 1950 και λιγότερο του 1960….

Ο πετροπόλεμος άνθισε στην πόλη μας μεταξύ 1910-40 με περιοδικές εξάρσεις. Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια οι Τρικαλινοί νέοι… ψυχαγωγούνταν αφάνταστα μ’ αυτόν. Κάθε Κυριακή και γιορτή οι τότε συνοικίες της πόλεώς μας, η Μπάρα, τα Κουτσομύλια, τα Σαράγια, ο Συνοικισμός, η Αγία Επίσκεψη, το Τρικκαίογλου, το Χωραφάκι, το Περιβολάκι, τα Άραπάτικα, τα Βουλγάρικα, η Αγία Μονή κ.ά., έδιναν μεταξύ τους αγώνες με άγριο πετροβόλημα πού πάντα κατέληγαν σε πολλά… σπασίματα κεφαλιών και από τις δύο παρατάξεις. Μόνιμο πεδίο… μάχης οι τότε άδεντροι λόφοι του Αϊλιά και της Ντάπιας. Αιώνιοι αντίπαλοι ήταν οι δύο μεγάλες συνοικίες η Μπάρα και τα Κουτσομύλια. Τρίτος αντίπαλος εμφανίζονταν κάθε τόσο και το Τρικκαίογλου.

ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΒΑΣΙΛΗΣ

Από το Σάββατο ή την παραμονή της γιορτής γίνονταν οι σχετικές συνεννοήσεις μεταξύ εκπροσώπων των δύο αντιπάλων παρατάξεων και κλείνονταν η συμφωνία για τον πετροπόλεμο. Στη συνέχεια γίνονταν οι προετοιμασίες για την εξεύρεση κι’ αποθήκευση των… πολεμοφοδίων, δηλαδή οι πέτρες και τα χαλίκια διαφόρων μεγεθών από τις όχθες του Ληθαίου και του Αγιαμονιώτη ή από γειτονικά νταμάρια. Κι’ ακόμα για το φτιάξιμο καινούργιων και ανθεκτικών ή επιδιόρθωση παλιών σφεντόνων και λάστιχων. Αποτελούσαν δε οι σφεντόνες και τα λάστιχα τα κύρια όπλα των αντιμαχομένων.

Η σφεντόνα, πού θεωρούνταν το… βαρύ πυροβολικό (!) αλλά χρειάζονταν και επιδεξιότητα στον χειρισμό της, ήτανε φτιαγμένη από δυο μακριά και γερά πέτσινα κορδόνια ή σχοινιά, που οι δύο κάτω άκρες τους δένονταν σ’ ένα κομμάτι δέρμα όπου τοποθετούνταν ή πέτρα. Οι άλλες δύο άκρες των κορδονιών πιάνονταν σφιχτά από το χέρι του… πετροπολεμιστή πού αφού τις στριφογύριζε για λίγο στον αέρα, έστρεφε την σφεντόνα προς το μέρος των αντιπάλων. Η πέτρα έφευγε σαν αστραπή από την δερμάτινη θήκη της κι’ έπεφτε καμπυλωτά, σφυριχτή συνήθως, σε κάθε κεφάλι ή σ’ άλλο μέρος του σώματος του αντιπάλου, ανάλογα με την σκοπευτική ικανότητα τού χειριστή της.

Το λάστιχο ήτανε ελαφρό και πολύ εύκολο στην χρήση… όπλο. Αποτελούνταν από μια ξύλινη διχάλα, συνήθως από καρυδιά, οξιά ή πλάτανο για να είναι γερή. Στις άκρες αυτής ήτανε δεμένα με λεπτό σύρμα πολύ γερά δύο μακρόστενα λάστιχα από καουτσούκ, πού στις άλλες δύο άκρες τους υπήρχε δεμένο με ράμμα ένα κομμάτι πετσί. Σ’ αυτό τοποθετούνταν ή πέτρα ή το χαλίκι μεγάλου μεγέθους. Με το τέντωμα ή πέτρα έφευγε και πήγαινε κατ’ ευθείαν στον στόχο της, πού πάντοτε ήτανε κεφάλι ή… μάτι του αντιπάλου.

Τις σφεντόνες χρησιμοποιούσαν οι αρχηγοί, οι δε ομαδάρχες και οι πιο δοκιμασμένοι σκοπευτές είχανε τα λάστιχα και όλοι οι άλλοι πέτρες σε μέγεθος τουλάχιστον γροθιάς πού τις πετούσαν με το χέρι.

Κάθε Κυριακή λοιπόν ή γιορτή γύρω στις 2 ή 3 το μεσημέρι, μετά το φαγητό, το φθινόπωρο και τον χειμώνα και μετά τις 4 το απόγευμα την Άνοιξη άρχιζε ό πετροπόλεμος στον Αϊ-Λια και στην Ντάπια. Από τη δυτική μεριά οι Κουτσομυλιώτες και από τη βόρεια μεριά οι Μπαριώτες. Οι πρώτες κρούσεις γίνονταν από τις… προφυλακές και στη συνέχεια ο πόλεμος γενικεύονταν. Σ’ αυτόν έπαιρναν μέρος παιδιά 12 χρονών και πάνω μέχρι 18 και άλλοι αρκετά μεγάλοι πάνω από τα 20 πού ήτανε οι αρχηγοί και οι ομαδάρχες. Η ατμόσφαιρα δονούνταν από… πολεμικές ιαχές, ουρλιαχτά, σφυρίγματα και τραγούδια. Βροχή έπεφταν οι πέτρες κι’ από τις δύο παρατάξεις. Όλοι σαν αληθινοί πολεμιστές ελίσσονταν με διάφορα… κόλπα, κρύβονταν πίσω από κορμούς δέντρων, από άλλες φυσικές κρυψώνες, θάμνους και βράχους. Με τις τσέπες γεμάτες πέτρες πού άλλοι τις βάζανε ακόμα και στον… κόρφο τους, οι πετροπολεμιστές αγωνίζονταν για ώρες ολάκερες ρίχνοντας πέτρες χωρίς τελειωμό. Κεφάλια τρυπιόνταν, μύτες έσπαζαν, πόδια στραμπουλίζονταν και πότε-πότε έβγαινε και κανένα… μάτι (!). Το αίμα έτρεχε από τις πληγές άφθονο, πράγμα πού εξαγρίωνε τούς αντιμαχόμενους κι’ αύξανε το πολεμικό μένος.

Το έπαθλο της νίκης και για τις δύο παρατάξεις ήτανε η κατάληψη της Ντάπιας.

«Τούτς άνολτο (όλοι επάνω)! Ούρλιαζαν βλάχικα οι Κουτσομυλιώτες…»

Και από την άλλη μεριά των Μπαριωτών ακουγότανε ή ομαδική κραυγή: «Οι Μπαριώτες στην Ντάπια!

Πετροπόλεμο κάνανε οι Κουτσομυλιώτες συχνά και με το Τρικκαίογλου, όχι όμως στην Ντάπια, αλλά στις όχθες του Ληθαίου, στο μέρος όπου παλιά βρίσκονταν η Κλωστοϋφαντουργία Κλωτσοτήρα.

Θεατές σε κάθε πετροπόλεμο, από απόσταση… ασφαλείας, πολλοί Τρικαλινοί, άντρες και γυναίκες, παιδιά και κορίτσια, που έσπευδαν ν’ απολαύσουν αυτό το θέαμα και να διασκεδάσουν, όπως συμβαίνει σήμερα σε κάθε κυριακάτικο ποδοσφαιρικό αγώνα. Τον παρακολουθούσαν ακόμα και οι αρχές, κι’ αυτοί οι χωροφύλακες, πού όμως δεν επενέβαιναν και όταν ακόμα σημειώνονταν σοβαροί τραυματισμοί.

Ανθούσε εκείνη την εποχή και ό συνοικιακός πετροπόλεμος πού όμως δεν είχε εκείνη την.. επισημότητα και την… αίγλη του πετροπόλεμου της Ντάπιας. Μετά τον πόλεμο ό πετροπόλεμος άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει.