Δήμος Τρικκαίων

Τάσος Κλειδωνόπουλος: Ο συνάδελφος που έφυγε και μαζί του μια περίοδος

17 Φεβρουαρίου 2022

Με τον Αναστάσιο (Τάσο) Κλειδωνόπουλο, τον αείμνηστο δημοσιογράφο και συνιδιοκτήτη συνδιευθυντή της εφημερίδας “Θάρρος” έχει ασχοληθεί η στήλη και στο παρελθόν. Και με κάποια πάντα αφορμή. Όπως κι αυτή τον θανάτου του, που κάνει επίκαιρη συγκυριακά την αναφορά στην προσωπικότητά του. Πράγματι στο φύλλο της 8ης Μαΐου 1965, αναγγέλλεται ο θάνατος του Τάσου Κλειδωνόπουλου. Την ημέρα εκείνη έγινε κι η κηδεία του απ’ τον ιερό μητροπολιτικό (τότε) ναό της Αγίας Επίσκεψης, πολύ κοντά στον οποίο και είχε το σπίτι. Το οποίο διατηρείται όπως ήταν τότε, ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά, παραδοσιακά και αρχοντικά, σπίτια της παλιάς εποχής. Και μια γνήσια πινελιά στην πιο όμορφη, άλλοτε, συνοικία της πόλης μας, το Βαρούσι. Ο Τάσος Κλειδωνόπουλος, λοιπόν, ένας επώνυμος Τρικαλινός, ύστερα από μια πολυτάραχη ζωή, εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Με την πικρία ίσως πως η πολιτεία δεν εξετίμησε όπως θα έπρεπε την προσφορά του και η Τρικαλινή κοινωνία την μεγάλη συμβολή του στην θετική εξέλιξη της. Αφού πέθανε σχεδόν εγκαταλειμμένος, με τα προβλήματά του, συντηρώντας την οικογένειά του, με κάποιες γλίσχρες αποδοχές που του απέφερε η απασχόλησή του -κυρίως σαν διορθωτού- στην εφημερίδα “Ελεύθερα Γνώμη”, που θεωρείται πως βγήκε και κινήθηκε στον κενό χώρο που άφησε το κλείσιμο του “Θάρρους”. Όσο όμως περνά ο χρόνος και με μεγαλύτερη ηρεμία και δυνατότητα γνώσης και αξιολόγησης κρίνεται η προσωπικότητα και δραστηριότητα του Τάσου Κλειδωνόπουλου τόσο και αναδεικνύεται περισσότερο και ο θετικός του ρόλος και η ιδιαιτερότητα της όλης συμμετοχής του στο τοπικό γίγνεσθαι. Για να μπορεί να πει κανένας στα σίγουρα πως πράγματι υπήρξε ένας αξιόλογος Τρικαλινός της προπολεμικής και μεταπολεμικής μέχρι το θάνατό του περιόδου. Και αυτή ακριβώς την ώρα, μας θυμίζει τόσο το αγγελτήριο κηδείας, όσο και η σύντομη νεκρολογία, που δημοσιεύεται στο φύλλο της 8ης Μαΐου 1965 των «Τρικαλινών Νέων».

Με τον τίτλο “Πένθη-Τάσος Κλειδωνόπουλος”, δημοσιεύεται τον Μάιο του 1965 η παρακάτω είδηση-νεκρολογία: Ο Τάσος Κλειδωνόπουλος από χθες δεν ζει πια. Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος του “Θάρρους” κηδεύεται σήμερα και προπέμπεται στην τελευταία του κατοικία. Δέκα τρία περίπου χρόνια από τον θάνατο του αείμνηστου αδελφού του και συνδιευθυντού του “Θάρρους” Λεωνίδα Κλειδωνόπουλου, άφησε και αυτός την τελευταία του πνοή. Ως συνδιευθυντής του “Θάρρους” που πρωτοεκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1908 ειργάσθη σθεναρά υπέρ των συμφερόντων της πόλεως και περιφερείας μας, αλλά και των γενικότερων εθνικών συμφερόντων. Ήταν μαχητικός, δίκαιος, ειλικρινής, ανιδιοτελής. Και η κοινωνία μας εξετίμησε τα ψυχικά του χαρίσματα. Το 1948 συμφορά κτύπησε την οικογένεια Κλειδωνοπούλου: Οι εγκαταστάσεις του “Θάρρους” πυρπολήθηκαν κατά την εισβολή στην πόλιν μας των ανταρτών, μα ο Τάσος Κλειδωνόπουλος δεν πτοήθηκε. Εργάστηκε πολύ και κόπιασε για να ζήσει την οικογένειά του και να μορφώσει τα παιδιά του. Με πόνο και θλίψη, προπέμπουμε σήμερα τον αείμνηστο Τάσο στην τελευταία του κατοικία. Γιατί υπήρξε καλός σε φίλους και εχθρούς. Καρτερικός σε τόσες συμφορές. Ευγενικός και καλοκάγαθος. Στους οικείους του απευθύνουμε θερμά συλλυπητήρια στον δε αείμνηστο Τάσο, αιωνία να είναι η μνήμη του και ελαφρό το χώμα, που θα τον σκεπάσει”.

Εξ άλλου την επόμενη ημέρα, Κυριακή 9 Μαΐου 1965 δημοσιεύονται τα εξής για την κηδεία του Τάσου Κλειδωνόπουλου: “Πάνδημη με εκδηλώσεις βαθύτατης λύπης, έγινε χθες την 11ην π.μ. εκ του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Επισκέψεως η κηδεία του δημοσιογράφου και εκ των εκδοτών της εφημερίδος “Θάρρος” της πόλεως μας, Τάσου Κλειδωνόπουλου. Τον νεκρό αποχαιρέτησε ο δημοσιογράφος κ. Νίκος Τσόγκας. Εις την σορό του Τάσου Κλειδωνόπουλου κατετέθησαν δεκάδες στεφάνων”.

Εκδηλώσεις ενδεικτικές της μεγάλης εκτίμησης

Πράγματι τα στεφάνια που κατετέθησαν στην σορό του αείμνηστου Τάσου Κλειδωνόπουλου, σηματοδοτούσαν με τον αριθμό και τους καταθέτες, την μεγάλη αγάπη και εκτίμηση που απελάμβανε ο αποθανών κι όχι μόνο μεταξύ των Τρικαλινών. Κι ακόμα τον ευρύτατο συγγενικό κύκλο που διέθετε μεταξύ όλων των στρωμάτων της Τρικαλινής κοινωνίας. Από τις δημοσιεύσεις των ειδικών γραφείων τελετών της εποχής εκείνης, στις εφημερίδες της επομένης της κηδείας Κυριακής 9ης Μαΐου, προκύπτει ο εξής συγκεκριμένος όσο και μεγάλος κι ενδεικτικός κατάλογος των καταθετών: Στην σορό του Τάσου Κλειδωνόπουλου κατέθεσαν στέφανα εκ φυσικών ανθέων εκ του ανθοπωλείου Ευαγγέλου Μπαταγιάννη, αι οικογένειαι Κων. Ζαχαριάδη, Νικ. Χαλκιά, Φωτ. Μακρή και ο Ιωάννης Χιώτης. Εις την σορό του Τάσου Κλειδωνόπουλου κατέθεσαν στεφάνους εκ του Γραφείου Κηδειών Μιχ. Πρωτογερά οι κ.κ. Παν. Μπέης γυμνασιάρχης, Παν. Μπρέλλας καθηγητής, αι μαθήτριαι της Α’ τάξεως του Γυμνασίου Θηλέων, η Ένωσις συνταξιούχων του ΙΚΑ και αι οικογένειαι Αγαμ. Κεφάλα και Γεωργίου Μίγκα. Επίσης κατέθεσαν στεφάνους εις την σορόν του Τάσου Κλειδωνόπουλου εκ του κηροπωλείου Αδελφών Αδαμάκου οι Πασχάλης-Μάχη Αντωνιάδη, Κική Καραγιάννη, Ιωάννης και Αθηνά Αντωνιάδη, οικογένειαι Ιωαν. Μαράβα, η Εφημερίς “Τρικαλινά Νέα”, η εφημερίς “Έρευνα” και η εφημερίς “Αναγέννησις”. Αι οικογένειαι Λεωνίδα Νούλα, Ιάσονος Νούλα, Αλεξάνδρου Νούλα, Σταματά, Ιωάννου Πούλιου, Χρήστος και Ευδοξία Αποστ. Κεφάλα, Ευθ. Τρικοπούλου, Αφών Φιλ. Κατσάρου, Μιχ. Δερπανοπούλου, Μιλτ. Μαλικιώση, Στεργ. Αργυροπούλου, Φανής Θ. Παπαζαχαρία, ο Σύλλογος Βιβλιοπωλών και χαρτοπωλών Τρικάλων, Αφοί Σαμπεθαϊ, Γεωργ. Αναστασίου, αι Αδελφαί Αλεξάνδρου, Κων. Ν. Βλαχάβα, Έλσα Π. Κλειδωνοπούλου, Κων. Κοντογιαννάκη, Μ. Θεοδώρου, Γεωργ. Ρίζου, Σπυρ. Ηλιοπούλου, Μαρίας Αναστ. Κλείδωνα, Τιμολέοντος Πουρναρά, Σταύρου Χριστάνη, Χρ. Τσιρογιάννη, Αποστ. Στραγαλινού επιθεωρητού, Περικλέους Πόρναλη, Μιχ. Πάσχου, Κων. Τσόγκα και Βασ. Λαδιά-Δίκου.

Τέλος η οικογένεια Μουστακαλή εκ Βόλου προσέφερε 500 δρχ. εις την Αγίαν Βαρβάραν εις μνήμην Τάσου Κλειδωνοπούλου.

Νοιώθω πλήξη που έφυγες

Εξ άλλου στο ίδιο φύλλο των “Τρικαλινών Νέων” ο αείμνηστος Ιάσονας Τσουμένης, δημοσίευσε τη παρακάτω αποχαιρετιστήρια νεκρολογία με τον τίτλο: Για σένα που έφυγες: Τάσος Κλειδωνόπουλος. Αγαπητέ μου Τάσο, Πρόλαβα και σου στειλα τον τελευταίο μου χαιρετισμό με τον λατρευτό σου γυιό, λίγες ώρες προτού τα βλέφαρά σου αργά-βαρειά κλείσουν το φως των ματιών σου. Είμαι υπερήφανος αγαπημένε μου Τάσο, που έδωσα το “παρών” στο τελευταίο εικοσιτετράωρο πριν από το δικό σου παντοτεινό απών. Νοιώθω όμως μέσα μου μια τρομερή πλήξη που έφυγες. Είναι δύσκολο πράγμα να βρίσκη ο άνθρωπος τον δικό του άνθρωπο . Και μάλιστα όταν τον αισθάνεται σαν φίλο, αδελφό, πατέρα. Μια απουσία τέτοια στοιχίζει πολύ στο εφήμερο διάβα μας. Δεν επιτρέπει ο σύντομος χρόνος της ζωής μας να βρής αυτό που έχασες. Το βαγόνι κάμει γρήγορα το δρομολόγιο κι όσο πιο ευχάριστη και απολαυστική είναι η πορεία, τόσο πιο γρήγορα φτάνει στο τέλος. Έχει τέρμα ο δρόμος! Κι είναι πολύ θλιβερό γιατί είναι αναπόφευκτος, μοιραίος. Φτάνει μάλιστα πολλές φορές τότε, που θέλει ν’ αρχίσει. Θέλει η ζωή να γνωρίση πολλά.· Και υπάρχουν πολλά. Νοσταλγεί τα περασμένα και διψά για άγνωστα. Ας είναι. Τι να πη κανείς. Το βιβλίο της ζωής σου το έκλεισες με αρκετές σελίδες θα το ξεφυλλίζω γιατί θα βρίσκω πολύτιμες συμβουλές. Τελειώνοντας σε χαιρετώ όπως με χαιρετούσες και όπως ήθελες: “Χαίρε αγαπητέ φίλε Τάσο”.


Αναδημοσιεύουμε ένα από τα τελευταία σημειώματα σε τοπική εφημερίδα το 1963

Γυρίζοντας στα παληά χρόνια

Τρικαλινοί τύποι

                                                                                                                Του Τάσου Κλειδωνόπουλου

Παρά τις σκοτούρες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής, ο Τάσος Κλειδωνόπουλος έπιανε κάπου – κάπου την πέννα, για να την βουτήξει στις αναμνήσεις του απ’ την πολυτάραχη ζωή του σ’ αυτή εδώ την πόλι, κάτι που του άρεσε πολύ να κάνη στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Παραθέτουμε κατωτέρω ένα απ’ τα τελευταία σημειώματα του, που δημοσιεύθηκε σε τοπική εφημερίδα την 31)7)63 με το ψευδώνυμο ένας Παλαιός Τρικαλινός.

Γυρίζοντας κανένας στα παλιά χρόνια των Τρικάλων βρίσκει ότι και η πόλι μας δεν υστέρησε, όπως και κάθε απόμερο χωριό της χώρας μας, σε τύπους ανθρώπων που αποτελούσαν τα φαιδρά πρόσωπα, τα όποια προξενούσαν το ακράτητο γέλιο σε βάρος των και ψυχαγωγία των συνανθρώπων των, με τις διάφορες χαζομάρες των που έκαμναν και έλεγαν.

Μπορούμε σήμερα να απαριθμήσουμε πολλούς τέτοιους τύπους εκλιπόντας ήδη της ζωής.

Και αρχίζουμε κατά σειρά αρχαιότητας ν’ αναγράψουμε τα ονόματα των.

—Ο Τσαγγάρης Πάλλας που κάθε βράδυ, όταν τα κοπανούσε στα γερά υστέρα απ’ τη σκληρή δουλειά του, άρχιζε κι’ έλεγε το αμίμητο, τρικλίζοντας τα πόδια του κι’ έτοιμος να πέσει χάμω: «σκυλί —μαύρο γρούνι» και με φωνή υποτρέμουσα. Και όταν τα μικρά παιδιά, οι σημερινοί γέροντες, τον πείραζαν με την λέξη «σκυλί», αυτός συμπλήρωνε μόνος του, το «μαύρο γρούνι» σε ύφος σοβαρό και εύθυμο της κρασοκατανύξεώς του.

—Και συνεχίζοντας αναπολούμε τον αμίμητο Μπαλαμπάνη ο οποίος δεν έκανε καμμιά ανάπαυλα στο μεθύσι του καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του.

Σκληρός στον οργανισμό του και με αντοχή στον διαρκή αγώνα του μεθυσιού του αντείχε όχι μόνον μέρα και νύχτα να κοιμάται στα ξενοδοχεία των αστέρων, αλλά και αυτόν τον χειμώνα να κυλιέται μέσα στα χιόνια χωρίς να παθαίνει τίποτε.

Επί τέλους μια νύχτα βρέθηκε νεκρός σαν άγαλμα, κυλισμένος και σκεπασμένος μέσα στα πολλά χιόνια ενός βαρύτατου χειμώνα της εποχής εκείνης.

—Και ποιος δεν θυμάται τον αξέχαστο Κόλα της Κρανιάς, που τρεβλίζοντας τη γλώσσα του απαντούσε με θυμό ασυνάρτητο στους πειράζοντας αυτόν με το αθάνατο: «αίμα Κόλλα» και προ παντός τα μικρά παιδιά που διαρκώς κυνηγούσε να τα πιάσει και ποτέ δεν το κατόρθωνε.

Θυμούμεθα ένα ταξίδι του, γυρίζοντας από τη Λάρισα στα Τρίκαλα και συνταξιδεύοντας μαζί του παρέστημεν μάρτυρες μιας αλόγιστης κουταμάρας του η οποία έκανε όλους τους συνταξιδεύοντας να σπάσουν στα γέλια: Επειδή τον πείραζαν οι περισσότεροι με το «αίμα Κόλλα», για να αποφύγει το πείραγμά των με το οποίο εκουρτίζετο πολύ και θύμωνε, αναγκάστηκε —όταν σταματήσαμε λίγο έξω απ’ το Τσιότι— να κατέβη κι’ αυτός προς θυμηδίαν όλων μας —και για να μάς τιμωρήσει—κι’ αυτός δεν ανέβηκε πάλι στο αυτοκίνητο, αλλά παρέμεινε εκεί και συνέχισε το ταξίδι, με τα πόδια του…

Θαυμάσια εκδίκηση!!!

Έδωσε ένα παράδειγμα της μεγάλης βλακείας του που πάντοτε τον έδερνε και ευχαριστούσε όλους τους πειράζοντας αυτόν.

—Και τον απέριττο Παιβανά, ποιος μπορεί να τον ξεχάσει, που κάθε μεσημέρι περνώντας από τα τσαγκαράδικα την ώρα που έτρωγε ο καθένας στο μαγαζί του φώναξε από έξω: «Άλλοι τρων άλλοι δεν τρων» για να του δώσουν κάνα μεζέ. Και από κανένας φιλότιμος του έδινε, και τον ευχαριστούσε με την λέξη «Καλό Παράδεισο».

—Και τον Γιάννη Κανούτα, τον νέο Διογένη των Τρικάλων, ποιος μπορεί να τον ξεχάσει, όταν βρίσκονταν στα μπουρίνια του και έπινε στον Βάκχο στα γερά;

Συζητητής άριστος και λακωνικός στις ερωτήσεις και απαντήσεις του.

Ήξερε και γράμματα γερά, ήταν τελειόφοιτος του σχολαρχείου. Όταν αγόρευε καθ’ οδόν μονολογώντας πάντοτε, στηλίτευε όλα τα τρωτά των τότε πολιτικών ανδρών του τόπου μας με μετροέπεια και άφθαστη ευφυΐα, που προκαλούσε τον θαυμασμό όλων, όσοι τυχόν τον άκουαν.

Εξασκούσε το επάγγελμα του ψαρά και με την μεγάλη του εξυπνάδα που είχε, μοσχοπουλούσε όλα τα ψάρια του, και σε τιμή πάντοτε ακριβότερη απ’ όλους τους άλλους.

Ήξερε όλα τα στόμια των μαγαζιών και σπιτιών και με τα τερτίπια του κατάφερνε όλους να τους γελά και να τον προτιμούν.

Είχε όμως άδοξο τέλος, διότι μίαν ωραία πρωία ετίναξε τα πέταλά του έξω από ένα μαγαζί της οδού Λαρίσης «διατελών εν πλήρει κρασοκατανύξει».

Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης