Δήμος Τρικκαίων

Πως γλεντούσαν οι παλιοί Τρικαλινοί

9 Ιουνίου 2022

Τα καφέ σαντάν με τις γκαρσόνες, εξοχικά και άλλα κέντρα και τα πιο φημισμένα ουζάδικα

Είχαν την φήμη μεγάλων γλεντζέδων και ξενύχτηδων οι Τρικαλινοί. Και την διατηρούν και σήμερα ακόμα, συνεχίζοντες την παλιά παράδοση. Γλεντζέδικη ατμόσφαιρα είχανε τα Τρίκαλα την παλιά εποχή με τα «καφεσαντάν», τα διάφορα κέντρα και τα εξοχικά, ως την κήρυξη του πολέμου, και την επανέκτησαν αμέσως μετά την απελευθέρωση με τα πολυάριθμα κέντρα διασκεδάσεως πού άνοιξαν, ιδιαίτερα τα εξοχικά, το καλοκαίρι του 1945, όπως η «Λίντα» δίπλα στο τότε ηλεκτρικό εργοστάσιο Σταματόπουλου, (σήμερα το Δημοτικό παρκινγκ), η «Όασις» στην οδό 25 Μαρτίου, κοντά στην πλατεία ΟΤΕ, το Μπαρ Θανασάκη, που είχε στο βάθος έναν ωραίο κήπο στην Ασκληπιού, η «Τρίκκη», η «Αύρα», ο «Βόσπορος», στις όχθες του Ληθαίου, οι «Αμπελόκηποι» στο Τρικκαίογλου, η «Καλλιθέα» στη σιδηροδρομική γραμμή, τα «Αηδόνια» πιο κάτω από τις στρατώνες κλπ. Αλλά στην πολύ παλιά εποχή, και συγκεκριμένα δύο η τρεις δεκαετίες μετά την απελευθέρωση από την πολύχρονη τούρκικη σκλαβιά, τα Τρίκαλα είχαν αποκτήσει μια καταπληκτική οικονομική και κοινωνική άνθηση. Αιτία ο πλούτος των τότε αρχοντάδων και τσιφλικάδων της πόλης μας, που είχαν έρθει από τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις και έδωσαν στην μικρή τότε πόλη μια ατμόσφαιρα καθαρά ευρωπαϊκή. Έτσι δημιουργήθηκαν τα πρώτα κέντρα διασκεδάσεως, τα περίφημα τότε «καφεσαντάν», στα οποία γλεντούσαν οι παλιοί Τρικαλινοί.

Ο Γιάννης Παπαζήσης έγραψε κάποτε για το πως άνοιξε το πρώτο καφεσαντάν στα Τρίκαλα τα έξης:

«Σπάταλοι και τρομεροί ξενύχτηδες οι αρχοντάδες μας, καλομαθημένοι στην άνετη ζωή των πολυθόρυβων μεγαλουπόλεων, δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν στην πεζότητα των καφενείων. Τσόνταραν κάποιον ατσίδα, που άνοιξε το πρώτο… καφεσαντάν. Ξένες οι… αρτίστες, νεαρές και όμορφες Ουγγαρέζες, ιδίως Ιταλίδες, χόρευαν στο πρόχειρο παλκοσένικο ημίγυμνες, ανάερους ανατολίτικους χορούς, φανερώνοντας προκλητικά τις καμπυλότητες, μ’ έντεχνες λάγνες κινήσεις. Το πρόγραμμα του κέντρου αυτού περιλάμβανε και τραγούδια, γι’ αυτό λέγονταν και καφωδείο. Μερικές ήταν πραγματικές καλλιτέχνιδες με καλλιεργημένες ωραίες φωνές, οι περισσότερες στρίγγλιζαν και μόνον το τσακίρ κέφι της πελατείας μπορούσε να τις ανέχεται. Σύντομα τα τέτοιου είδους κέντρα στα Τρίκαλα έγιναν τέσσερα. Τα σερβιριζόμενα ποτά της κακιάς ώρας προσφέρονταν σε διπλή τιμή και οι θαμώνες έφευγαν ελεεινά μαδημένοι, αν μάλιστα τους συνόδευε καμιά… αρτίστα, που ήταν ειδικά εκπαιδευμένη να είναι αχόρταγη… ρουφήχτρα, διότι λέγω της συντροφιάς της τα πανάκριβα ποτά (λικέρ) πληρώνονταν σε τετράδιπλη τιμή! Το κακό όμως παραγίνονταν τα καλοκαίρια, όποτε τα καφεσαντάν μετατοπίζονταν στις εξοχές. Στην πλατεία Κιτριλάκη, όπου ήταν το ρομαντικότερο, όσο και πικάντικο μπαράκι Μπαντίδου και πιο κάτω, στα χαμηλά ως τα νερά, του Ληθαίου. Μα το πιο δροσερό ήταν το περίφημο «Περιβολάκι», βουτηγμένο μέσα στον καταπράσινο μπαχτσέ, διέθετε τους πιο ειδυλλιακούς… ερωτικούς κρυψώνες, καθώς οι ολάνθιστες περικοκλάδες τύλιγαν σαν υφάδι, τα ψηλά πυκνόφυλλα ηλιοτρόπια…».

Το «Σαντεκλαίρ»

Ένα άλλο κέντρο (καφεσαντάν) της πόλεως μας την παλιά εποχή ήταν τα περίφημο τότε «Σαντεκλαίρ». Ένα πολύ όμορφο κεντράκι στην οδό Διάκου, όπου σήμερα η Ισραηλιτική Συναγωγή, που το είχε ένας προοδευτικός Ισραηλίτης, ονομαζόμενος Νεγρίν. Είχε ένα πολύ ευρύχωρο και γραφικό προαύλιο, γιατί το μέρος εκείνο τότε ήταν κλειστό, δηλαδή αδιέξοδο. Το «Σαντεκλαίρ» είχε γίνει πολύ γνωστό κι’ ακόμα σήμερα πολλοί το θυμούνται με κάποια νοσταλγία. Πιότερο όμως το θυμούνται για την μεγάλη και αρκετά τολμηρή για εκείνη την τόσο σεμνότυφη εποχή καινοτομία του, γιατί είχε και… γκαρσόνα, δηλαδή κοπέλα σερβιτόρα. Η γκαρσόνα αύτη ήταν μια όμορφη κοπέλα Σπανιόλα, φιλήδονη και πολύ τσαχπίνα. Σερβίριζε τους θαμώνες του «Σαντεκλαίρ» όλο σκέρτσο και νάζι, πράγμα πού ξετρέλαινε τους τότε Τρικαλινούς, που κατέκλυζαν το κέντρο μόνο και μόνο για να πάρουν από τα κρινοδάχτυλα της το πιοτά και τον μεζέ, πότε-πότε και να δεχτούν μια τσαχπίνικη ματιά της. Άλλα το «Σαντεκλαίρ» το προτιμούσαν και για τους καλούς μεζέδες, που έφτιαχνε ο Νεγρίν, που σιγά-σιγά είχε χάσει το πραγματικό του όνομα κι’ όλοι τον φώναζαν… κυρ Σαντεκλαίρ. Στην αρχή οι θαμώνες του κέντρου του κι’ αργότερα οι γνωστοί και φίλοι. Ακόμα και οι ομόθρησκοι του.

Μια κιθάρα κρεμασμένη πάνω από τον μπουφέ του κέντρου ήταν πάντοτε στη διάθεση κάθε καλλίφωνου πελάτη, που μετά το… έκτο η… έβδομο γαραφάκι την ακομπανιάριζε. Πιότερο με την κιθάρα αύτη έπαιζε ο τότε ηλεκτρολόγος Γ. Λίτσας, ένας ευχάριστος τρικαλινός τύπος, φημισμένος κανταδόρος, πού σύχναζε τακτικά στο «Σαντεκλαίρ». Σαν έπιανε στα χέρια του την κιθάρα ο Λίτσας μεράκλωνε με το ωραίο παίξιμο του τούς πάντες. Έπαιζε με πολύ πάθος διάφορα μουσικά κομμάτια, ελαφρά και κλασσικά, εκείνης της εποχής. Είχε όμως τρομερή αδυναμία στην πασίγνωστη «Ισπανική υποχώρηση», που κάθε φορά που την έπαιζε με την κιθάρα, το «Σαντεκλαίρ» γέμιζε από πελάτες και περαστικούς, που συνωθούνταν για ν’ θαυμάσουν την καθαριστική επιδεξιότητα του.

Ο Λίτσας συνοδεύονταν πάντοτε και από ένα μικροσκοπικό σκυλάκι, τον «νάνο» όπως το έλεγαν. Το σκυλάκι αυτό, καλά εκπαιδευμένο, κάθε φορά πού το αφεντικό του μερακλώνονταν κι’ έπαιζε με την κιθάρα, χόρευε κι’ έκανε διάφορα νούμερα, συνήθως κωμικές τούμπες κι’ έτσι γίνονταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των θεατών, πού σε κάθε νούμερο του, χορευτικό η ακροβατικό, το χειροκροτούσαν ζωηρά.

Το ουζάδικο του Γεωργαντζά

Την ίδια εποχή πού ήταν στις δόξες του το «Σαντεκλαϊρ» λειτουργούσαν στα Τρίκαλα κι’ άλλα παρόμοια κέντρα και ουζοπωλεία, ή, όπως τα έλεγαν, ουζάδικα, που δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη γλεντζέδικη ατμόσφαιρα σ’ ολάκερη την πόλη.

Ένα από αυτά, πολύ ξακουστό τότε ήταν του συμπολίτη Γεωργαντζά, που αργότερα το πήρε ο Ψημένος. Το κέντρο αυτό συγκέντρωνε κάθε βράδυ, και ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα, τους εκλεκτικούς και μερακλήδες Τρικαλινούς γλεντζέδες της παλιάς εποχής. Το προτιμούσαν πιότερο για τους καλούς και πικάντικους μεζέδες του. Σ’ αυτό, όπως θυμούνται παλιοί Τρικαλινοί σύχναζε ο γνωστός τότε καραγκιοζοπαίχτης Κρανιώτης, που κάθε καλοκαίρι διασκέδαζε με τις όμορφες φιγούρες και τα πανέξυπνα καλαμπούρια του στο μικρό θεατράκι της ιστορικής και τόσο γραφικής Μαρούγγενας, τους Τρικαλινούς, μικρούς και μεγάλους. Ο Κρανιώτης, λοιπόν, τον χειμώνα, άνεργος όπως ήταν, την… άραζε στου Γεωργαντζά κι’ εκεί σαν έρχονταν στο τσακίρ κέφι, αυτοσχεδιάζοντας, έκανε τον Καραγκιόζη το Κολλητήρι, τον Μπαρμπαγιώργο, τον Χατζιαβάτη και άλλους πρωταγωνιστές του θιάσου Σκιών. Κι’ αν είχε μεγάλες… καραγκιοζοπαιχτικές εμπνεύσεις, έβαζε την ψάθινη καρέκλα του με τη ράχη της μπροστά, κάθονταν σ’ αύτη, έβγαζε από τις τσέπες του τις φιγούρες κι’ έδινε ολόκληρες παραστάσεις με τις υπέροχες εναλλαγές της φωνής του, που διασκέδαζαν αφάνταστα τους θαμώνες του κέντρου. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Κρανιώτης εξασκούνταν η έκανε πρόβες για τις παραστάσεις που θα έδινε το καλοκαίρι στην Μαρούγγενα.

Το ουζάδικο των Αδελφών Καρακώστα

Ένα ουζοπωλείο φημισμένο εκείνη την εποχή ήταν των Αδελφών Καρακώστα στην οδό Διάκου. Οι Αδελφοί Καρακώστα σερβίριζαν και πωλούσαν ένα θαυμάσιο σε ποιότητα και γεύση τσίπουρο, σωστό… τερψιλαρύγγιο, φτιαγμένο με σταφύλια από δικά τους αμπέλια. Το τσίπουρο αυτό, που όλοι το λέγανε «δάκρυ παρθένας», το προτιμούσαν πολύ οι γλεντζέδες και οι καπνεργάτες κυρίως Καβαλιώτες οι οποίοι δούλευαν στο καπνεργοστάσιο των Αδελφών Πατίκη και ήταν γλεντζέδες και… τσιπροφονιάδες.

Το «Πορτ – Άρθούρ»

Στο προαύλιο της σημερινής ιστορικής εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου της πόλεως μας, που μένει από πολλά χρόνια κλειστή, λειτουργούσε την παλιά εποχή ένα όμορφο και πολύ γραφικό εξοχικό κέντρο, το «Πορτ-Άρθούρ». Πότε ακριβώς άρχισε να λειτουργεί δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Ίσως γύρω στα 1915. Εκείνη την εποχή στο μέρος αυτό υπήρχε ένα μικρό, αλλά περιποιημένο κτήμα των αδελφών Χατζοπούλου, που ήταν συνάμα οπωρώνας και ένας όμορφος ανθόκηπος. Είχε και μια βρύση από την οποία έτρεχε άφθονο νερό, που ήταν και πολύ χωνευτικό.

Για το κέντρο αυτό και ιδιαίτερα για το πως ονομάστηκε «Πορτ – Άρθούρ» θ’ αφήσω να πει τις αναμνήσεις του ο συμπολίτης Γιάννης Παπαζήσης, όπως τις έγραψε παλιότερα σε τοπική εφημερίδα: «Πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους —έγραψε ο Γ. Παπαζησης— ένας εξοντωτικός πόλεμος έγινε μεταξύ της Ιαπωνίας και Ρωσίας . Μεθοδικοί και καλά συγκροτημένοι οι Γιαπωνέζοι επέφεραν μεγάλες καταστροφές στους αντιπάλους τους και τέτοια σύγχυση, που δυο ολόκληρα ρωσικά Σώματα Στρατού αλληλοεξοντώθηκαν πολεμώντας μεταξύ τους από λάθος. Τότε ο αείμνηστος Βλάσης Γαβριηλίδης έγραψε στην «Ακρόπολη» το περιβόητο εκείνο άρθρο του, που κυριολεκτικά άφησε εποχή… «Δεξιότερα Κουρουπάτκιν». Διάφορα πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη, επηρεασμένα από τα Γιαπωνέζικα κατορθώματα τιτλοφορηθήκαν «Ιαπωνικά». Ακόμη και στην Αθήνα δημιουργήθηκε ιαπωνική ομάδα. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε σ’ αυτόν τον πόλεμο το άτρωτο οχυρό Πορτ – Άρθούρ

Και ο Γ. Παπαζησης συνεχίζοντας αναφέρεται και στο τρικαλινό… «Πορτ-Άρθούρ»: «Σε συνέχεια με το προαύλιο του κλειστού από τότε ναού Αγίου Στεφάνου εκτείνονταν ένα περιποιημένο κτήμα, οπωρώνας κι’ όμορφος ανθόκηπος μαζί, κι είχε και βρύση με άφθονο γάργαρο κρύο νερό. Το επίπλωσαν με ότι σύγχρονο υπήρχε και το ονόμασαν Πορτ-Άρθούρ. Δροσερό κι’ ευάερο, συγκέντρωνε πολύν εκλεκτό κόσμο τα καλοκαίρια. Διάφορα καλλιτεχνικά γκρουπ πέρασαν απ’ το καλοφτιαγμένο παλκοσένικο, διασκεδάζοντας τούς Τρικαλινούς με ωραία νούμερα, αθώα αλλά και τσουχτερά πειράγματα, άψογη μουσική και τραγούδια με εξαίρετες καλλιεργημένες φωνές».

Το εξοχικό του Αι-Λιά

Ο Δημ. Νίτσας, γνωστός για το καφενείο «Δήμητρα», που διατηρούσε από πολλά χρόνια στο κέντρο της πόλεως καθώς και το καφέ-ζαχαροπλαστείο, επί των Ασκληπιού και Βύρωνος τα παιδιά του, στα νιάτα του ήταν δραστήριος άνθρωπος με ασίγαστο πνεύμα. Σκέφτηκε, την προπολεμική εποχή, να δημιουργήσει ένα οικογενειακό εξοχικό κέντρο σε μια γραφική τοποθεσία, έξω από τα Τρίκαλα. Διάλεξε το δασύλλιο του Προφήτη Ηλία, που τότε δημιουργούνταν, κι’ εκεί άνοιξε ένα κεντράκι, το πρώτο έκτος πόλεως εξοχικό. Η μόνη δυσκολία, που συνάντησε ο Νίτσας, ήταν να μεταφέρει εκεί το νερό, επειδή δρόμος δεν υπήρχε και ήταν αδύνατο να φθάσει ως εκεί πάνω τροχοφόρο. Βρήκε όμως την λύση, μ’ έναν γαϊδουράκο, που ανεβοκατέβαινε κάθε τόσο τον λόφο φορτωμένος με βουτσέλες και γκιούμια γεμάτα νερό.

Οι Τρικαλινοί, από την πρώτη μέρα που άνοιξε το κέντρο αυτό, άρχισαν να το προτιμούν και κάθε βράδυ τα καλοκαίρια ανέβαιναν με τις οικογένειές τους στον γραφικό λόφο τού Αι-λιά για λίγο αέρα δροσερό, και να διασκεδάσουν με τη μουσική απ’ τους δίσκους του γραμμόφωνου, που διέθετε το κέντρο. Το εξοχικό του Άη Λιά κράτησε κάμποσα καλοκαίρια και πρόσφερε στους Τρικαλινούς άφθονη δροσιά και διασκέδαση.

«Η Νυχτερίδα» στον Καραβόπορο

Ένα άλλο εξοχικό, πολύ πιο μακριά από την πόλη, που δημιουργήθηκε λίγο αργότερα, ήταν η «Νυχτερίδα» του Α. Πιπέργια. Αυτό το κέντρο βρίσκονταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού (Σαλαμπριά), κάτω από την παλιά τοξωτή γέφυρα του Καραβόπορου. Ο ιδιοκτήτης του, Ά. Πιπέργιας, φημίζονταν για τους πικάντικους μεζέδες, που ήξερε να φτιάχνει, γι’ αυτό οι τότε μερακλήδες Τρικαλινοί τον λέγανε κυρ Τσελεμεντέ. Η τοποθεσία εκεί στον Καραβόπορο ήταν την παλιά εποχή πολύ ρομαντική, με αμμώδη έκταση, που την ίσκιωναν θεόρατα πλατάνια και λεύκες. Κάθε βράδυ το κέντρο αυτό γέμιζε από παρέες Τρικαλινών, που τις μετέφεραν αμάξια και λαντώ. Εκεί απελαμβάνανε την μπόλικη δροσιά του ποταμού και το όλο τοπίο, που ήταν πολύ ειδυλλιακό, καθώς ακούγονταν το ασταμάτητο γοργοκύλισμα του νερού.

Το «Γκιούλ-Μπαξέ»

«Γκιούλ-Μπαξέ», το εξοχικό που άφησε και αυτό εποχή στα Τρίκαλα. Βρίσκονταν στα δεξιά του δρόμου για την Λάρισα και στην θέση όπου το εργοστάσιο «ΘΕΣ-ΓΑΛ» των Α/φών Σίμου. Το είχε ένας δραστήριος επιχειρηματίας, ο Βασίλης Μήνιας, πρόσχαρος τύπος γλεντζέ. Η τοποθεσία του «Γκιούλ-Μπαξέ» ήταν πολύ ειδυλλιακή. Τριγυρίζονταν από πυκνά καταπράσινα χαμόκλαδα και βάτα, ηλιοτρόπια και μεγάλες βαθύσκιες φτελιές, ενώ πιο πέρα απ’ αυτό υπήρχαν αμπέλια και μποστάνια με μαγγανοπήγαδα. Στα φυλλώματα δε των δέντρων, είχανε στήσει τις φωλιές τους αμέτρητα πουλιά, ιδίως αηδόνια, που κελαηδούσαν μέρα – νύχτα.

Για το εξοχικό αυτό και το πώς πήρε την ονομασία «Γκιούλ-Μπαξέ» ο Γ. Παπαζησης γράφει: «Γκιούλ-Μπαξέ» θα πει Κήπος από Τριαντάφυλλα, που στην θέση αυτή δεν υπήρχε ούτε ρίζα. Όμως εκατέρωθεν της πρόχειρης παράγκας, που χρησίμευε για κυλικείο, είχαν αναπτυχθεί γονιμότατες νεροκολοκυθιές και αγγουριές καλλωπιστικές με προκομμένα αγγούρια, κυρτά σαν… σπάθες Δαμασκού. Για να κουτσομπολέψουν δε το κέντρο, οι πελάτες το ονόμασαν… Αγγούρ-Μπαχτσέ και τον ίδιο που το διηύθυνε… Μεμέτη.

Συγκέντρωνε πολύ κόσμο και τα γαραφάκια κατέβαιναν απανωτά, για να… κατασβήσουν τη δίψα. «Φωτιά στη φωτιά», ήταν το παράγγελμα. Χόρευαν δε ζεϊμπέκικα μόνον οι επιδέξιοι. . . Καπαντάηδες, χτυπώντας ρυθμικά δυο κουτάλια και κραδαίνοντας τα μαχαίρια υπό τα επαινετικά επιφωνήματα και τα κεράσματα γνωστών και φίλων, που χτυπούσαν τα παλαμάκια.

Αλλά εκεί κοντά ήταν και η προσφυγιά. Αυτοί οι άνθρωποι, που ξαναγεννήθηκαν από την τέφρα, χάνοντας ότι πολύτιμο και προσφιλές είχαν στην τρομερή καταστροφή της Μικρασίας, ξαναπιάστηκαν με την εργατικότητα και την εξυπνάδα, που τους διέκρινε.

Κάθε καλοκαίρι έρχονταν το αγαπημένο οργανάκι και πηγαίνοντας όλοι μαζί στο Γκιούλ-Μπαχτσε, το γλεντούσαν για να ξεχάσουν τα βάσανα και τις πίκρες της μαύρης συμφοράς τους. Και καθώς άναβε το κέφι με άφθονο τσίπουρο και ξεχύνονταν της πολύφωνης λατέρνας οι πεταχτοί χορευτικοί ήχοι, έμπαιναν όλοι στον χορό, συμφιλιωμένοι με τους ντόπιους…».

Με το πέρασμα του χρόνου οι Μικρασιάτες πρόσφυγες άρχισαν να προτιμούν το εξοχικό «Αηδόνια», που άνοιξε δίπλα, κι’ έτσι το «Γκιούλ-Μπαξέ» πήρε την μορφή ενός οικογενειακού κοσμικού κέντρου, που κάθε καλοκαίρι γίνονταν το επίκεντρο της κοσμικής τότε κινήσεως των Τρικάλων, ως το 1940, οπότε κηρύχτηκε ο πόλεμος κι’ έσβησε πια η δόξα του.

Οι «Ριρίκες» του Σταθμού

Το παλιό καφενείο, οι «Ριρίκες» του σιδηροδρομικού σταθμού, στο τέρμα της οδού Ασκληπιού, όπου σήμερα η όμορφη πλατεία όπου βρίσκεται το παλαιό τραίνο, έχει μια ιστορία 75 περίπου χρόνων. Ήταν το πρώτο εξοχικό κέντρο, που έγινε στα Τρίκαλα μετά την απελευθέρωση. Άνοιξε γύρω στα 1886 με 1887, λίγο μετά την έναρξη λειτουργίας των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων.

Γύρω στα 1905 το κέντρο αυτό είχε αναλάβει ο Δημ. Καφαντάρης ή Μητρούσιος. Αυτός εξωράισε τον γύρω χώρο, φύτεψε πολλές τριανταφυλλιές, διάφορα άλλα λουλούδια και καλλωπιστικά δεντράκια. Κάθε απόγευμα, περισσότερο όμως τα Σαββατοκύριακα, το κέντρο γέμιζε από Τρικαλινούς. Ο Καφαντάρης το κράτησε ως το 1925, οπότε το πήραν για μερικά χρόνια οι Α/φοί Κλούφη, που το ανασυγκρότησαν ριζικά. Έβαλαν καινούργια έπιπλα κι’ έφεραν το καλύτερο και πρώτο στα Τρίκαλα γραμμόφωνο με πλούσια δισκοθήκη, στην οποία υπήρχαν δίσκοι με μουσική για όλα τα γούστα, λαϊκή, δημοτική, μοντέρνα και κλασσική. Στην συνέχεια το νοίκιασαν οι Α/φοί Παπαμάνου, που το αξιοποίησαν περισσότερο και το έκαναν πραγματικά οικογενειακό κέντρο. Εκείνοι όμως, που το ανέβασαν πιο ψηλά σαν κέντρο διασκεδάσεως, ήταν οι Α/φοί Καρακούση. Έκαναν πολλές αλλαγές και συγκεκριμένα μεγάλωσαν τον περίβολο του, κατάβρεχαν συχνά τον περίβολο με τον παχύ ίσκιο από τα πλατάνια, λεύκες και ανέδιδαν μια δροσιά που προσήλκυε την εκλεκτότερη πελατεία. Τα καλύτερα παγωμένα αναψυκτικά και τα πιο πικάντικα εδέσματα, προσφέρονταν χουβαρδάδικα και σε λογικές τιμές.

Αλλά το αποκορύφωμα του κέντρου, όπως αναφέρει ο Γ. Παπαζήσης, ήταν τα διάφορα νούμερα από τα καλλιτεχνικά γκρουπ, που παρέλασαν από το πρόχειρο παλκοσένικο και ψυχαγωγούσαν το κοινό με μεγάλη πελατεία ακόμη και εκατοντάδων συμπολιτών που συνωστίζονταν όρθιοι.

Και συνεχίζει: Τα «Πράσινα πουλιά», ένα καλλιτεχνικό συγκρότημα οικογενειακό με ιδιόρρυθμες πράσινες στολές, άφησαν εποχή. Ενώ το όνομα το πήρε, από κάποιο συγκρότημα από ξεπεσμένες νεόβγαλτες θεατρίνες έδωσε το όνομα… «Ριρίκες» στο κέντρο, πιπιλίζοντας το τραγούδι — σουξέ εκείνης της εποχής:

«Ριρή, Ριρή, Ριρίκα

εσύ ’σαι πράμμα, παιδί μου, γέρο,

αχ κι’ όποιος νοιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα

θα το θυμάται, Ριρίκα, για καιρό…».

Σ’ αυτό εμφανίστηκαν και τα Καλουτάκια (η Αννα και η Μαρία Καλουτά), που, αν και πρωτόβγαλτα, φανέρωσαν μεγάλο ταμπεραμέντο ηθοποιίας σ’ ότι νούμερο έπαιξαν.

Αργότερα και μετά τον πόλεμο το κέντρο αυτό μετατράπηκε σε καφενείο, στο οποίο κατέφευγαν όσοι Τρικαλινοί έκαναν ως εκεί τον περίπατο τους για να πιουν τον καφέ ή το αναψυκτικό τους…

Το «Περιβολάκι», η «Χαβούζα» και οι αρτίστες του

Ένα άλλο παλιό, αλλά πολύ γνωστό εξοχικό κέντρο στα Τρίκαλα ήταν το «Περιβολάκι», στον ομώνυμο χώρο, όπου γίνονταν τότε κάθε Δευτέρα η ζωαγορά. Δεν ήταν και τόσο ειδυλλιακή η τοποθεσία εκείνη. Είχε λίγα δέντρα, μα πάρα πολλά ηλιοτρόπια και μια βαθειά «χαβούζα» γεμάτη κρύο νερό, που χρησίμευε και σαν ένα πρώτης τάξεως… ψυγείο, αφού μέσα σ’ αυτή ο καταστηματάρχης έβαζε τις μπύρες, τις λεμονάδες και το τσίπουρο, για να παγώνουν.

Στον περίβολο του ήταν φυτεμένα πολυάριθμα ηλιοτρόπια και άλλα πυκνόφυλλα φυτά κατά τέτοιο τρόπο, πού σχημάτιζαν χωρίσματα ιδανικά… ερωτικά καταφύγια. Σ’ αυτά τα χωρίσματα κατέφευγαν τα διάφορα ζευγαράκια για τις ερωτικές περιπτύξεις, μακριά από ξένα μάτια.

Τα «Ωραία Τρίκαλα»

Τα «Ωραία Τρίκαλα», που αρχικά —γύρω στα 1910— βρίσκονταν επί της οδού 25ης Μαρτίου, κι’ αργότερα μεταφέρθηκε απέναντι στον ίδιο δρόμο. Η αίθουσα του ήταν πολύ ευρύχωρη κι’ επικοινωνούσε και με τον πίσω δρόμο Στουρνάρα. Τα ποτά και τους μεζέδες σερβίριζαν γκαρσόνες, γι’ αυτό και ήταν πάντοτε γεμάτο από πελάτες, που έπιναν κι’ ερωτοτροπούσαν μ’ αυτές. Τον περισσότερο όμως καιρό λειτουργούσε σαν καφενείο.

Το Καφέ – Μπαρ Κωστίκα

Το Καφέ – Μπαρ «Πανελλήνιο» τού Δημ. Κωστίκα προπολεμικά, αλλά και λίγο μετά τον πόλεμο, ήταν ένα κοσμικό κέντρο διασκεδάσεως. Έφερνε ορχήστρες με διάσημους καλλιτέχνες, ακροβατικά νούμερα και ταχυδακτυλουργούς, που τα καλοκαίρια εμφανίζονταν πάνω στην μικρή σκηνή του, που στήνονταν έξω στο πεζοδρόμιο και ψυχαγωγούσαν τους θαμώνες του, που κάθονταν σε αναπαυτικά καθίσματα στην απέναντι πλατεία Ρήγα Φεραίου.

Το εξοχικό του Φρουρίου

Το εξοχικό κέντρο του Φρουρίου, που λειτούργησε προπολεμικά, το είχανε αρχικά οι Αφοί Παπαδήμα, που διατηρούσαν και καφενείο στην οδό Λαρίσης, κι’ αργότερα ένα γκαρσόνι, ο πασίγνωστος τότε Μπισμπίκης. Το κέντρο αυτό, που διέθετε άφθονο και κρύο νερό από το πέτρινο πηγάδι, που υπήρχε εκεί, συγκέντρωνε τα καλοκαιριάτικα βράδια πολλούς Τρικαλινούς με τις οικογένειές τους, που γλεντούσαν με τραγούδια, καντάδες και χορούς εκείνης της εποχής. Στο κέντρο αυτό εμφανίστηκε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι —το 1932— και ο μεγάλος Μάρκος Βαμβακάρης, με βοηθό τον επιδέξιο στο μπαγλαμαδάκι Μπάτη μύησε τους τότε Τρικαλινούς γλεντζέδες στο γνήσιο λαϊκό τραγούδι.

Η «Λίντα»

Η «Λίντα», που λειτούργησε προπολεμικά και λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση στον χώρο δίπλα στον πάλαι ποτέ κινηματογράφο «Παλλάς» (σήμερα το σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτης), ήταν το πιο αριστοκρατικό κέντρο της πόλεως μας, καθαρά οικογενειακό, παρουσίαζε δε κάθε βράδυ πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Η σκηνή της «Λίντας» χρησίμευε και για συναυλίες, διάφορες πατριωτικές γιορτές και θεατρικές παραστάσεις, ιδιαίτερα κατά την προπολεμική περίοδο.

Η κατοχική «Αρζεντίνα»

Η «Αρζεντίνα» τέλος ήταν κέντρο τύπου καμπαρέ, που λειτούργησε στην περίοδο της κατοχής στην αίθουσα του παλιού χειμωνιάτικου κινηματογράφου «Ρεξ» στην οδό Στρ. Σαράφη. Η «Αρζεντίνα» κάθε βράδυ παρουσίαζε πλούσιο μουσικοχορευτικό πρόγραμμα, κατακλύζονταν δε περισσότερο από Γερμανούς και Ιταλούς, που διασκέδαζαν ως το πρωί. Σύχναζαν και Τρικαλινοί, τις ώρες όμως που επιτρέπονταν η κυκλοφορία.

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης